Τα ονόματα πολλών από αυτούς τους στόχους τα διοχετεύουν οι ίδιες οι ΠΑΕ στον Τύπο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις. Οι δημοσιογράφοι, από την πλευρά τους, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τη δουλειά τους μεταφέροντας τις πληροφορίες για τους στόχους από όλες τις ΠΑΕ και τους μάνατζερ σε αυτή ειδικά την περίοδο –όντας καχύποπτοι απέναντι σε διαβεβαιώσεις ή διαψεύσεις.

Μία περίοδο που έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, με βασικότερο τον έντονο ανταγωνισμό, τόσο ανάμεσα στις ομάδες όσο και ανάμεσα στα ΜΜΕ. Εναν ανταγωνισμό που έχει σαν στόχο το κέρδος από τη δημιουργία των εντυπώσεων στους φιλάθλους. Αυτές τις εντυπώσεις οι ΠΑΕ στοχεύουν να τις κερδίσουν με την επικοινωνιακή τους πολιτική που ΔΕΝ σχεδιάζεται μόνο για να περιλάβει τα «φιλικά» προς αυτές media.

Οι φίλαθλοι, οι οπαδοί, πέραν όλων των άλλων, είναι για τις ομάδες και πελάτες, και οι ομάδες γνωρίζουν ότι η μεγαλύτερη μάχη γίνεται για την απόκτηση «πελατών» που βρίσκονται στις ηλικίες 8-15 ετών. Με δεδομένο ότι πολύ δύσκολα αλλάζει κάποιος ομάδα μόλις ξεπεράσει την εφηβεία, οι ομάδες γνωρίζουν ότι οι «πελάτες» που θα κερδίσουν σε αυτή την ηλικιακή ομάδα θα τους μείνουν. Και οι φίλαθλοι ή οι οπαδοί αυτής της ηλικίας είναι πολύ ευπρόσβλητοι στον εντυπωσιασμό.

Σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής η εντύπωση έρχεται πάντα πριν από την ουσία, όπως ακριβώς ο κομπογιαννιτισμός έρχεται πριν από την επιστήμη. Οι εντυπώσεις, η δημιουργία μίας εικόνας –ωραιοποιημένης κατά βάση– έχουν πολύ μεγαλύτερη πέραση σε αυτό που ονομάζεται show business και που έχει πλέον συμπεριλάβει και το ποδόσφαιρο. Αλλωστε ένας από τους λόγους που βοήθησε στην ακόμη μεγαλύτερη άνοδο της δημοφιλίας του ποδοσφαίρου ήταν το γεγονός ότι οι διαφημιστές και οι επικοινωνιολόγοι –που μην ξεχνάτε ότι βασική τους δουλειά είναι να φτιάχνουν εικόνες– αποφάσισαν να δημιουργήσουν τους ποδοσφαιριστές «stars».

Αυτοί οι ποδοσφαιριστές βοηθούν και τα προϊόντα να πωλούνται καλύτερα. Βέβαια η οικονομική κρίση, ειδικά στην Ελλάδα, έχει διαφοροποιήσει δραματικά τα πράγματα. Χρήματα για την προσέλκυση «μεταγραφών αεροδρομίου», με «stars» που θα πούλαγαν φανέλες και διαρκείας, δεν υπάρχουν.

Το «ευχάριστο» παραμύθιασμα Aυτές οι εντυπωσιακές μεταγραφές αεροδρομίου ήταν το σήμα κατατεθέν της εποχής της σπατάλης και της ασχετοσύνης των προέδρων, που κυριάρχησε για πολλά χρόνια στο ελληνικό ποδόσφαιρο, δημιουργώντας χρέη και στερώντας ευκαιρίες από γηγενείς ποδοσφαιριστές. Το καλοκαίρι, άλλωστε, όταν τα πράγματα είναι –ή τουλάχιστον ήταν– πιο χαλαρά, ευνοεί τις παραμυθένιες ιστορίες που διαβάζονται ευχάριστα στην παραλία. Τώρα που λείπει η δυνατότητα να αποκτήσει μία ομάδα ένα μεγάλο όνομα και τα media να το πουλήσουν, πρέπει ο «παικταράς» να δημιουργηθεί. Νομίζω πως όλοι έχουν εντοπίσει την τάση των αθλητικών media να μετατρέπουν σε... Μέσι κάθε ταλαντούχο νεαρό ποδοσφαιριστή. Η προσπάθεια αυτή μπορεί να έχει κέρδη στις κυκλοφορίες, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να κάνει μεγάλη ζημιά σε ένα ταλέντο και να καταστρέψει την εξέλιξή του. Αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, αυτή ειδικά την περίοδο, νομίζω ότι εξηγείται εύκολα. Ολοι επιδιώκουν την πρωτιά στη μετάδοση της είδησης, για να την εκμεταλλευτούν εμπορικά ανεβάζοντας κυκλοφορίες, ακροαματικότητες και θεαματικότητες. Σε μία τέτοια περίοδο, όπως η μεταγραφική με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, το ραδιόφωνο έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ το Διαδίκτυο ακολουθεί.

Ομως, με τον πολλαπλασιασμό των πηγών πληροφόρησης, κάθε «φήμη» αναγορεύεται σε «πληροφορία», που συχνά είναι πολύ δύσκολο να διασταυρωθεί, καθώς μία τέτοια ενέργεια απαιτεί χρόνο. Κι επειδή κανείς δεν διακινδυνεύει να χάσει την πρωτιά της μετάδοσης, στον «αέρα» βγαίνουν τέρατα. Από την πληροφορία που δημοσίευσε μία απίθανη ιστοσελίδα στην Κολομβία μέχρι τις δηλώσεις ενός μάνατζερ που νοιάζεται για την προμήθειά του. Το ευρώ και ο πατέρας του Από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πριν από έναν μήνα περίπου στην αγγλική εφημερίδα «Guardian» με τίτλο «Ρόμπερτ Μάντελ, η διαβολική ευφυΐα του ευρώ»: «Οπως σημειώνει ένας άλλος νομπελίστας, ο Πολ Κρούγκμαν, η δημιουργία της ευρωζώνης παραβίασε τον βασικό οικονομικό κανόνα που είναι γνωστός ως "βέλτιστη νομισματική ζώνη".

Αυτός ήταν ένας κανόνας που επινόησε ο Ρ. Μάντελ. Για τον Μάντελ το ευρώ δεν αποσκοπούσε στο να καταστήσει την Ευρώπη μία ισχυρή, ενοποιημένη οικονομική μονάδα. Κυρίως είχε να κάνει με τον Ρέιγκαν και τη Θάτσερ . Τα οικονομικά της προσφοράς στα οποία διακρίθηκε ο Μάντελ έγιναν ο θεωρητικός οδηγός για τα ρεϊγκανόμικς: τη μαγική πίστη στα γιατροσόφια της ελεύθερης αγοράς, που ενέπνευσαν και τις πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ. Ο Μάντελ εξήγησε ότι το ευρώ αποτελεί ένα τμήμα των ρεϊγκανόμικς: "Η νομισματική πειθαρχία επιβάλλει τη δημοσιονομική πειθαρχία και στους πολιτικούς"». Για να μην λέμε πως δεν ξέραμε.

ΠΗΓΗ: Sportday