Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου... Αυτά εν έτη 1974 από τη Μαρινέλλα, στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον. Με παντελόνι καμπάνα, κοντό μαλλί και πουκάμισο με μία πιθαμή γιακάδες, όπως απαιτούσε η μόδα. Στη πραγματικότητα, κι ύστερα από 40 χρόνια μάλιστα, είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να είσαι στη παραλία εσύ και το αγόρι σου ή το κορίτσι σου. Πέρα από τον ήλιο και τη θάλασσα, έχεις απαραίτητη παρέα και τους διπλανούς σου. Θέλεις δεν θέλεις (που δεν θέλεις) γουστάρεις δεν γουστάρεις. Που ειδικά όταν πρόκειται για Αύγουστο μήνα, σε έχουν περικυκλώσει περιμετρικά μπρος-πίσω, δεξιά κι αριστερά και σε απόσταση αναπνοής. Όπως δηλαδή είναι κολλητά τα τραπέζια στα μπιτς-μπαρ και οι ξαπλώστρες στην παραλία.
Για να βρεις ερημική παραλία πρέπει να είσαι ο Κουφοντίνας στο Αγκίστρι, στις τελευταίες ελεύθερες μέρες του το 2002. Είναι κομμάτι δύσκολο ότι το τελευταίο που διακρίνει τον μέσο Έλληνα, είναι η ευγένεια και οι καλοί του τρόποι, δέχεσαι σε καθημερινή βάση έναν ανηλεή πόλεμο. Από πάσης φύσεως ενοχλητικούς, που λες και είναι βαλτοί να σου χαλούν την ηρεμία σου. Ενοχλητικοί, κάθε είδους, κάθε ράτσας και κάθε ηλικίας, που έχουν βρει το δικό τους τρόπο για να σου σπάνε τα νεύρα. Με βάση λοιπόν μία πρόχειρη αναμέτρηση έχουμε και λέμε:
-- Δυο μαλάκες με μαγιό τυρόπιτα, συνήθως πενηντάρηδες που παίζουν ανάμεσα στον κόσμο ρακέτες. Πέρα από τον θόρυβο και το ενοχλητικό ντάπα-ντούπα, που σου σπάει τα νεύρα, να έχεις το νου σου μη τυχόν και ξεφύγει από τον μαλάκα το μπαλάκι.
Στην καλύτερη περίπτωση να προσγειωθεί στο τραπέζι σου, και θα τα κάνει μπουρδέλο. Στη χειρότερη να σε βρει στη μάπα.
-- Αν μιλάμε για μπιτς-μπαρ, ακόμα και στη Μύκονο το καλύτερο τραπέζι, το κεντρικό, που δεν το πιάνει ο ήλιος, ούτε μετά το μεσημέρι, θα το πιάσουν πέντε-έξι γριές από τις εννιά το πρωί. Κάθε μέρα. Ούτε την Κυριακή δεν κάνουν ρεπό για να πάνε στην εκκλησία. Η συζήτηση ξεκινάει από αρρώστιες και γιατρούς και καταλήγει σε μαγειρική. Και καθώς δεν ακούνε καλά και μιλάνε δυνατά, έχεις πλήρη γνώση του ιστορικού της κάθε μίας.
Πόση είναι η μικρή πίεση, πόση η μεγάλη, πόσο είναι το ζάχαρο και πως πήγε η ξαδέρφη της η Ευτέρπη στην εγχείρηση που έκανε. Σχετικά με τη μαγειρική, έτοιμος είσαι να συμπληρώσεις τον Τσελεμεντέ. Πώς φτιάχνονται τα γιουβαρλάκια και τι βάζεις μέσα πέρα από ρύζι στα γεμιστά. Αν τύχει και χτυπήσει το κινητό κι είναι η κόρη καμιανής, έχεις κάτσει στην κέντα. Επειδή είναι μακριά, έχει την εντύπωση ότι αν μιλάει με όλη της τη δύναμη, θα καταφέρει να την ακούσει.
-- Ένας τουλάχιστον μαλάκας (κατά κανόνα όρθιος) που μιλάει δυνατά στο κινητό. Είτε για να δώσει εντολές στους συνεργάτες του, στην επιχείρηση, είτε για να ενημερώσει τους φίλους του, ότι "τώρα κάνουμε μπάνιο, σε λίγο θα πάμε για φαγητό, πες μου εσύ τα νέα σου".
-- Δυο-τρεις μωρομάνες κάτω των 30 ετών. Όχι για να κάνουμε μπάνιο, αλλά για καφέ και κανένα τσιγάρο και με τα μωρά στα καροτσάκια. Σαν μωρά που είναι βέβαια κάποια στιγμή θα αρχίσουνε να κλαίνε. Η καλή μητέρα με το ένα χέρι του δίνει το μπιμπερό με το γάλα και με το άλλο κρατάει το τσιγάρο. Και αν αρχίσουν να κλαίνε δυο μαζί στερεοφωνικά γάμησε τα. "Επειδή δηλαδή έχουμε μικρά παιδιά θα κλειστούμε μέσα στους τέσσερις τοίχους; Τι ρατσισμός είναι αυτός;". Αν μια εξ αυτών είναι λεχώνα, δεν έχει κανένα πρόβλημα να πετάξει έξω το βυζί και ν' αρχίσει να θηλάζει το μωρό.
-- Αν μιλάμε για βραδυνές ώρες, έτσι και πέσεις σε διπλανό τραπέζι με τουρίστες που πίνουνε την έχεις πουτσίσει. Και ειδικά αμερικανίδες. Είναι μέσα στην ντάγκλα, είτε από ούζο, είτε από κρασί και σε κάθε κουβέντα σου χαζογελάνε. Όλες μαζί και στη διαπασών. Έτσι και πέσεις σε τέτοια κέντα φεύγεις τρέχοντας.
-- Τα παλιά τα χρόνια οι πλαζ ήταν γεμάτες με εφημερίδες. Μεταγραφές γαρ οι περισσότεροι, είχαν δυο-τρεις την καλύτερη δυνατή ενημέρωση. Σήμερα πλέον οι πιτσιρικάδες είναι με το κινητό στο χέρι. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που έχουν κάνει το σκατό τους παξιμάδι, υπολογίζουν και το 1.30 ευρώ. Όταν λοιπόν είσαι ο μοναδικός, που διαβάζεις εφημερίδα είναι δεδομένο ότι θα στη πέσουνε για τράκα: "Μπορώ να έχω για λίγο την εφημερίδα σας" και έχει ήδη απλώσει το χέρι να την πάρει. Την άλλη μέρα που έχει πάρει θάρρος, δεν σε ρωτάει καθόλου. Τη παίρνει από μόνος του. Κι αν είσαι μάλιστα από τους παλιούς Ολυμπιακούς και διαβάζεις "ΦΩΣ" στη γυρίζει πίσω τσαλακωμένη και πατσαβουριασμένη.
-- Η παρέα από κυρίες και δεσποινίδες, που φωνάζει κοντά της τον μαύρο που πουλάει τσάντες. Αφού εξετάζουν διεξοδικά το εμπόρευμα, η πλέον φιλύποπτη τον ρωτάει με την ανάλογη σοβαρότητα: "Είναι γνήσιες οι Louis Vuitton;". Το επόμενο βήμα είναι να αρχίσουν τα παζάρια. Ο μαύρος, αν και φορτωμένος με τις τσάντες, έχει υπομονή. Η δουλειά του είναι. Εσύ πού να τη βρεις;
-- Μία τουλάχιστον τρελή με τον σκύλο της. Δένει το λουρί στο πόδι του τραπεζιού κι όταν το σκυλί, εύλογα αρχινάει να δυσανασχετεί, αντί να το πάρει και να φύγει του μιλάει και του κάνει παρατηρήσεις. Κάτσε φρόνιμα. Μην κάνεις φασαρία. Άλλη φορά δεν θα σε ξαναπάρω μαζί μου.
-- Δυο οικογένειες μαζί (μπορεί και τρεις) με τα παιδιά τους, που πιάνουμε ένα μεγάλο τραπέζι. Τρώνε πίνουνε και μιλάνε δυνατά όλοι μαζί, λες και είναι στην αυλή του σπιτιού τους και δεν υπάρχει κανένας άλλος δίπλα τους. Σε δυο ταμπλό. Οι άντρες με τους άντρες και οι γυναίκες με τις γυναίκες.
-- Σαφώς και δεν είσαι ρατσιστής, αλλά Κυριακή πρωί είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα να πέσεις σε παρέα Αλβανών. Έχουν ρεπό, και μιλάνε αυτή την απαίσια γλώσσα μέσα στα αυτιά σου.
-- Μία τουλάχιστον μάνα με το παιδί τεσσάρων έως έξι ετών. Το παστώνει στις κρέμες και τα λάδια και το αμολάει στην παραλία. Αυτή είναι αραχτή, πίνει το καφέ της, φουμάρει, αν είναι από τις πονηρές παίζει και το μάτι της δεξιά κι αριστερά, και κάθε λίγο και λιγάκι βάζει τις φωνές.
"Αλέξανδρεεεεεεέ", κι επειδή ο Αλέξανδρος, είτε δεν ακούει, είτε δεν θέλει να ακούσει, ξανά η μάνα: "Αλέξανδρεεεεεεεεεέ".
(The Locomotion από τη Little Eva. Του 1962, όταν η νεολαία της Αθήνας άκουγε ξένη μουσική από τον "Αμερικάνικο". Το ραδιοσταθμό της τότε αμερικάνικης βάσης στο Ελληνικό)
Πηγή: sport24.gr