Ποιος να το’ λεγε ότι ο Μαχάτμα («μεγάλη ψυχή») Γκάντι, πέρα από «δαιμόνιο», αλλά άτυχο δικηγόρο («κανείς δεν πλήρωνε, γι’ αυτό τα παράτησα»), φιλόσοφο, πολιτικό, εθνάρχη, πατέρα της ανεξαρτησίας της Ινδίας από την σκληρή, αλαζονική και καταπιεστική τυραννία των Βρετανών αποικιοκρατών θα μπορούσε να ήταν λάτρης, και μάλιστα μανιώδης, του football;

Ποιος να το περίμενε ότι ένας άνθρωπος απλός και πάμφτωχος, αδύνατος κι αδύναμος, λιτοδίαιτος και ρακένδυτος, που ο Τσόρτσιλ αποκάλεσε κάποτε «ημίγυμνο, αποκρουστικό φακίρη», θα μπορούσε να είχε ερωτευτεί, μαζί με το δόγμα της «μη βίας» και τον σεβασμό για τον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτου κοινωνικής θέσης, και τη μπάλα; Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό «πώρωσης», ώστε να φτάσει στο σημείο να ιδρύσει όχι μία, αλλά τρεις ποδοσφαιρικές ομάδες. Και τις τρεις με την ίδια ονομασία, Passive Resisters Soccer Club, σ’ ελεύθερη μετάφραση κάτι σαν «παθητικοί αντιστασιακοί», αλλά σε τρεις διαφορετικές πόλεις: πρώτα  στο Ντέρμπαν κι ύστερα σε Πρετόρια και Τζοχάνεσμπουργκ.

Αυτό συνέβη από το 1893 έως το 1914, στα 21 χρόνια παραμονής του Γκάντι στη Νότια Αφρική κι αποκαλύφθηκε, εντελώς τυχαία λίγους μήνες πριν τη σέντρα του Μουντιάλ 2010 από τον Ισπανό δημοσιογράφο της «Marca» Νταβίδ Ρουϊθ ντε λα Τόρε. Για ρεπορτάζ σε ορυχείο πήγαινε ο ανυποψίαστος, αλλά βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια του μ’ ένα ιστορικής σημασίας θησαυρό, την ύπαρξη του οποίου, όπως έγραψε στο FIFA Magazine αγνοούσε ακόμη κι η παγκόσμια, ποδοσφαιρική ομοσπονδία.

«Χίλιες φορές μία ώρα μπάλας, παρά μία ώρα προσευχής», έλεγε τότε ο Μαχάτμα που ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο όταν σπούδαζε νομική στο Λονδίνο και συνειδητοποιώντας, την μοναδική, επικοινωνιακή του δυναμική το χρησιμοποίησε ύστερα στη Νότια Αφρική ως γερό χαρτί για την πολιτική του μάχη κατά των φυλετικών διακρίσεων.

«Η μπάλα αποπνέει ένα είδος αριστοκρατίας, αλλά παράλληλα έχει το μοναδικό χάρισμα να ενώνει μαύρους και λευκούς», μία διαπίστωση κι ένα άριστο μέσο επικοινωνίας που πενήντα χρόνια αργότερα θα χρησιμοποιούσε κι ο Νέλσον Μαντέλα, άσχετα εάν εκείνος κατάφερνε να ενώσει τους ταλαιπωρημένους Νοτιοαφρικανούς και να καταργήσει το «Apartheid», με την οβάλ, κι όχι στρογγυλή, μπάλα του ράγκμπι.

«Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που εκθειάζει κι αναδεικνύει το συναίσθημα της ομαδικότητας επιτρέποντας ύστερα να φτάσει κανείς στην απόλυτη, πνευματική ηρεμία», είχε πει επίσης ο διορατικός ηγέτης που, πρώτος διαπίστωσε την φυλετική αδικία κι ανισότητα και την ανάγκη κατάργησής της.

Ο «αποκρουστικός φακίρης» που από το ’37 έως το ’48 κέρδισε πέντε φορές το Νόμπελ Ειρήνης, αλλά και τις πέντε το αρνήθηκε. Που πίστεψε κι εμπιστεύτηκε τους Ινδουιστές τους οποίους ο ίδιος, έναν, έναν επέλεγε για τους Passive Resisters. Άσχετα  εάν το ’48 στο Νέο Δελχί, σε ηλικία 78 ετών, θα’ πεφτε νεκρός από τις τρεις σφαίρες του φανατικού Hindu Νάθουραμ Γκόντσε. Και που παρόλο τα χίλια καλά ή το πάθος του για τη μπάλα, κι εκείνος κάπου απέτυχε και μάλιστα παταγωδώς: όπως στο να μάθει στους συμπατριώτες του να φοράνε παπούτσια. Κοίτα πλάκα, η βασική αιτία που η Ινδία, αν και είχε επίσημα κληθεί, δεν έλαβε τελικά μέρος στο Μουντιάλ του ’50…