Η Τουρκία είναι μια χώρα με 84 εκατ. κατοίκους και μια οικονομία με πάνω από $800 δισ. Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος
ΠΗΓΗ: liberal.gr
Είναι μια χώρα που έχει τετραπλασιάσει το ΑΕΠ της κατά την διάρκεια της τελευταίας 25ετίας. O δείκτης του Δημοσίου Χρέους προς το ΑΕΠ έχει μειωθεί από 75,7% του 2001, στο 31,7% το 2022. Ωστόσο, η Αχίλλειος πτέρνα της Τουρκικής οικονομίας παραμένει ο υψηλότατος πληθωρισμός, που συνοδεύεται από την κατάρρευση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας σε σχέση με το δολάριο και το ευρώ.
Όμως η Τουρκική οικονομία διαθέτει αυτό που λέμε με απλά λόγια «φουγάρα». Έχει μια ισχυρή βιομηχανική βάση που εκσυγχρονίζεται διαρκώς που καλύπτει τις ανάγκες στο εσωτερικό της χώρας και παράλληλα στηρίζει τις εξαγωγές που ξεπέρασαν το 2022 τα $254 δισ., από $60 δισ. το 2002. Οι Τουρκικές εξαγωγές αντιστοιχούν σήμερα στο 32% του ΑΕΠ, από 25% το 2002.
Οι βασικές εξαγωγές είναι σε αυτοκίνητα, σε φορτηγά, σε σιδηροδρομικό υλικό, σε ανταλλακτικά αυτοκινήτων, σε σίδηρο, σε χάλυβα, σε ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, σε χρυσό και πολύτιμα μέταλλα, σε πλαστικά και σε καύσιμα, όπως φαίνεται και στο ακόλουθο γράφημα. Οι σημαντικότεροι εισαγωγείς Τουρκικών προϊόντων είναι η Γερμανία με $17 δισ., το Ηνωμένο Βασίλειο με $13 δισ., οι ΗΠΑ με $10,5 δισ. και η Ιταλία με $9 δισ.
Η πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας, γνωστή σαν credit rating ή επενδυτική βαθμίδα, βρίσκεται στο Β3 από την Moody’s, στο Β από τη Fitch και στο B+ από τον οίκο αξιολόγησης S&P. Από τον Ιούλιο του 2021, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αυξάνει διαρκώς στις αγορές χρυσού, με αποτέλεσμα τα αποθέματα χρυσού να υπερβαίνουν σήμερα τους 570 μετρικούς τόνους.
Η Τουρκία θα πρέπει μέχρι το τέλος του 2023 να αποπληρώσει κρατικά δάνεια ύψους $186,3 δισ. Από αυτό το ποσό μόλις τα $16,1 δισ. βρίσκονται σε χέρια τουρκικών τραπεζών και Τούρκων ιδιωτών. Τα υπόλοιπα $170,2 δισ. η Τουρκία τα οφείλει σε επενδυτές από το εξωτερικό. Είναι άγνωστος ο τρόπος με τον οποίον θα αποπληρωθούν οι υποχρεώσεις του Τουρκικού Δημοσίου. Διότι τόσο οι παλαιότερες όσο και η προχθεσινή ανακοίνωση «ενίσχυσης» της Τουρκικής οικονομίας δεν αφορά ούτε νέες πιστωτικές γραμμές, ούτε διευκολύνσεις αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων δανείων ή των τοκοχρεολυτικών δόσεων.
Η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχει δεχθεί από το 2022 συναλλαγματικά swaps ύψους $30 δισ., καταθέσεις ύψους $5 δισ. από το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και οικονομική βοήθεια ύψους $10 δισ. από το Κατάρ. Επίσης η SOFAZ που είναι η κρατική εταιρεία πετρελαίου του Αζερμπαϊτζάν μετέφερε διαθέσιμα ύψους $1 δισ. στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα και η ρωσική κρατική εταιρεία Rosatom, που κατασκευάζει τον τουρκικό πυρηνικό σταθμό, μετέφερε $5 δισ. στη θυγατρική της που κατέληξαν και αυτά στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα.
Η χθεσινή ανακοίνωση στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αφορά 13 συμφωνίες με συνολική αξία τα $50,7 δισ., που αφορούν επενδύσεις σε τομείς όπως στην ενέργεια, τις μεταφορές, τις υποδομές, τα logistics, το ηλεκτρονικό εμπόριο, τα χρηματοοικονομικά, την υγεία, τα τρόφιμα, τον τουρισμό, τα ακίνητα, τις κατασκευές, την αμυντική βιομηχανία, την τεχνητή νοημοσύνη και στις προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες.
Στόχος του Τουρκικού οικονομικού κατεστημένου δεν είναι άλλο από τη μετατροπή της Τουρκίας σε ένα φθηνό παραγωγικό εργοστάσιο στις παρυφές της Δύσης, των χωρών του Περσικού κόλπου και της Κεντρικής Ασίας. Να γίνει μια «μικρή Κίνα», δίπλα σε μεγάλες αγορές. Η χαμηλή ισοτιμία της Τουρκικής λίρας, μειώνει το κόστος των αρχικών επενδύσεων. Το φθηνό εργατικό δυναμικό, η ανυπαρξία προστασίας των εργαζομένων και η καταπάτηση όλων των διεθνών κανόνων που διέπουν το περιβάλλον, υπόσχονται μεγιστοποίηση κερδών. Ιδιαίτερα σε μια εποχή που στη Δύση τα νέα πρότυπα της επιχειρηματικότητας, οφείλουν να αφήνουν ένα θετικό αποτύπωμα στην κοινωνία. Διότι αυτά, είναι πράγματα ανύπαρκτα στην Τουρκία, αλλά στους σημερινούς βασικούς χρηματοδότες της ανάπτυξης της.
Το ερώτημα βέβαια είναι αν η Τουρκία μπορεί να γίνει μια «μικρή Κίνα» πιο κοντά στη Δύση και στις αραβικές χώρες. Και η απάντηση είναι πως ναι. Τη στιγμή που η Δύση αναζητά τρόπο εξασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας από την Κίνα μέχρι την Ευρώπη, η περίπτωση της Τουρκίας εκμηδενίζει τις αποστάσεις και εξαφανίζει τους κινδύνους των μεταφορών. Ταυτόχρονα η Τουρκία από τη μεριά της ανοίγει ξανά το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο, για τη δημιουργία «ειδικών» εμπορικών και λοιπών σχέσεων.
Όλη αυτή η κίνηση κουμπώνει με την επιθυμία της Δύσης να αποδεσμευτεί και απεξαρτηθεί από τον κινεζικό δράκο. Και η Τουρκία προσφέρει τη λύση μέσω από ενός σχετικά παρόμοιου αναπτυξιακού περιβάλλοντος. Με ένα χαμηλό ηλικιακά εργατικό δυναμικό, με χαμηλό εργατικό κόστος, με ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα και με καταπατημένα ανθρώπινα δικαιώματα, που υπόσχονται μηδενικές κοινωνικές αντιδράσεις.
Τα πετροδολάρια θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε σημαντικό βαθμό προς αυτήν την κατεύθυνση. Ωστόσο, όσο δεν βρίσκεται λύση με τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου Χρέους της Τουρκίας, το μέλλον παραμένει ασαφές. Η ενδεχόμενη προσφυγή στο ΔΝΤ θα αποτελέσει προσωπική ήττα του προέδρου Ερντογάν, λόγω της προηγηθείσας ακραίας ρητορικής του. Όμως η βαρύτητα της σφραγίδας του ΔΝΤ, θα έχει και αυτή την αξία της, στις αναπτυξιακές προοπτικές της Τουρκίας.