Δέχτηκε εφτά σφαίρες κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής εκ των οποίων η μία εκρηκτική στο πρόσωπο. Επιβίωσε και αυτό τα λέει όλα για το τι πάστα άνθρωπος ήταν, για τις αντοχές του, για την θέληση του να επιβιώσει. Ύστερα από τρεις μήνες σε κώμα συνήλθε και έζησε δεκαετίες σε πείσμα των καιρών και των τραυμάτων του, αλλά στα 69 του χρόνια αναχώρησε για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σχόλες. Και σήμερα κατεβαίνει την κλίμακα του παραδείσου, αφού είναι από τους ανθρώπους που δικαιούνται να πουν, «από την κόλαση πέρασα ήδη».
Είναι ο Σπύρος Μελαχροινός στον οποίο ο τίτλος του ήρωα πέφτει λίγος, ανεξαρτήτως αν ο ίδιος δεν επεδίωξε να εξαργυρώσει τα όσα έζησε και τα όσα τον σκότωναν με δόσεις χρόνια ολόκληρα. Η κηδεία του ή καλύτερα η κατευόδωσή, σήμερα στις 11π.μ από τον ιερό ναό Αποστόλου Λουκά στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού.
Ποιος ήταν ο Σπύρος Μελαχροινός; Στις 20 Ιουλίου του 1974 ο Μελαχροινός θα έκλεινε τα 19 του χρόνια. Με την ευκαιρία αυτή, μόλις πριν μερικές μέρες και συγκεκριμένα στις 20 Ιουλίου 2024, ο αδελφός του Γιώργος Μελαχροινός ανήρτησε σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης λίγα λόγια για τον Σπύρο αλλά και για τον αδελφό τους Ανδρόνικο, ο οποίος σκοτώθηκε από όλμο κατά τη διάρκεια μάχης με τους Τούρκους.
Ανάμεσα σε άλλα, στην ανάρτηση του Γιώργου Μελαχροινού καταγράφονται και τα ακόλουθα:
Σάββατο, 20 του Ιούλη. Εισβολή. Επιστράτευση. Πέρασαν οι μέρες… κι ήρθε το μήνυμα: Ο Ανδρόνικος κι ο Σπύρος τραυματίστηκαν. Σοβαρά.
Νοσοκομείο Λευκωσίας. Και οι δύο σε κώμα. Ο ένας με θραύσματα όλμου να τον έχουν θερίσει, κομμένος στα δυο. Ο άλλος, με εφτά σφαίρες, η μια εκρηκτική, στο πρόσωπο.
Δεύτερη φάση της εισβολής. Ο Ανδρόνικος Μελαχροινός κατέληξε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας. Κηδεύτηκε στο χωριό. Δεν έκλαψα στην κηδεία του. Τον αγαπούσα πολύ. Κι αυτός το ίδιο. Δεν έκλαψα. Ήμουν ολόκληρος, ένας θυμός. Ένα καζάνι που έβραζε. Ένα μίσος. Για όλους αυτούς, που προκάλεσαν, που κάλεσαν, που έφεραν, που έκαμαν το κακό.
Ο Σπύρος, συνήλθε από το κώμα. Μέχρι τότε, η δεύτερη φάση της εισβολής, είχε ολοκληρωθεί. Είχαμε φύγει από το χωριό, σε καρότσες, τρακτέρ, φορτηγά, πεζοί… κοντό παντελόνι και σαγιονάρες. Βρεθήκαμε στην Κυπερούντα.
Πήγα στο Νοσοκομείο Λευκωσίας. Είδα τον αδελφό μου, που συνήλθε. Είχε επαφή, αλλά δεν μιλούσε. Είχε γράψει σε κατάθεση την ιστορία του τραυματισμού του. Συγχαρί. Προδοσία από τον Διοικητή, που τους έδωσε εντολή να μείνουν εκεί, να μην πυροβολήσουν («είναι δικοί μας»), πήρε το αυτοκίνητο, κι έφυγε. Σκοτώθηκαν όλοι. Εκτός από τρεις. Βαριά τραυματισμένοι, προσποιήθηκαν τους νεκρούς. Τρεις μέρες στα βουνά.
«Τι σε έκανε να αντέξεις, και να ζήσεις, με εφτά σφαίρες και το πρόσωπο διαλυμένο»; Τον ρώτησα, και του άπλωσα το τετράδιο και ένα στυλό.
Έγραψε μια λέξη. «ΜΑΝΑ».
Σήμερα, επέτειο της εισβολής, είναι τα γενέθλια του. Τότε, ήταν 19 χρόνων… κι έγινε από τότε, ήρωας κι αρχηγός μου.
«Από την κόλαση πέρασα ήδη»
Ο ίδιος ο Σπύρος Μελαχροινός έδωσε τη δική του μαρτυρία η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Λεμεσός», ιστορώντας και τα ακόλουθα:
«Υπηρέτησα στο 12ο Τακτικό Συγκρότημα Κυθρέας και ήμουν οδηγός του Διοικητή. Ο πόλεμος ξεκίνησε Σάββατο και γύρω μας υπήρχαν αρκετά τουρκοκυπριακά χωριά τα οποία και κατακτήσαμε. Την Δευτέρα το απόγευμα φτάσαμε στο μισό Τζιάος και τότε έγινε η εκεχειρία. Τετάρτη πρωί πήγαμε με τον Διοικητή να δούμε ένα λόχο κάπου προς το Συγχαρί, όπου εκεί έδωσε θέσεις μάχης και ήμασταν έτοιμοι να επιστρέψουμε. Τότε είδαμε 3 – 4 λεωφορεία της Λάμπουσας με στρατιώτες. Υπήρξε έντονη συζήτηση μεταξύ μας, ως προς το εάν είναι Τούρκοι ή Ελληνοκύπριοι στο λεωφορείο. Όταν πλησίασαν, ο Διοικητής έστειλε 2-3 στρατιώτες για να επιβεβαιώσουν την εθνικότητά τους και τότε τους σκότωσαν, οπότε άρχισε μια πολύωρη μάχη. Ο Διοικητής πήρε μόνος του το αυτοκίνητο για να φέρει βοήθεια. Αυτή η βοήθεια δεν έφτασε ποτέ…
Η συγκεκριμένη μάχη που έδωσα, ήταν μαζί με το «προδομένο τάγμα 361». Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκα σοβαρά και στα δυο μου πόδια, στα χέρια και στο πρόσωπο. Μαζί μου είχαν μείνει μόνο πέντε ζωντανοί στρατιώτες και η βοήθεια που τόσο περιμέναμε δεν ερχόταν, έτσι αποφασίσαμε να σπάσουμε τον κλοιό, αφού 200 Τούρκοι μέσα σε 20 λεπτά μας είχαν περικυκλώσει. Μαζί με τον ανθυπολοχαγό και τους άλλους τρεις στρατιώτες ξεκινήσαμε για να φύγουμε. Ο ανθυπολοχαγός σηκώθηκε από το έδαφος για να περάσει στον απέναντι δρόμο και τον πυροβόλησαν. Τότε, ανασήκωσα το κεφάλι για να τους δω και με πυροβόλησαν στο σαγόνι όπου τραυματίστηκα πολύ σοβαρά. Τότε ο ένας άρχισε να κλαίει και πέταξε το όπλο και οι Τούρκοι τον σκότωσαν, ενώ τον τελευταίο τον συνέλαβαν. Εμένα, με πλησίασαν, είδαν ότι βρισκόμουν σε πολύ άσχημη κατάσταση, με πυροβόλησαν στο στήθος και έφυγαν.
Μετά από 10 λεπτά αφότου έφυγαν, βρήκα τη δύναμη και σηκώθηκα. Περπάτησα για λίγη ώρα και βρήκα καταφύγιο σε ένα μεταλλείο, όπου συνάντησα δύο Ελληνοκύπριους χτυπημένους στρατιώτες, ο ένας στο στήθος και ο άλλος πολύ άσχημα στο πόδι. Δεν μπορούσα να μιλήσω και τότε βρήκα στη τσέπη μου στυλό και χαρτί, τους έγραψα ότι ήμουν διψασμένος. Βρήκαν ένα παγούρι με νερό μέσα στο μεταλλείο, έβαζα να πιώ και το νερό χυνόταν πάνω μου, ξαναέβαζα και πάλι το ίδιο. Τότε συνειδητοποίησα πως δεν είχα σαγόνι.
Την Πέμπτη και την Παρασκευή τις πέρασα μέσα στο μεταλλείο με απίστευτη αιμορραγία και κατάλαβα πως εάν έμενα εκεί δεν θα έμενα ζωντανός για πολύ. Τότε κλήθηκα να πάρω απόφαση για ένα σοβαρό δίλημμα. Εάν έμενα στην ασφάλεια του μεταλλείου θα πέθαινα από αιμορραγία, από την άλλη εάν έβγαινα έξω θα έψαχνα για βοήθεια με κίνδυνο να με ανακαλύψουν και να με σκοτώσουν. Αποφασισμένος για την ηρωική μου έξοδο, έγραψα στο χαρτί πως μόλις βρω βοήθεια θα στείλω στους δύο τραυματισμένους στρατιώτες για να σωθούν.
Κάθε πέντε βήματα έπεφτα ξανά και ξανά, γιατί είχε καταρρεύσει ο οργανισμός μου, ώσπου είδα στρατιώτες των οποίων την εθνικότητα δεν διέκρινα. Έτσι κλήθηκα να πάρω απόφαση στο δεύτερο μεγάλο δίλημμα. Να γνέψω ή όχι στο αυτοκίνητο. Όπως και να έχει ήμουν χαμένος, είτε θα πέθαινα από αιμορραγία μόνος ή θα με σκότωναν σε περίπτωση που ήταν Τούρκοι. Αποφάσισα να τους γνέψω, όμως για καλή μου τύχη ήταν Ελληνοκύπριοι. Με ανέβασαν σε ένα γαϊδούρι και με οδήγησαν στο κοντινότερο χωριό. Ακολούθως με έβαλαν σε ένα διπλοκάμπινο ανάμεσα από δύο σακούλες άχυρο και με πήγαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πρόλαβα να γράψω σε ένα χαρτί ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ – 19 ΧΡΟΝΩΝ – ΑΡΓΑΚΙ ΜΟΡΦΟΥ και μετά λιποθύμησα. Συνήλθα μετά από τρεις μήνες αφού έπεσα σε κώμα. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, το αγαπημένο μου χωριό είχε πια χαθεί, ξύπνησα ως πρόσφυγας με μόνη μου περιουσία την οικογένειά μου που με περίμενε όλους αυτούς τους μήνες προσευχόμενοι όπως επιζήσω».
Ο Σπύρος Μελαχροινός απέκτησε πέντε κόρες και δύο πανέμορφα εγγόνια.
*Τις φωτογραφίες του Σπύρου Μελαχροινού επεξεργάστηκε για το philenews ο ερευνητής Οδυσσέας Χρίστου
ΠΗΓΗ: Φιλελεύθερος