Εκείνα τα λογοτεχνικά …αριστουργήματα, με τους άντρες που ήταν πάντα πολίτες του κόσμου, ψηλοί, με αγαλματένια κορμιά, γαλανομάτηδες, με πιγούνια που έκαναν θελήματα (τι άλλο μπορεί να κάνει ένα θεληματικό πιγούνι;) και με τις γυναίκες που ήταν απλώς ...αιθέριες υπάρξεις, με εκφραστικό βλέμμα, πρόσωπο φεγγάρι και μαλλιά που άστραφταν στις ηλιαχτίδες. «Τρίχες», που λέει κι ο πεθερός μου...
Αν έμενα στα λόγια και στη συνολική «ιστόρια ντε ουν αμόρ», το φινάλε της οποίας ζήσαμε με την αποχαιρετιστήρια δήλωση του Μέρμηγκα Βαλβέρδε, θα έπρεπε τώρα να ακολουθώ τη συνήθη τακτική μου: να γράφω για έναν ψηλό (προς το κοντό) άντρα, με αγαλματένιο κορμί οικονομικό σε μάρμαρο, ξανθά μαλλιά λουσμένα σε μαύρο χρωμοσαμπουάν, γαλάζια μάτια με καστανούς φακούς επαφής, πολίτες του κόσμου, πολίτες του απόκοσμου, θεληματικά ...προγούλια και πολλές, μα πάρα πολλές τρίχες. Ωστόσο...
Ωστόσο, όλη αυτή η «ιστόρια ντε ουν αμόρ» είχε κάτι διαφορετικό να πει. Κι όχι μόνο επειδή ήταν μια ωραία ιστορία με δύσκολο τέλος, αντίθετα με τις ιστορίες των «Άρλεκιν» όπου στο τέλος το θεληματικό πιγούνι έχωνε τη γλώσσα του στο στόμα της αιθέριας ύπαρξης, εκείνη «ένιωθε βαθιά μέσα της τον πόθο» του κατόχου του πιγουνιού (μεταξύ μας, τον κρόταλο ένιωθε, αλλά πώς να το γράψει η Βίπερ Νόρα;) και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο στο gazzetta.gr