Εκείνα τα χρόνια, δεν είχαμε πολλά παιχνίδια και συχνά παίζαμε τα ...τσιγκάκια*. Μέχρι που εμφανίστηκε στη γειτονιά ο Ντένης...
[* τα τσιγκάκια ήταν ένα -εκ του μηδενός και εκ της παιδικής φαντασίας δημιουργηθέν- παιχνίδι της εποχής. Παίρναμε τα καπάκια από τις μπίρες φιξ, τις κοκακόλες και τις ...σπρέιτ (έτσι νομίζαμε πως λέγονται οι σπράιτ, εκ του -φσσσστττ- σπρέι), τα βάζαμε σε σειρά εκκίνησης σε μια λεία (αν υποθέσουμε πως είχαμε τέτοια) επιφάνεια και μετά τα σπρώχναμε με σφεντόνα τα δάχτυλα σε μια συγκεκριμένη διαδρομή, ως δρομείς, μέχρι να κόψουμε το νήμα. Όποιος έβγαινε εκτός διαδρομής, είτε έχανε είτε γύριζε στην αρχή, ενώ ο νικητής απλώς έχανε το χρόνο του, σε μια …σπάνια παιδική εμπειρία].
Παίζαμε τα τσιγκάκια μέχρι που ήρθε ο Ντένης. Οδυσσέα τον λέγανε τον παππού του κι έμενε δίπλα στο σπίτι του Πέτρου της Κουφής, όμως ο πατέρας του, ο δικός μας Νικ δε Γκρικ, είχε μεταναστεύσει πολύ νέος στη Νέα Υόρκη, όπου δούλεψε στην αρχή πιατάς σε πιτσαρία και μετά άνοιξε δική του. Όταν κουράστηκε και πίστεψε πως είχε κονομήσει, γύρισε πίσω στη μαμά πατρίδα κι έφερε μαζί και τον γιο του, τον Ντένη, που ήταν περίπου 20 χρονών τότε (είχε και μια μικρότερη αδερφή, την Τζέλα -εκ του Αγγελική- αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Τον Ντένη εμείς τον φωνάζαμε «Αμερικάνο», ενώ είμαι σίγουρος πως της ίδιας -εν πολλοίς ρατσιστικής- αντιμετώπισης τύγχανε και στο Αμέρικα, ως «Έλληνας».
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο στο gazzetta.gr