«Πρέπει να βρούμε μια κοινή γραμμή και πρέπει να την βρούμε την Τρίτη. Εργαζόμαστε με μεγάλη πίεση γι' αυτό. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε, αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι η Ελλάδα να επανέλθει σε ένα δρόμο και να αλλάξει την οικονομία της, ώστε να ξαναγίνει ανταγωνιστική» επισήμανε ο κ. Σόιμπλε, μιλώντας το βράδυ της Κυριακής στο πρώτο γερμανικό κρατικό δίκτυο, ARD.

Ο Γερμανός πολιτικός επανέλαβε ότι «η χώρα πρέπει όχι μόνο να αποφασίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις -η ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό κοινοβούλιο μόλις έλαβαν μεγάλες αποφάσεις-, αλλά και να τις εφαρμόσει» και παραδέχθηκε ότι «αυτό είναι δύσκολο, διότι δεν το έχει συνηθίσει η χώρα».

Υπογράμμισε ωστόσο ότι οι εταίροι της Ελλάδας δεν μπορούν να παραιτηθούν από αυτό και πρόσθεσε: «Τότε όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα βοηθούσαν. Αυτά τα προβλήματα πρέπει να λυθούν στην Ελλάδα και γι' αυτό χρειάζεται η Ελλάδα χρόνο. Και αυτό θα το καταφέρουμε».

Ερωτηθείς σχετικά με το ενδεχόμενο νέου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επισήμανε ότι το πρόβλημα δεν το έχει μόνο η Γερμανία, αλλά όλες χώρες της ευρωζώνης. «Το γνωρίζουμε όλοι, το γνωρίζει και η κυρία Λαγκάρντ, ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία των κρατών-μελών, δεν μπορείς ταυτόχρονα να δίνεις δάνεια, να αναλαμβάνεις εγγυήσεις και για τα δάνεια που έδωσες να κάνεις "κούρεμα". Αυτό αποκλείεται. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που είναι ο κύριος δανειστής, το αποκλείει κατηγορηματικά» δήλωσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και αναφέρθηκε για μια ακόμη φορά στην ανάγκη η Ελλάδα να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις.

«Η Ελλάδα έκανε τώρα σημαντικά βήματα. Αποφάσισε τις μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί. Αποφάσισε να οικοδομήσει έναν αποτελεσματικό φορολογικό μηχανισμό, αλλά ακόμη αυτός δεν λειτουργεί. Αυτό δεν γίνεται εν μία νυκτί, πρέπει να οικοδομηθεί βήμα βήμα» τόνισε και, αναφερόμενος στον Γερμανό Επίτροπο Γκίντερ Έτνγκερ, ο οποίος δεν απέκλεισε ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης, σημείωσε: «Εδώ μπορεί να κάνει πολλά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν αρχίσει να δίνει συνεντεύξεις. Θα έπρεπε να διαμορφώσει τη βοήθειά της, ώστε να είναι αποτελεσματική. Έχουμε πολλά χρήματα για την Ελλάδα, αλλά δεν χρησιμοποιούνται αποδοτικά».

Σε ό,τι αφορά την πιθανότητα η Ελλάδα να χρειαστεί και τρίτο πακέτο βοήθειας, όπως δήλωσε το μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, Γεργκ Άσμουσεν, ο κ. Σόιμπλε διευκρίνισε ότι χρειάζονται επιπλέον χρήματα, για να κλείσει ένα χρηματοδοτικό κενό.

«Ήδη, την περασμένη εβδομάδα διαπιστώσαμε ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να πετύχει ως το τέλος 2014 το όριο νέου δανεισμού, διότι η κατάσταση επιδεινώθηκε και θα χρειαστεί δύο επιπλέον χρόνια. Αυτό κοστίζει περισσότερα χρήματα. Πρόκειται για το χρηματοδοτικό κενό των 14 δισεκατομμυρίων ευρώ, για το οποίο πρέπει να βρούμε μια λύση» δήλωσε, για να προσθέσει ότι παραμένει το άλλο πρόβλημα, ότι η Ελλάδα πρέπει ως το 2020 ή το 2022 να φέρει το συνολικό της χρέος σε επίπεδο που θα της δώσει τη δυνατότητα να επιστρέψει στις αγορές.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικώς με το πόσο θα κοστίσει στην Γερμανία η διάσωση της Ελλάδας και το εάν, όπως υποστηρίζει η αντιπολίτευση, η κυβέρνηση Μέρκελ δεν λέει την αλήθεια στους πολίτες, ο Χριστιανοδημοκράτης πολιτικός παραδέχθηκε ότι «δεν γνωρίζει κανείς ακριβώς πόσο θα κοστίσει και ποτέ δεν είπαμε ότι δεν κοστίζει τίποτα», για να καταλήξει: «Το σημαντικό είναι ότι πρέπει να αναγκάσουμε την Ελλάδα να κάνει τα απαραίτητα. Η αιτία του προβλήματος βρίσκεται στην Ελλάδα. Οι προσπάθειες που ζητούνται από την Ελλάδα είναι επώδυνες, σκληρές και υπάρχουν και διαμαρτυρίες. Η Ελλάδα όμως δεν μπορεί να αποφύγει να γίνει ανταγωνιστική μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».

Τι λέει ο Ρέγκλινγκ για το «κούρεμα»

Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να πραγματοποιηθεί αναδιάρθρωση του χρέους, τονίζει ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του, που δημοσιεύεται στο φύλλο της Δευτέρας της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας «Handelsblatt».

Ο κ. Ρέγκλινγκ επισημαίνει ακόμη ότι στις περιπτώσεις «κουρέματος» χρέους κατά το παρελθόν, υπήρχε «κατανομή των βαρών μεταξύ των ιδιωτών και των δημοσίων πιστωτών, με τους ιδιώτες να παραιτούνται από ένα μέρος των απαιτήσεών τους και το δημόσιο τομέα να χορηγεί νέα δάνεια με συμφέροντες όρους» και προσθέτει ότι έτσι συνέβη τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ασία και έτσι το εφαρμόζει τώρα και η ευρωζώνη.

Σημειώνει πάντως ότι «η Ελλάδα είναι με διαφορά η δυσκολότερη περίπτωση της ευρωζώνης».

Πηγή: protothema.gr