Επειδή ορισμένες φορές χρειάζεται μία φράση ή λέξη για να περιγράψει ή να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη εποχή, η εμφάνιση του «Θαμνάκια» στην επικαιρότητα είναι λυτρωτική για πολλούς από εμάς που αδυνατούμε για δεκάδες λόγους να γράψουμε με το όνομά τους πολλά από όσα γνωρίζουμε.

Τουλάχιστον για όσους είχαμε σημειώσει ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια το ελληνικό ποδόσφαιρο εξέπεμπε κατά περιόδους βρόμα, στιγματιζόταν από επεισόδια μέσα στα γήπεδα, αλλά έξω απ' αυτά τα περιστατικά ωμής βίας περιορίζονταν στα λιγοστά «ραντεβού» οπαδών για ξύλο, σε ένα εκ των οποίων δολοφονήθηκε ο Φιλόπουλος. Για όσους είχαμε επισημάνει ότι αυτό που άλλαξε τα τελευταία χρόνια είναι ο πολλαπλασιασμός των παντός είδους απειλών πολλά χιλιόμετρα μακριά από γήπεδα. Σε σπίτια, μαγαζιά, αυτοκίνητα, μηχανάκια, παντού.

Η τρομοκρατία μαζί με την ψυχολογική (κυρίως) και τη σωματική βία που εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως «προϊόν» του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και ο φόβος που διαχέεται παντού. Θυμάστε να έχει δώσει συνέντευξη Τύπου κάποιος διαιτητής ή επόπτης από όσους έχουν δεχθεί επίθεση, φραστική ή σωματική, έμμεση ή άμεση; Θυμάστε η ομοσπονδία τους να κατέθεσε κάποιο διάβημα προς την UEFΑ, έστω για να «φωνάξει» το πρόβλημα, για να μάθει όλη η Ευρώπη από τα μέσα ενημέρωσης ότι η Ελλάδα, η οποία «ποδοσφαιρικά» χαρακτηριζόταν το 2004 από την εθνική της ομάδα-θαύμα, επτά χρόνια αργότερα έχει... εξελιχθεί στη χώρα με το ποδόσφαιρο του «Casetagate» και του «Θαμνάκια»;

Οχι βέβαια. Ο φόβος είναι αρχέγονο ένστικτο, πολλές φορές ισχυρότερο και από τον έρωτα. Και όταν ουδείς έχει την παραμικρή εμπιστοσύνη ότι ο λόγος του θύματος θα πιάσει τόπο και οι παντός είδους «Θαμνάκηδες» που κυκλοφορούν και δρουν ανενόχλητοι στο ελληνικό ποδόσφαιρο ενδέχεται να συλληφθούν και να τιμωρηθούν, γιατί να το κάνει αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια, που ανά πάσα στιγμή ανησυχεί για τους δικούς του και την περιουσία του, που για μέρες ζει τσεκάροντας από την κουρτίνα αν η «προστασία» του είναι παρούσα κάτω από το σπίτι του; Μούγκα στη στρούγκα. «Θα ξεχαστεί κι αυτό». Σωστά. Εδώ έχουν ξεχαστεί άλλα κι άλλα. Ομως, τώρα πια, ουδείς θα λησμονήσει αυτή τη μαύρη περίοδο του ελληνικού ποδοσφαίρου, όπου η εικόνα των αμέτρητων κυρίων οι οποίοι τρώνε όλο το φαγητό τους και εμφανίστηκαν μαζικά στα γήπεδα εδραιώθηκε ως η πρωταγωνιστική για το ελληνικό ποδόσφαιρο στην «εποχή του Θαμνάκια».

Υ.Γ. Ζήλεψα αφάνταστα –με την καλή έννοια, που λέει και ο Ψινάκης– τις τελευταίες ημέρες τους δημοσιογράφους που ειδικεύονται στο μπάσκετ. Την αδημονία τους από το μεσημέρι μέχρι την ώρα των αγώνων, τις αναλύσεις για τα πλάνα των προπονητών (μέχρι και για το πόσες λιγότερες επιθέσεις έπαιρνε ο Ναβάρο στα ματς με τον Παναθηναϊκό, συγκριτικά με τον μέσο όρο του), τις συνεντεύξεις με τους πρωταγωνιστές, τις συζητήσεις τους με τους παίκτες του Ολυμπιακού και του Πεντάστερου, την αγωνία τους για το παιχνίδι.

Και όχι για το αν ο Μπέος κλήθηκε από τον Σιμιτζόγλου να καταθέσει «ανωμοτί» ή ως «ύποπτος». Το πρωτάθλημα είναι υπό διάλυση, αλλά χάρη στους Γιαννακόπουλους και τους Αγγελόπουλους οι πρωταγωνιστές του μπάσκετ δεν προσφέρουν μόνο θέαμα στο κοινό, αλλά και τη δυσεύρετη πλέον για πολλούς απόλαυση στον δημοσιογράφο που σχετίζεται μαζί τους και με το μπάσκετ που έχει «δώσει» τους περισσότερους σούπερ αθλητές και τις περισσότερες σπουδαίες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.s