Λάζαρε, τούτο το κείμενο είναι το πιο ζόρικο. Δεν βγαίνουν οι γραμμές. Τα λόγια. Οι σκέψεις. Να κάθομαι να γράφω για τον “αδερφούλη” μου κι αυτός να έχει φύγει σε ταξίδι. Χωρίς επιστροφή.
Αυτό δεν ήταν αστείο Λάζαρε. Τα αστεία σου όλοι μας τα ψάχναμε, σε προκαλούσαμε να τ' ακούσουμε. Μια πάσα ήθελες, για να αμολούσες ατάκα που “έγραφε”. Κι έσκαγες στα γέλια, μαζί σου κι εμείς που ακούγαμε τον ευρηματικό Μουρκάκο. Τον άρχοντα Μουρκάκο. Αυτόν που δεν ήξερε τι πάει να πει πουστιά. Αυτόν που απεχθανόταν τους γλείφτες και τους τσάτσους. Αυτόν που δίδασκε τι πάει να πει ήθος, αξιοπρέπεια, ανιδιοτέλεια. Καλοσύνη. Ήσουν καλόκαρδος Λάζαρε, ήσουν πάντα ένα μεγάλο μικρό παιδί. Με καρδούλα ευαίσθητη, που δεν άντεξε.
Όταν γνωριστήκαμε για πρώτη φορά, αρχές των 90s, μέσα από το ρεπορτάζ της ΑΕΚ, δεν κάναμε παρέα. “Δεν μιλούσαμε τότε, ήμασταν ...εχθροί” έλεγες πυκνά συχνά κι έβαζες τα γέλια. Ήρθαμε πιο κοντά τη σεζόν του 94-95. Στα ταξίδια της ΑΕΚ στο Τσάμπιονς Λιγκ. Στη Γλασκώβη, όπου έκανες τη μεγάλη πλάκα (τηλεφωνική φάρσα) στο φιλαράκι μας, τον Αντώνη τον Μήτσου. Στη Βιέννη, στην Τεργέστη, στο Άμστερνταμ. Και σιγά σιγά στην Αθήνα. Με τα πρώτα παρολί στοιχήματος που φτιάχναμε όταν κυκλοφόρησαν τα κουπόνια από την Κύπρο. Θυμάμαι σαν χτες, την Μπιλμπάο να στα δίνει, εκεί γύρω στα 1995, ακολουθώντας μια πρόταση που είχα κάνει στην “Αθλητική Ηχώ” τότε, στα πρώτα κείμενα για το στοίχημα. Με τις ...κόντρες μας, όταν ήταν να επιλέξουμε ταινία για σινεμά. “Δεν ξέρεις εσύ από κινηματογράφο, εγώ είμαι σινεφίλ” έλεγες στο τηλέφωνο, γελούσες και διάλεγες ταινία. Με τις αξέχαστες ταβλομαχίες, εκεί λίγο πριν το τέρμα της Πατησίων. Όταν έχανες, ήσουν σκέτη απόλαυση με τα ...καντήλια που κατέβαζες. Όταν κέρδιζες, έσκαγες εκείνο το απίστευτο χαμόγελο, αυτό που σ' έκανε να ξεχωρίζεις. Ναι, Λάρι μου δεν ξεχώριζες για τον όγκο, τα αναθεματισμένα τα κιλά θα μπορούσες να τα χάσεις. Το χαμόγελο ποτέ. Αυτό σε ακολουθεί κι εκεί απάνω ψηλά, είμαι σίγουρος ότι από κει μας χαμογελάς τώρα. Παρέα με τον Κώστα, ξέρεις εσύ...
Άφησες πολλά στη μέση Λάζαρε. Απ' αυτά που λέγαμε να κάνουμε. Να ξαναθυμηθούμε τα παλιά. Τις νυχτερινές εξορμήσεις. Στις 3 γέφυρες της Λιοσίων. Στην Αχαρνών. Στη Θηβών. Στη Συγγρού. Εκείνα τα ωραία χρόνια που όσο κι αν προσπαθούσαμε, ένα μπουκάλι δεν το καταφέρναμε ποτέ. Κι έπαιρνες αμέσως τον Μπάμπη τηλέφωνο: “Έλα από δω, να βοηθήσεις, να μην πάει χαμένο!” Μετά σιγά σιγά τα κόψαμε. Βαρύναμε. Λίγο κρασάκι μονάχα και κοτόπουλο στη “Ρόδα”. Στον Προφήτη Ηλία στον Πειραιά. Στην Καισαριανή. Στο Μοσχάτο. Εκεί που φάγαμε τις προάλλες και προσπαθούσα να σε κάνω να ξεκολλήσεις από τις ανησυχίες σου. Τίποτα, εσύ εκεί. Να στεναχωριέσαι, να αγχώνεσαι, να ξεφυσάς. Γιατί, βρε μπαγασάκο, γιατί;
Δεν πρόλαβες να αγοράσεις εκείνο το λάπτοπ που λέγαμε. Να έχεις και ίντερνετ στο σπίτι. Και να μην τρέχεις απέναντι στο καφέ για να στείλεις κείμενο. Κείμενο διαμάντι. Ζωγράφιζες Λάζαρε στα γραπτά. Χωρίς υπερβολές και ακρότητες, χωρίς εμμονές και εμπάθεια. Κι ας ζοριζόσουν λίγο με τα πλήκτρα, με την τεχνολογία. Την τελευταία φορά, πάντως, που είχες έρθει σπίτι και σου άνοιξα το λάπτοπ να γράψεις σχόλιο για τον Ολυμπιακό, είδα ότι είχες προοδεύσει αρκετά. Μονάχα e-mail δεν έμαθες να στέλνεις. “Έχεις e-mail;” με ρώτησες. “Όσα θέλεις” σου απάντησα. “Βάλτο να φύγει” η εντολή σου.
Σε όλα ήθελες τον χρόνο σου. Δεν βιαζόσουν. Από τη θέση του συνοδηγού, ένα πράγμα σε ενδιέφερε. Να μην “τρέχει” ο οδηγός. Όταν καμιά φορά γκάζωνα στην Πειραιώς, έπαιρνες την κατάσταση στα χέρια σου. “Σου είπα εγώ να τρέξεις; Δεν βιαζόμαστε!” Όχι, δεν βιαζόμαστε Λάζαρέ μου. Μονάχα εσύ βιάστηκες. Και μας άφησες. Καλό σου ταξίδι, “αδερφούλη” μου. Και όσοι σ' αγάπησαν, θα σε θυμούνται και θα σε μνημονεύουν μια ζωή...
Πηγή: contra.gr