Μία συζήτηση που έχει γεμίσει την καθημερινότητά μας με κάμερες, νόμους που δίνουν υπερεξουσίες στις αστυνομικές αρχές και ισχυροποιεί το ιδεολόγημα, σύμφωνα με το οποίο οι ατομικές ελευθερίες πρέπει να περιορίζονται, χάριν της ασφάλειας. Ενα ιδεολόγημα που κρύβει πολλούς κινδύνους και κυρίως ανατρέπει όλες τις κατακτήσεις του νομικού πολιτισμού της ανθρωπότητας. Τώρα, πλέον, θεωρείσαι ένοχος -ή και ύποπτος- μέχρι αποδείξεως του εναντίου, για το οποίο καμία διωκτική αρχή δεν θα πονοκεφαλιάσει ιδιαίτερα.
Κατηγορείσαι ευκολότατα ως τρομοκράτης, με κατασκευασμένες αποδείξεις και μάρτυρες που μπορεί να καταπέσουν ή και όχι -το έχουμε δει και στην ελληνική πραγματικότητα- αλλά αν κατηγορηθείς και μόνο, έχεις στιγματιστεί για πάντα. Οι περίφημες διωκτικές αρχές δεν έχουν φραγμούς. Θυμηθείτε, για παράδειγμα την ιστορία του φοιτητή με τα πράσινα παπούτσια. Ή την περίπτωση της ζαρτινιέρας. Εκτός, όμως από τις κάμερες παρακολούθησης που βρίσκονται τοποθετημένες παντού, τις καταγραφές των τηλεφωνικών και διαδικτυακών επικοινωνιών, τις καταγραφές των τραπεζικών συναλλαγών, ένα ακόμη ζήτημα έχει ανακύψει και είναι πολύ σοβαρό. Αφορά τις βάσεις δεδομένων DNA που διευρύνονται σε όλο τον κόσμο και τις οποίες χειρίζονται ανεξέλεγκτα οι αστυνομικές αρχές. Και σε όλα αυτά, οι πολίτες δεν έχουν καμία δυνατότητα ελέγχου ή παρέμβασης.
Η αναγκαιότητα και η σπουδαιότητα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας νομίζω ότι δεν αμφισβητούνται. Οπως επίσης δεν αμφισβητείται η εκτίμηση ότι η απάντηση στην τρομοκρατία πρέπει να είναι πολιτική, πρωτίστως. Μια τέτοια απάντηση δεν σημαίνει ότι πρέπει να ενισχυθούν οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που στοχεύουν στον περιορισμό των προσωπικών και δημοκρατικών ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας. Κάτι τέτοιο θα ενδυναμώσει την ατμόσφαιρα του φόβου που πολλοί θα ήθελαν να δουν να τυλίγει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ροκανίζοντας τη δημοκρατία και ανοίγοντας τον δρόμο σε «ολοκληρωτικές» απειλές ή καθεστώτα. Και όχι μόνον αυτό. Τον φόβο -όχι μόνο της τρομοκρατίας- μπορούν να τον εμπορεύονται οι κυβερνήσεις και με τη βοήθεια των δυνάμεων καταστολής που δημιουργήθηκαν και ενισχύθηκαν για να αντιμετωπιστεί η τρομοκρατία είναι σε θέση να επιβάλουν συγκεκριμένες και στοχευμένες πολιτικές. Κάθε σύγχρονο κράτος, που προσποιείται ότι υπερασπίζεται την ύπαρξή του εναντίον ατόμων ή ομάδων που αμφισβητούν τη νομιμότητά του, φτάνει να χρησιμοποιήσει, για να τους αντιταχθεί, τις πιο δοκιμασμένες μεθόδους της ιστορικής μαφίας, και να τους επιβάλει μία επιλογή: τρομοκρατία ή προστασία του κράτους.
Η χρησιμότητα του φόβου
Η πολιτική απάντηση στην απειλή της τρομοκρατίας όμως, προϋποθέτει έναν ευρύ, τίμιο και χωρίς προσχήματα διάλογο για τα αίτια που γεννούν την τρομοκρατική απειλή. Ο εντοπισμός των αιτίων που γεννούν την τρομοκρατία είναι πολύ σπουδαιότερος από τη «στρατιωτική» αντιμετώπισή της, αφού η ρίζα του κακού βρίσκεται στις αιτίες. Η τρομοκρατία ή ακόμη και η αναταραχή, η πολιτική αναστάτωση, παίζουν τον ρόλο του «μπαμπούλα» που η κάθε εξουσία χρησιμοποιεί για να φοβίζει τους πολίτες.
Και ο φοβισμένος πολίτης συντηρητικοποιείται και μπορεί να δεχτεί πολλά, ακόμη και πολιτικές ή πολιτικούς που περιορίζουν την ελευθερία και τη δημοκρατία, όπως έγινε στην Αμερική και επί Κλίντον που μετά το χτύπημα στην Οκλαχόμα προώθησε την ψήφιση του αντιτρομοκρατικού νόμου, που επί Μπους έγινε πολύ σκληρότερος. Και όπως συμβαίνει με όλες τις αμερικανικές συνταγές, παγκοσμιοποιήθηκε με γοργό ρυθμό, όπως έδειξε η δημοσιοποίηση των χωρών που έπαιρναν μέρος στα βασανιστήρια που διενεργούσε η CIA, στο όνομα καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Με αυτές τις μεθόδους επιτυγχάνεται ο περιορισμός των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και η καταπίεση -ποινικοποίηση- οιασδήποτε μορφής αντίθεσης στην κυρίαρχη ιδεολογία. «Οποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Ο αυταρχισμός επιβάλλεται ευκολότερα με τον φόβο και οι περισσότερες κυβερνήσεις, προκειμένου να επιβάλουν τις οικονομικές τους επιλογές, δεν διστάζουν να τον καλλιεργήσουν. Αν, λοιπόν, δεν αντιδράσει κάποιος τώρα, αύριο θα είναι αργά. Θα έχει ποινικοποιηθεί και η πρόθεση διαφωνίας ή ακόμη αποτελεσματικότερα, η ίδια η σκέψη.
Μέτρα κατά της διαφθοράς
Πριν από μία εβδομάδα περίπου, η ελβετική Βουλή ψήφισε νόμο με βάση τον οποίο όλες οι διεθνείς αθλητικές ομοσπονδίες που έχουν την έδρα τους στο ελβετικό έδαφος, είναι πλέον υποχρεωμένες να παρέχουν όλα τα στοιχεία που θα τους ζητηθούν, από τις αρμόδιες αρχές φορολογικού ελέγχου. Επίσης, όλες οι τράπεζες στο ελβετικό έδαφος θα είναι υποχρεωμένες να ελεγχουν την προέλευση των χρημάτων που καταθέτουν σε αυτές οι αθλητικες ομοσπονδίες. Ο νόμος αυτός εγινε στο πλαίσιο καταπολέμησης της διαφθοράς και έχει σαν κύριο στόχο τη ΦΙΦΑ η οποία απασχολεί το 22% του συνόλου των υπαλλήλων των διεθνών αθλητικών ομοσπονδιών. Επίσης, με το νομοσχέδιο αλλάζει και η νομική κατάσταση της ΦΙΦΑ που από μη κερδοσκοπικός οργανισμός, θα αντιμετωπίζεται ως ανώνυμη εταιρεία, γεγονός που υπαγορεύθηκε από το ποσό των χρημάτων -αφορολόγητων- που διαχειρίζεται η διεθνής ομοσπονδία και τις αυξανόμενες καταγγελίες για εκτεταμένη διαφθορά στους κόλπους της.
ΠΗΓΗ: sday.gr