Σαράντα χρόνια πίσω. Δικτατορία. Για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, είτε επειδή είχε κάνει κίνημα ο Βασιλεύς, είτε επειδή την επομένη είχε «δημοψήφισμα» από μια ώρα και μετά αργά το βράδυ, απαγορευόταν η κυκλοφορία. Αν ήσουν, βέβαια, στα συν-πλην είκοσι πώς να κάτσεις μέσα; Και που να πας, όμως, αφού όλα είχαν κλείσει; Λύση η χαρτοπαιξία σε κάποιο σπίτι.

Μετά το τέλος της πόκας ο καθείς έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής για το δικό του. Μικρές αποστάσεις των εκατό-διακοσίων μέτρων, αφού όλοι της ίδιας γειτονιάς ήμασταν. Αλλά ο φόβος, φόβος. Όχι γιατί επρόκειτο για κάποια αντιστασιακή πράξη, αλλά η ταλαιπωρία αν προέκυπτε το απρόοπτο ήταν βεβαία. Προσαγωγή στο οικείο αστυνομικό τμήμα, σφαλιάρες και τι «γύρευες τέτοια ώρα έξω ρε τσογλάνι, με ποιους ήσουν και τι έκανες».

Επιστρέφοντας, λοιπόν, τοίχο-τοίχο μια τέτοια νύχτα με το που στρίβω στη γωνία τρακάρω με κάποιον που ερχόταν αντίστροφα. Αιφνιδιασμός και τρόμος. Μέρι να περάσουν κάποια δευτερόλεπτα και να συνειδητοποιήσεις ότι αυτός που βρίσκεται απέναντι σου είναι ο μπανιστηριτζής της γειτονιάς: «Τι κάνεις ρε μαλάκα τέτοια ώρα έξω; Μου έσπασες τη χολή». Η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Δεν πάνε να λένε ότι θέλουν. Δεν παίρνω χαμπάρι από απαγόρευση της κυκλοφορίας. Έχω ένα σίγουρο και δεν το χάνω με τίποτα» και συνέχισε το δρόμο του με τα ελαφριά, λαστιχένια και αθόρυβα «επαγγελματικά» παπούτσια του.

Αυτή ήταν η πρώτη αφορμή για να προβληματιστώ επί του θέματος. Ο βιτσιόζος, δηλαδή, είναι δέσμιος του πάθους του, μέχρις εσχάτων. Αυτός που έχει νορμάλ, ας την πούμε έτσι, ερωτική συμπεριφορά, μπορεί να την ελέγξει. Αν τύχει να κάνει κάποιο ρεπό, μικρό ή μεγάλο, δεν χάθηκε ο κόσμος. Ο βιτσιόζος δεν ησυχάζει με τίποτα. Μέρα νύχτα το μυαλό του εκεί. Οι οφθαλμολάγνοι εκείνης της εποχής με το που έπεφτε ο ήλιος, ξεκίναγαν άλλοι του Φιλιπάππου κι άλλοι για το Καβούρι. Κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους σε απόσταση αναπνοής από τα ζευγαράκια. Βρέξει-χιονίσει, χειμώνα-καλοκαίρι.

Οι εφαψίες (κολητιριτζίδες δηλαδή) πήγαιναν πάνω-κάτω με τον Ηλεκτρικό τις ώρες αιχμής. Εντόπιζαν τα θύματα τους και επωφελούμενοι του συνωστισμού, επιδίδονταν στις ακόλαστες ενασχολήσεις τους. Να σημειώσουμε, βέβαια, ότι με την πάροδο των χρόνων, τα είδη αυτά είναι προς εξαφάνιση. Σε ότι έχει να κάνει δηλαδή με τις δημόσιες δραστηριότητες τους. Η πρόοδος της τεχνολογίας με τα DVD και τη συνδρομητική τηλεόραση, τους δίνει τη δυνατότητα να επιδίδονται στα σπορ της χήρας με τα πέντε ορφανά κατά μονάς.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στον Στρος Καν. Στο βιογραφικό του έχει άλλες δύο ανάλογες καταγγελίες. Πληροφορίες από το Παρίσι αναφέρουν ότι είχε επιτεθεί και σε μια φίλη, της τότε ανήλικης κόρης του, αλλά το θέμα δεν πήρε δημοσιότητα. Πολλοί άντρες λοιπόν όταν βρίσκονται στο εξωτερικό για δουλειές συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Βρίσκουν την κατάλληλη ευκαιρία για να ξενοπηδήξουν. Είτε να παραγγείλουν μια τρυφερά νέα στο δωμάτιο, είτε να βγουν έξω και να κάνουν την επονομαζόμενη μπουρδελότσαρκα. Για όποιον θεωρεί εαυτόν μερακλή αυτή είναι η νορμάλ διαδικασία. Κι ανάλογη με το τίμημα είναι κι η ποιότητα.

Υπάρχουν όμως κι οι βιτσιόζοι. Σε κάποιον μπορεί να μην αρέσει το εύκολο. Να φτιάχνεται με οτ δύσκολο. Ότι εγώ πηδάω με τον τσαμπουκά μου. Κι όσο αντιστέκεται και φωνάζει η καμαριέρα, τόσο φτιάχνεται περισσότερο. Και στο τέλος τις δίνουμε δύο –τρία μεγάλα χαρτονομίσματα και της ξανακλείνουμε το στόμα. Αν έχεις λοιπόν το κουσούρι, όπως έλεγε κι ο μακαριστός, δεν μπορείς να ησυχάσεις. Θα το κάνεις και το θα ξανακάνεις. Δεν μπορείς να κρατηθείς. Είτε θα το επιδιώξεις και θα το προκαλέσεις, είτε αφορμής δοθείσης θα πέσεις με τα μούτρα και θα κάνεις ντου. Στα βίτσια δεν υπάρχει μέτρο. Μέχρι να πέσεις στη κέντα της φανατικής μουσουλμάνας Οφηλίας, όπως ο Στρος Καν. Κι από τη σουίτα του Σόφιτελ, θα βρεθεί στο κελί το 13, τρία επί τέσσερα.

Όπερ και ηθικό δίδαγμα: χώρες ολόκληρες σαν πρόεδρος του ΔΝΤ μπορείς να πηδάς και με το αζημίωτο. Στις καμαριέρες, οφείλεις να είσαι προσεκτικός.

Πηγή: sport24.gr