Όπως κάθε Τρίτη, έτσι κι αυτή, η στήλη προσφέρει ακόμα μια ευκαιρία για χαλάρωση από το κλίμα έντασης που επικρατεί στον ελληνικό αθλητισμό, με μια νέα ρετρό ιστορία. Άκρως ποδοσφαιρική αυτή τη φορά, από τη γνωστή παλιοπαρέα των έιτις…

Παίζαμε μπάλα στο πλακόστρωτο της πλατείας, έξω από την εκκλησία, με ένα χιλιομανταρισμένο τόπι που όλο σκιζόταν στις ραφές κι όλο μας το μαντάριζε ο Μαστρομανέλος, με μια σακοράφα κι ένα χοντρό σπάγκο που είχε στο γκαράζι για να ράβει την κοιλιά του αρνιού το Πάσχα. «Σας έβαλα από τον καλό το σπάγκο. Αθάνατο πράμα. Για να μην ξανάρχεστε κάθε τρεις και λίγο να σας τη ράβω...».

Ξαναπηγαίναμε...

Κάθε τρεις και λίγο, κάθε δύο και λίγο, κάθε λίγο και λιγάκι. Όλο σκιζόταν, όλα τη χειρουργούσε ο Μαστρομανέλος κι όλο παίρναμε μέτρα για τη σωτηρία της, σαν αυτά που παίρνει κάθε τόσο η Πολιτεία για τη βία. Στην αρχή απαγορέψαμε το παιχνίδι με σκαρπίνια. Μετά απαγορέψαμε τα σουτ με το μίτο του παπουτσιού. Μετά απαγορέψαμε τα δυνατά σουτ. Στο τέλος θα απαγορεύαμε και το άγγιγμα της μπάλας, αλλά έδωσε τη λύση ο Πέτρος της Κουφής, μετά από ένα ...ατύχημα. Το ατύχημα το κρατάω για άλλη ρετρό ιστορία. Το αποτέλεσμά του ήταν να μας αγοράσει ο Πέτρος μια καινούργια μπάλα, τσίλικη.

Όλο κουφά έκανε ο Πέτρος της Κουφής...

Αυτή η μπάλα, η καινούργια, είχε καταλήξει μετά από ένα δυνατό σουτ του Φώτη (με το μίτο και με σκαρπίνι), πάνω σ΄ έναν μεγάλο πεύκο. Πάντα ήταν πρόβλημα αυτό. Κανείς δεν ήθελε να ανέβει στον πεύκο να την κατεβάσει. Ο Γιάννης ο Μορφονιός, που παλιά τον έλεγαν Κεβόρκ και μετά τον βάφτισε Πέτρο ο Πέτρος της Κουφής, έλεγε «δεν ανεβαίνω γιατί ζαλίζομαι». Εγώ δεν ανέβαινα γιατί ήμουν -και είμαι- αλλεργικός στις κάμπιες και τη γύρη (αλήθεια, δυο φορές έχω φτάσει στο παρατσάκ στο νοσοκομείο με αλλεργικό σοκ). Ο Δεμπασκαλάς δεν ανέβαινε γιατί είχε το απόλυτο επιχείρημα όταν του ζητούσαμε να σκαρφαλώσει: «Δεν πας καλά». Ο Φώτης, παρότι αυτός έκανε συνήθως την πατάτα σουτάροντας με όλη του τη δύναμη με τα σκαρπίνια (πάντα ντυμένος γαμπρός!), απαντούσε με ερώτηση όταν όλοι του δείχναμε τον πεύκο για να διορθώσει τη γκάφα του: «Και τι είμαι εγώ να κάνω πάλι τον Ταρζάν;».