Γράφει ο Βασίλης Σαμπράκος...
Για την ακρίβεια έχουμε μπει εδώ και καιρό στην εποχή που ο πρόεδρος της ΕΠΟ κυκλοφορεί με αστυνομική συνοδεία και προσέχει τις διαδρομές του στην Αθήνα. Και γιατί να μας εκπλήσσει αυτό, όταν εδώ και μήνες γνωρίζουμε ότι διαιτητές και άλλοι εργαζόμενοι του ποδοσφαίρου έχουν καιρό τώρα βγάλει άδεια οπλοφορίας ή έχουν προσλάβει σωματοφύλακες. Υπάρχει κανείς ανάμεσά μας που δεν καταλαβαίνει ότι οι Ελληνες, εκτός από όλα τα άλλα, αυτή την εποχή έχουμε βαλθεί να σκοτώσουμε το ποδόσφαιρο;
Κανείς φτάνει να αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να μη λειτουργεί το κράτος, δηλαδή να μη λειτουργούν οι αρχές ούτε σε αυτά τα προφανή. Δηλαδή πώς γίνεται να φτάνει ακόμη και αυτός ο πρόεδρος της ΕΠΟ να αισθάνεται ότι κινδυνεύει, ότι απειλείται η ζωή του, ότι μπορεί να βρεθεί εκτεθειμένος σε μεγάλο κίνδυνο, ότι μπορεί να τον χτυπήσουν πισώπλατα, να τον φάνε μπαμπέσικα, να τον καθαρίσουν. Αν του συμβαίνει αυτό του προέδρου της ΕΠΟ, τι συμβαίνει στους απλούς εργαζόμενους του ποδοσφαίρου;
Η πόλη της μπάλας μοιάζει πολύ με το κέντρο της Αθήνας. Οι κάτοικοί της είναι παντελώς εκτεθειμένοι στον κίνδυνο. Φοβούνται να κυκλοφορήσουν μόνοι, αποφεύγουν να κυκλοφορούν τη νύχτα, προσλαμβάνουν μπράβους, παίρνουν όπλα και ζητούν προστασία από τους πιο δυνατούς. Και όλα αυτά ακριβώς επειδή το κράτος έχει κλείσει μάτια και αυτιά στα όσα συμβαίνουν. Διότι τα συμφέροντα δεν επιτρέπουν στα μάτια και στα αυτιά να ανοίξουν. Επειδή αν ανοίξουν θα πρέπει να δράσουν και άρα να θίξουν τα συμφέροντα.
Πριν από ενάμιση χρόνο παρέδωσα στους αναγνώστες ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Εκτοτε έχω κουραστεί να διαπιστώνω ότι η πραγματικότητα, στην Ελλάδα, ξεπερνά καθημερινά τη φαντασία. Στον φανταστικό κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου συμβαίνουν πράγματα που δεν έχει συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Κι εγώ ακόμη μένω να αναρωτιέμαι αν ποτέ θα συγκινηθεί αυτό το κήτος που λέγεται ελληνικό κράτος για να ξυπνήσει και να βάλει μια τάξη. Ακούω τόσο καιρό να λένε για τους Ελληνες που κοιμούνταν, που δεν έλεγαν να ξυπνήσουν. Μόνο που εγώ δεκαετίες τώρα νιώθω και αντιλαμβάνομαι ότι είναι το κράτος αυτό που κοιμάται, όχι οι πολίτες του. Για την ακρίβεια είναι το κράτος αυτό που κάνει τον κοιμισμένο, που προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν είναι αρκετό και δεν έχει την επάρκεια για επαγρύπνηση.
Χρόνια πριν ένιωσα τον κίνδυνο, μαζί και την ανάγκη να προστατευτώ από έναν παράνομο του ποδοσφαίρου. Αποτάθηκα προς όλους όσους έπρεπε. Προς τις αρχές. Επειδή σας σέβομαι, φίλοι μου αναγνώστες, γι’ αυτό δεν θα σας γράψω περιγραφικά τι πήρα, αντί της προστασίας που ζήτησα. Φαντάζομαι καταλαβαίνετε...
Είναι τέτοιος ο ξεπεσμός ενός κράτος που δεν μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του, που έχουμε φτάσει στην εποχή που θεωρούμε δεδομένο ότι δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες του. Και καθόμαστε και το ανεχόμαστε, δεκαετίες τώρα, εμείς όλο αυτό. Δίχως να απαιτούμε, ως έχουμε δικαίωμα, την αυτονόητη προστασία.
Δεν έχω ιδέα τι πρόκειται να συμβεί στην περίπτωση του Σοφοκλή Πιλάβιου, δηλαδή αν οι αρχές θα καταφέρουν να τον προστατέψουν. Πιθανόν να τα καταφέρουν, επειδή είναι ο διοικητής του ποδοσφαίρου. Είμαι όμως πολύ βέβαιος ότι όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του ποδοσφαίρου θα νιώθουν καθημερινά τον κίνδυνο να μεγαλώνει και τη ζωή τους να απειλείται. Οι παράνομοι εκμεταλλεύονται τη στιγμή, την αναμπουμπούλα της εποχής, και γίνονται πιο απειλητικοί και πιο θρασείς από ποτέ. Είναι σαφές: το κατάντημα του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν έχει όρια.
Πηγή: Εξέδρα.