Γράφει ο Αλέξης Σπυρόπουλος...

Σαράντα χρόνια μετά, ό,τι άλλο κι αν στο μεταξύ μεγαλώνοντας δει, ακόμη Μπαρτσελόνα θα είναι. Μπαρτσελόνα, και Μέσι. Η σημερινή είναι η επέτειος των 40 ετών, από τη νύχτα που κόλλησα με το ποδόσφαιρο. Αγιαξ, και Κρόιφ. Και μάλλον δεν είναι εντύπωσή μου, είναι η πραγματικότητα, ότι τότε ο Παναθηναϊκός πιο πολύ το είχε παλέψει από ό,τι η Γιουνάιτεντ τώρα...

Ενα επίτευγμα που το κάνει μοναδικό, όχι μόνο ότι έκτοτε δεν είδαμε άλλη ελληνική ομάδα στον τελικό κι από ό,τι φαίνεται «ούτε πρόκειται». Αλλά ότι και να δούμε, αυτή αποκλείεται να παίξει τον τελικό με έντεκα, από την αρχή ως το τέλος, Ελληνες. Το ένα. Και το δεύτερο, έντεκα Ελληνες που δεν ήταν οι καλύτεροι παίκτες αλλά καλοί συμπαίκτες. Υπήρχε ο βασικός άξονας, Οικονομόπουλος στην εστία, Καμάρας στην άμυνα, Ελευθεράκης στο κέντρο, Δομάζος παντού, Αντωνιάδης στην επίθεση.

Αλλά οι γύρω-γύρω που συμπλήρωναν, δεν ήταν καν (ή δεν έγραψαν ιστορία σαν επί σειράν ετών) βασικοί στην Εθνική Ελλάδος. Ορισμένοι, φιναλίστ Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, κι όμως αμφιβάλλω αν έγραψαν έστω μία συμμετοχή στην Εθνική Ελλάδος. Ακόμη και ο Καψής που εν συνεχεία μακροημέρευσε, ένας ρούκι του '71, στην πραγματικότητα πολύ αργότερα έγινε «ο Καψής».

Ο Παναθηναϊκός ήταν ο λόγος για να ψάξει κανείς σπίτι με TV και να δει το ματς. Ο Αγιαξ ήταν ο λόγος για να χαζέψει ο τηλεθεατής. Ο Κρόιφ έκανε φοβερά πράγματα με την μπάλα, αλλά πιο φοβερά ήταν τα πράγματα που έκαναν με την μπάλα ο Γκαρίντσα με τον Πελέ ή ο Μαραντόνα. Η διαφορά τους είναι ότι ο Κρόιφ ήξερε τι έκανε. Οι άλλοι, για να καταλάβουν τι έκαναν, έπρεπε να τα δουν μετά. Στα «επίκαιρα» ή στο βίντεο.

Ο Ολλανδός είχε την πλήρη συναίσθηση και συνείδηση, της κάθε ενέργειας την κάθε στιγμή. Γιατί την είχε σκεφτεί, πριν. Η σκέψη του έγινε η φιλοσοφία του. Των άλλων, ήταν θεία υπόθεση. Του Κρόιφ, ήταν ένα παιχνίδι καλλιεργημένης εις βάθος λογικής. Γι' αυτό έγινε και προπονητής, εξάλλου. Για την ακρίβεια, εξίσου διέπρεψε και ως προπονητής...

Ο Γιάαπ Ντε Χρόοτ της «Ντε Τέλεχρααφ», ένας από τους πρώτους ξένους δημοσιογράφους που (πριν καμιά εικοσιπενταριά χρόνια) γνώρισα, με βεβαίωσε κάποτε πως από όσα αιωρούνται για τον Κρόιφ τίποτα δεν είναι αστικός μύθος. Ολα αληθεύουν. Πράγματι, γεννήθηκε 400 μέτρα μακριά από το «Ντε Μέιρ», το γηπεδάκι (καμία σχέση με τα «Σαν Σίρο» και τα «Μπερναμπέου»...) του Αγιαξ. Πράγματι, η μητέρα του έπλενε τα ρούχα της ομάδας και ήταν η καθαρίστρια στο «Ντε Μέιρ». Πράγματι, ο πατέρας του ήταν ο μανάβης που καθημερινά προμήθευε την ομάδα με λαχανικά και φρούτα. Ηταν εκεί όλο το πακέτο, δηλαδή, για να γίνει μια ιστοριούλα θρύλος.

Δεκαεννέα χρονώ, ο Κρόιφ έπαιζε σε ομάδα που δεν την ήξερε παραέξω κανείς, ένα κάποιον Αγιαξ. Σε ομάδα, που κινδύνευε με υποβιβασμό. Και που γι' αυτό, ακριβώς, έχασε τη δουλειά του ο προπονητής της, ο Βικ Μπάκινγκαμ, ένας Αγγλος που έπειτα δούλεψε στη Φούλαμ αλλά και στον Εθνικό, στην Μπαρτσελόνα αλλά και στον Ολυμπιακό, στη Σεβίλλη αλλά και στη Ρόδο.

Το τέλος του Μπάκινγκαμ ήταν η αρχή του Ρίνους Μίχελς, ενός παλαιού στράικερ του Αγιαξ που στον Αγιαξ βρήκε, τότε, το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιό του ως τεχνικός. Ενάμισι χρόνο μετά, ο (ήδη πρωταθλητής Ολλανδίας) Αγιαξ, περί τα τέλη του '66, έγραψε ένα 5-1 κατά της Λίβερπουλ. Ως και σήμερα, ακόμη εκείνη θεωρείται στο Αμστερνταμ η ημερομηνία αναγγελίας της έλευσης του Αγιαξ στη διεθνή σκηνή...

Χίπις

Ο Κρόιφ, ακριβώς όπως ο Μέσι, ήταν τύποις ο σέντερ φορ σε ομάδα που επί της ουσίας έπαιζε δίχως σέντερ φορ. Ο Αγιαξ, ακριβώς όπως η Μπαρτσελόνα, έκανε την άμυνά του στο μισό (τερέν) του αντιπάλου. Ο Μίχελς, ακριβώς όπως ο Γουαρδιόλα, προϋπήρξε γηγενής ποδοσφαιριστής του κλαμπ. Και ο πυρήνας της ενδεκάδας του Αγιαξ, ακριβώς όπως της Μπαρτσελόνα, στελεχωνόταν με παιδιά από το φυτώριο. Παιδιά της πόλης. Του «ελεύθερου πνεύματος» του Αμστερνταμ.

Ο Κάιζερ, ο Χούλσχοφ, ο Ρεπ, ο Σούουρμπιρ, ο Κρολ, ο Κρόιφ. Ο Σβαρτ, που έφτασε εβδομήντα-φεύγα και ακόμη πηγαίνει και παίζει, σαν... Δομάζος, στους αγώνες των παλαιμάχων. Η εικόνα τους δε, ομορφόπαιδα, αθλητικοί, μακρυμάλληδες, με τις φαβορίτες, κούμπωσε τέλεια με την εποχή τους. Την εποχή των χίπις. Ακόμη και η άσπρη φανέλα με τη χοντρή κόκκινη ρίγα, «έγραφε» επάνω τους. Μπήκε στη μόδα.

Το '65 ο Μίχελς αντιμετώπισε χαοτική οργάνωση, αναλαμβάνοντας. Χειρότερη και από τοπικό-ερασιτεχνικό επίπεδο. Και δεν υπήρχε, στη χώρα, ένα πρότυπο επιτυχίας για να πιαστεί. Να έχει από κάπου να ξεκινήσει. Ο,τι κατάφερε, ήταν ό,τι κατέβασε η πεφωτισμένη κούτρα του. Κυβέρνησε με εξαιρετική σκληρότητα. Ακραία πειθαρχία. Συγκρούστηκε.

Μετά το «Ουέμπλεϊ», έφυγε αμέσως για τη Βαρκελώνη (δύο χρόνια προτού προσηλυτίσει εκεί τον Κρόιφ και τον Νέισκενς) διότι, πολύ απλά, στον Αγιαξ δεν τον χρειάζονταν πια. Δεν είχε κάτι άλλο, να κάνει. Οι απαίδευτοι επαγγελματίες του '65 είχαν γίνει, ο καθένας, ο καλύτερος προπονητής του εαυτού του. Τα ήξεραν όλα, για τη δουλειά τους. Δεν έμενε πράγμα, να το διδαχθούν. Εμενε, μονάχα, να επιβεβαιωθούν. Και να δοξαστούν.

Ο σατράπης περίσσευε. Ανάγκη ήταν, ένας φρέσκος αέρας. Ελευθεριότητας. Εκεί, διαδεχόμενος τον Μίχελς, ο Στέφαν Κόβατς έδειξε παροιμιώδη ευφυία. Κατάλαβε και προσαρμόστηκε. Αντιλήφθηκε πως δουλειά του ήταν να μην ανακατευτεί πουθενά. Και γι' αυτό υμνήθηκε. Επειδή τίποτα δεν έκανε και τίποτα δεν πείραξε! Πήρε πίσω, «εις ανταπόδοσιν», τα επόμενα δύο Πρωταθλητριών.

Πηγή: Εξέδρα.