Πενηντάρηδες, οικογενειάρχες, βρίσκουν εισιτήρια από χορηγούς, ταξιδεύουν με ή χωρίς τις γυναίκες τους και συμφωνούν σε ένα πράγμα: δε θέλουν να ξοδεύουν ούτε ένα ευρώ για ελληνικό ποδόσφαιρο! Τα τριήμερα αυτά τους κοστίζουν με αεροπορικά εισιτήρια, ξενοδοχεία και δώρα πάνω από 1000 ευρώ. Οι τύποι αυτοί είναι κλασσικοί καταναλωτές ποδοσφαίρου: χαίρονται με το θέαμα, θέλουν να νοιώθουν ότι παρακολουθούν από κοντά, δηλαδή συμμετέχουν, σε κάτι σπουδαίο. Νομίζω είναι από την Θεσσαλονίκη, σίγουρα Βορειοελλαδίτες. Αλλά, αν τους πεις για ελληνικό πρωτάθλημα, γελάνε. Βλέπουν κάνα ματς στην τηλεόραση και όχι πάντα. «Μετά τα επεισόδια στο ΠΑΟΚ – ΑΕΚ για το Κύπελλο», μου έλεγε ο ένας από αυτούς, «δεν ήθελα να δω τίποτα».
Για το ελληνικό ποδόσφαιρο ξεκινά ένα μαρτυρικό καλοκαίρι. Οι πιο πολλές ομάδες ζουν με την αγωνία να πουλήσουν κάποιον παίκτη – όλες θέλουν να μειώσουν το κόστος τους μπροστά στα δύσκολα που έρχονται. Το χειρότερο είναι ότι οι πιο πολλές ομάδες δεν καταλαβαίνουν πως έχουν διώξει από τα γήπεδα το κοινό, που σήμερα θα μπορούσε να είναι το μαξιλαράκι της σωτηρίας τους. Απόμειναν οι φανατικοί, αυτοί που ακόμα πιστεύουν πως το γήπεδο είναι χώρος εκτόνωσης: οι υπόλοιποι ολοένα και μειώνονται.
Οι ομάδες αποδίδουν τη σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος στην κρίση. Είναι σίγουρα αυτός ένας λόγος, όμως τον ακούω πιο πολύ ως άλλοθι. Η Ισπανία έχει κρίση και έχει και την καλύτερη ομάδα του κόσμου αυτή τη στιγμή, δηλαδή την Μπαρτσελόνα. Η Πορτογαλία έχει και κρίση και ΔΝΤ και Μνημόνιο και στον τελικό του Γιουρόπα Λίγκ έστειλε δυο ομάδες της, την Πόρτο και την Μπράγκα. Αν η Μπαρτσελόνα αγωνιζόταν στην Αθήνα, στο ΟΑΚΑ δεν θα έπεφτε καρφίτσα: να είστε σίγουροι.
Η Ελλάδα δυσκολεύεται ν αλλάξει, όμως κάποιες μικρές αλλαγές νοοτροπίας ήδη φαίνονται. Σε χώρους όπως το ποδόσφαιρο, που έχουν μεγάλη κοινωνική αναφορά, οι αλλαγές αυτές θα φανούν ακόμα πιο γρήγορα. Η κρίση κάνει τον έλληνα οπαδό πιο απαιτητικό, πιο σοβαρό, πιο συνειδητοποιημένο: κυρίως τον κάνει να μετράει τα χρήματά του και να τα δίνει μόνο για ό,τι αληθινά αξίζει. Στο Λονδίνο τις μέρες του τελικού ήταν πάνω από 500 Ελληνες. Δε μιλάμε ούτε για λεφτάδες, ούτε για Κροίσους: ήταν άνθρωποι που ταξίδεψαν εκεί με τη βεβαιότητα ότι αυτό που θα δουν θα είναι κάτι αληθινά σπουδαίο.
Αν δε γίνει εδώ κάτι απλώς υποφερτό, αυτό που έρχεται είναι το τέλος. Αν ζήσουμε ακόμα μια χρονιά όπου πρωταγωνιστές θα ναι οι μπράβοι, όπου οι τραμπουκισμοί θα θεωρούνται μαγκιά, όπου η ΟΥΕΦΑ θα στέλνει φακέλους για στημένα ματς και οι δικές μας αρχές θα σφυράνε κλέφτικα τα γήπεδα θα αδειάσουν οριστικά. Όχι από την κρίση. Από την αηδία.
Το πρόβλημα είναι σύνθετο, δεν αντιλέγω. Ούτε υπάρχει κάποια μαγική λύση. Όμως, οι παθογένειες είναι ορατές και κατ’ επέκταση αντιμετωπίσιμες. Η πρώτη είναι η βία και πρέπει να φροντίσει, κυρίως, η Πολιτεία να την αντιμετωπίσει. Η δεύτερη πληγή είναι η διαφθορά: η αστυνομία, που εξάρθρωσε σε δυο νύχτες τριάντα συμμορίες μπράβων, αν της ζητηθεί να κάνει την πρέπουσα δουλειά, μπορεί να αναγκάσει σε φυγή από το χώρο κάθε λαμόγιο σε χρόνο ρεκόρ. Πέντε τηλέφωνα αν παρακολουθούσαν θα τους μάζευαν όλους για πλάκα: όλη μέρα στα τηλέφωνα κελαηδάνε. Η τρίτη πληγή είναι το κακό θέαμα και οφείλουν πάνω σε αυτό να προβληματιστούν οι ομάδες: το τι ποδόσφαιρο παίζεις εξαρτάται από σένα που παίζεις κι από κανέναν άλλο.
Τρεις μέρες στο Λονδίνο και διάβασα μια δήλωση όλη κι όλη του προέδρου της Μπαρτσελόνα Σάντρο Ροσέλ: πρόκειται για το ευχαριστώ που είπε σε παίκτες και οπαδούς μετά τη νίκη στον τελικό. Η τέταρτη πληγή είναι ότι οι παράγοντες που υπάρχουν εδώ νομίζουν ότι όποιος πάει στο γήπεδο πάει για αυτούς. Δεν είναι έτσι…
Πηγή: aixmi.gr