Αλλ' ως προς το "ψυχή" και εμείς εδώ και αυτοί εκεί, στο τέλος της ημέρας, συγκλίνουμε σε ένα πράγμα. Στο να νιώθουμε ικανοποιημένοι ότι, άλλη μία φορά, βεβαιωθήκαμε πως η ελληνική είναι μία ομάδα υψηλής επαγγελματικής πιστότητας. High fidelity! Μία ομάδα που αγαπά ό,τι κάνει, και δεν μπαίνει σε λογική να το διαπραγματεύεται. Σε διαδικασία να εκπίπτει. Το λένε κι οι Γραφές, "η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει". Μου το 'δώσε κάποτε γραμμένο, ένας αλησμόνητος δάσκαλος της ζωής που δεν είναι, πιά, στη ζωή. Το 'χω, ακόμη, στο γραφείο μου να το βλέπω την κάθε ημέρα που ξεκινά.
Χάρη σε τούτη την υψηλή πιστότητα, η ελληνική ομάδα μπορεί και υπερκαλύπτει χάντικαπ σαν αυτό, το σύνθετο χάντικαπ, που έβαζαν όλα τα δεδομένα στη Νέα Υόρκη. Το μακρύ ταξίδι στην economy class του αεροπλάνου της γραμμής, το τζετ-λαγκ, το ματς μόλις τρία 24ώρα πριν. Το κυριότερο, τη διαφορά φάσης. Φόρμας. Για τους Ελληνες, ήταν το τελευταίο ματς πριν τις διακοπές του καλοκαιριού. Το Εκουαδόρ πηγαίνει, στην κορύφωση της σεζόν τους, για Κόπα Αμέρικα στον χειμώνα της Αργεντινής. Σ' αυτό, ο κόσμος είναι ξεκάθαρο ότι έπαιξε τον ρόλο του. Ελλάδα-Εκουαδόρ με 2.000 θεατές στο Ολυμπιακό Στάδιο ή στο Καραϊσκάκη, θα ήταν... ταινία "ποιοτικού" κινηματογράφου. Αργόσυρτη, σε φώτα νυσταγμένα και βαριά. Με 40.000 θεατές να μπιζάρουν, Ελλάδα-Εκουαδόρ ήταν (έως) ροκ.
Είχε ένταση στη μονομαχία και στην κόντρα, είχε ολοζώντανο τέμπο, είχε νεύρο. Είχε και...νεύρα, πέντε κίτρινες κάρτες σε (άλλο) φιλικό Εθνικής μου είναι πέρα για πέρα αδύνατον να θυμηθώ. Βγήκε διάθεση, και αγωνιστική συμπεριφορά, που αντιστοιχούσε σε επίσημη αναμέτρηση με διακύβευμα. Χάρηκα την προσήλωση και την εγρήγορση των Ελλήνων σε χώρους/θέσεις/ρόλους. Της, ουσιαστικά, δεύτερης ενδεκάδας των (ήδη δίχως οκτώ, ή όσα τέλος πάντων είναι, στελέχη πρώτης γραμμής) Ελλήνων. Η διαφορά φρεσκάδας και ταχύτητας έγινε ιδιαιτέρως αισθητή, το πόσο ενέτειναν την πίεσή τους αυτοί, στο πρώτο δεκαπεντάλεπτο του β' ημιχρόνου. Τέσσερις μαζεμένες "επιθετικές" αλλαγές όμως, μεσοεπιθετικές για την ακρίβεια, αποκατέστησαν την ισορροπία αμέσως.
Ξεχώρισα τον Κονέ. Ηταν μακράν ό,τι καλύτερο είχαμε, σε ενέργεια και σε επικινδυνότητα για τον αντίπαλο, απ' τους τρεις μπροστά. Αλλά δεν τον ξεχώρισα γι' αυτό. Αυτό ήταν και ευκολάκι, στο κάτω-κάτω, με τέτοιον (αγνώριστο) Λάζαρο. Κι ακόμη πιο εύκολο, με τέτοιον (παντελώς αγνώριστο) Μήτρογλου. Ξεχώρισα τον Κονέ, περισσότερο σαν "αντίδραση". Σαν νοοτροπία, ότι η απόδοση επάνω στο γρασίδι είναι η μοναδική σωστή απάντηση ενός ποδοσφαιριστή που, στο αμέσως προηγούμενο παιγνίδι, υπέστη το κρύο ντους να ξεμείνει, όχι εκτός ενδεκάδος, εκτός δεκαοκτάδος. Ενα ταρακούνημα, όσο να πεις. Απ' το να μεμψιμοιρείς ωστόσο, να μπαίνεις σε νοητικούς δαιδάλους και να κάνεις μες στο κεφάλι το τόσο τόοοοοοοοοσο, απλώς παίξε καλά στο επόμενο. Ο Κονέ ήταν, στην Αμερική, ένα παράδειγμα γι' αυτό.
Ενώ ο Κώστας, τον οποίον δεν έχω πάψει ούτε στιγμή να ευγνωμονώ για τη συνεισφορά του στη διάσωση του ημιθανούς Πανιωνίου, στην Αμερική τι (ήταν σαν να) "έλεγε" στον προπονητή του; Οτι και στο 90' που τον είχε βάλει, αλλαγή του Σαλπιγγίδη, το Σαββατόβραδο με τη Μάλτα (ενώ στις πρώτες προπονήσεις, στη Νέα Σμύρνη, του έδειχνε φανερά πως τον πήγαινε για βασικό) πάλι "πολύ ήταν". Πρακτικά, έπαιζαν δώδεκα και παίζαμε δέκα. Ο Μήτρογλου δεν έμοιαζε, εναντίον του Εκουαδόρ, σαν κανονικός ποδοσφαιριστής σε κανονικό αγώνα. Περισσότερο έμοιαζε σαν ηθοποιός που πρέπει, βάσει σεναρίου, να υποδυθεί τον ποδοσφαιριστή. Και αγωνίζεται, στο γύρισμα, να φανεί πειστικός στον ρόλο...
Πηγή: Contra.gr