Ο Στεφάν Γκιβάρς ήταν "η φανέλλα με το 9" της Εθνικής Γαλλίας το '98, αυτός που ξεκίνησε βασικός σέντερ φορ όταν κατέκτησαν στο Σαν Ντενί το Παγκόσμιο Κύπελλο. Δεν έβαλε ούτ' ένα γκολ στα ματς των "μπλε", καθ' οδόν προς το τρόπαιο. Αλλ' ήταν στη μόδα εκείνο το καλοκαίρι, κι ο Κένι Νταλγκλίς τον αγόρασε για τη Νιουκάσλ. Ρώτησαν, λοιπόν, τον προπονητή του Γκιβάρς' στην Οσέρ, τον απαράμιλλο Γκι Ρου, για τη μετεγγραφή. Ο Ρου είπε μια κουβέντα. "Αν είσαι σέντερ φορ, δεν πας σε ομάδα που έχει σέντερ φορ τον Αλαν Σίρερ". Ο Γκιβάρς πήγε και μετά βίας συμπλήρωσε τον αριθμό των... τεσσάρων συμμετοχών για το κλαμπ, προτού τον ξεφορτωθούν.
Επιμύθιο. Χρειάζεται, και ωφελεί, η συναίσθηση. Να ξέρεις πού πηγαίνεις. Ποιόν έχεις ν' ανταγωνιστείς. Ο Σιαλμάς καλώς, κάλλιστα, έπραξε να πάει στην ΑΕΚ μετά Τζεμπούρ/Μπλάνκο/Σκόκο. Το άφρον θα ήταν εάν πήγαινε στην ΑΕΚ των Τζεμπούρ/Μπλάνκο/Σκόκο. Ισχύει και όταν πρόκειται, όχι ν' ανταγωνιστείς, να διαδεχθείς. Ο πρώτος που θα διαδεχθεί ένα μύθο, κατά πάσα πιθανότητα θα φάει τα απόνερα κατάμουτρα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις συμφέρει, συνήθως, να 'σαι ο... δεύτερος μετά τον μύθο. Το 'παθε, στη χρονιά που έφυγε, ο Ούρκο Πάρδο. Δεν ήταν πολύ καλός, δεν ήταν πολύ κακός, αλλά μονίμως κρινόταν σαν μετα Νικοπολίδης. Και για μεταΝικοπολίδης, όσο να πεις, ξίνιζε. Αυτός εδώ, ο καινούργιος, ξεκινά από καλύτερη θέση.
Ένα υπέρτερο παράδειγμα απόνερων είναι η χρονιά των προπονητών στον ΠΑΟΚ μετά την "εποχή" Φερνάντο Σάντος. Μετά το peak, για την ακρίβεια, της θητείας Φερνάντο Σάντος. Ο καταδικασμένος, εδώ, μας ήλθε ανυποψίαστος πέρυσι από την Ιταλία. Οποιον τεχνικό διευθυντή και να ρωτούσες, θα σου 'λέγε πως ο Μπερέτα ήταν μία καλή λύση απ' τη λίστα με τις φτηνές. Εφυγε στην προετοιμασία. Κι ύστερα, άρχισε μια σκυταλοδρομία στο αγκομαχητό. Απ' τον Δερμιτζάκη στον Χάβο. Ακόμη κι ο ίδιος ο Φερνάντο Σάντος απ' την πλευρά του, παρά την υψηλή εμπειρία του και την περιβόητη (ενδελεχή) "γνώση της ελληνικής πραγματικότητας", είχε τις δικές του δυσκολίες, όχι ακριβώς ευκαταφρόνητες, στο να οδηγήσει την Εθνική απ' τα εννέα χρόνια Ρεχάγκελ στην επόμενη φάση της.
Οπως και να 'χει, η μεταβατική σεζόν του ΠΑΟΚ, με τα καλά της και με τα κακά της, είναι πίσω πιά. Μια σεζόν έως αναπόφευκτη. Σαν hangover. Θυμηθείτε την πρώτη χρονιά του φιλότιμου Ραβούση στην ΑΕΚ, αμέσως μετά τη μεθυστική οκταετία Μπάγεβιτς. 'Η πόσα κεφάλια θυσιάστηκαν την πρώτη μεταΜουρίνιο χρονιά της Πόρτο. Εφαγαν τα απόνερα όσοι τα έφαγαν, τελείωσε αυτό, η προσγείωση επήλθε, έγινε συνείδηση. Πλέον, η βάση εκκίνησης προς την επόμενη φάση επαναπροσδιορίζεται. Στο πεδίο-ΠΑΟΚ, ακούγεται σαν ευτύχημα (και προφανώς αξίζει να δοθεί ένας πόντος στη δουλειά του Παντελή Κωνσταντινίδη ασχέτως αν, αντικειμενικά, δεν μπορεί να έχει θέση-Βρύζα στην καρδιά και στην εκτίμηση των ΠΑΟΚτσήδων) ότι βρήκαν και προσέλαβαν, ακριβώς σε τούτη τη συγκυρία, τον Μπόλονι. Οτι τον έπεισαν, σε στιγμές που αυτός φυσιολογικά θα μπορούσε να έχει βλέψεις σε άλλες "ανοιχτές" θέσεις, και πολύ πιο οικείες. Και ξεκούραστες, π.χ. το πόστο της Εθνικής Ρουμανίας. Βλέπουμε, δα, πώς πήρε ένα τέτοιο πόστο κι ο Νιόπλιας, αυτές τις μέρες. Κι είναι και ο Βαζέχα που επιθυμεί "με τα χίλια" να τον ακολουθήσει...
Ετσι, ο ΠΑΟΚ πρέπει να συνιστά μοναδική πανευρωπαϊκά περίπτωση. Οπου ο πρόεδρος είναι πρωταθλητής Ευρώπης, ο προπονητής είναι πρωταθλητής Ευρώπης, ο τερματοφύλακας είναι πρωταθλητής Ευρώπης, κι άμα έψηναν και τον Βρύζα, θα 'ταν κι ο αντιπρόεδρος, τεχνικός διευθυντής ή ό,τι-τέλος-πάντων-ήθελαν-να-τον-κάνουν, επίσης πρωταθλητής Ευρώπης. Μια καλή πλατφόρμα συνεννόησης και συμβίωσης. Το βασικό είναι ότι ο Μπόλονι ξέρει τη δουλειά, έχει χειριστεί κι έχει χειριστεί καταστάσεις στην επαγγελματική διαδρομή του, αντιλαμβάνεται και προσαρμόζεται. Σ' ένα ρόστερ απ' το οποίο την περίοδο 2010-2011 παρήλασαν καμιά δεκαπενταριά τριάντα-άνω, άρα θέλει το λίφτινγκ του πέραν πάσης αμφιβολίας, η πείρα ζωής του Μπόλονι στο γήπεδο θα μετρήσει για τον ΠΑΟΚ πιο πολύ κι απ' την περί το ποδόσφαιρο συμπυκνωμένη γνώση του.
ΠΗΓΗ: contra.gr