Έχω εγκαταλείψει τις εφημερίδες εδώ και χρόνια.

Έχω δουλέψει σχεδόν σε όλες.

Ήταν ο πρώτος μου έρωτας… μόνο που όπως συμβαίνει με τους πρώτους έρωτες, κάποια στιγμή πήζεις. Τους θυμάσαι πάντα και χαμογελάς τρυφερά, αλλά έχεις πήξει και δεν μπορείς να επιστρέψεις.

Όπως και σεις διαβάζετε τον τελευταίο καιρό, οι εφημερίδες περνούν πολύ δύσκολα. Πουλιούνται, κλείνουν, δεν πληρώνουν κ.λπ.

Αν στεναχωριέμαι;

Φυσικά!

Αν εκπλήσσομαι;

Καθόλου… Θα είχα εκπλαγεί αν συνέβαινε το αντίθετο.

Την αφορμή για να γράψω αυτό το ποστ μού την έδωσε το άρθρο του Νικόλα Βασιλαρά («Μαύρη Μαυρίλα») όπου τα λέει πολύ σωστά.

Το πρώτο γερό κτύπημα στις εφημερίδες το έδωσε η ιδιωτική τηλεόραση, μια και έφερε τις ειδήσεις (όπως τις αντιλαμβανόταν τελοσπάντων) κατευθείαν στο σπίτι και τζάμπα.

Οι εφημεριδάδες αντέδρασαν όπως συνηθίζουν να αντιδρούν οι Έλληνες όταν τους έρθει απροειδοποίητα το πρόβλημα: είτε παριστάνοντας ότι δεν τρέχει τίποτα είτε σπασμωδικά, δηλαδή αυτοσχεδιάζοντας.

Βασικά «συνεργάστηκαν» με το καινούργιο μέσο, αλλά χωρίς να κερδίσουν οι εφημερίδες τίποτα. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα:

Επί τουλάχιστον δύο δεκαετίες η ύλη των κυριακάτικων εφημερίδων ήταν γνωστή ήδη από την Παρασκευή, αφού κάποιες ιδιοφυΐες σκέφτηκαν ότι θα τη διαφημίσουν…βγάζοντάς τη (την ύλη) σε όλα τα κανάλια.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα σε τι βοήθησε αυτό τις εφημερίδες.

Γιατί να πας να την αγοράσεις όταν τα βασικά της θέματα τα είχε ξεσκίσει η τηλεόραση.

Για πείτε μου εσείς... μπας και καταλάβω κι εγώ.

Φυσικά η διαφήμιση έστρεψε το ενδιαφέρον της στην τηλεόραση που είχε πολλαπλάσιο κοινό (βλ. καταναλωτές), με αποτέλεσμα ο έντυπος Τύπος να γίνει ένα πάααααρα πολύ ακριβό σπορ.

Και τι έκαναν οι εκδότες;

Το βρήκατε! Τσι-γκου-νιές.

Τσιγκουνιές στο χαρτί, Τσιγκουνιές στις έγχρωμες και αποκλειστικές φωτογραφίες, αλλά το χειρότερο είναι ότι έφεραν να γράψουν παιδάκια (με τρεις και εξήντα) που δεν είχαν (ούτε και απέκτησαν ποτέ) την ικανότητα (τέχνη) να γράφουν δημοσίως.

Ο Θεός να με κάψει αν ποτέ μου έβαλα τρικλοποδιά σ’ αυτά τα νέα παιδιά. Αντιθέτως, όποιος έχει δουλέψει μαζί μου θα επιβεβαίωσει ότι στάθηκα δίπλα τους και τα υποστήριξα με νύχια και με δόντια, όμως άλλο πράγμα «μαθαίνω» και άλλο πράγμα «έμαθα».

Αυτά τα παιδιά έμαθαν χωρίς ποτέ να μάθουν.

Δημιούργησαν μάλιστα σχολή ανοησίας και α-γραψίας (όπως λέμε ά-μπαλος).

Πριν καλά-καλά γίνουν ρεπόρτερ, έγιναν γραφιάδες.

Το κλισέ ήταν (είναι) το όπλο τους.

Όποιος όμως ξέρει και λίγο από εφημερίδες, θα συμφωνήσει ότι η εφημερίδα έχει ένα και μοναδικό πλεονέκτημα έναντι της εικόνας, της τηλεόρασης:

Την περιγραφή!

Το κείμενο περιγράφει, ενώ η εικόνα δείχνει.

Αν περιγράψεις την εικόνα είσαι ηλίθιος…(ο Σισέ κοντρολάρει την μπάλα με το στήθος… Ρε φίλε, περιγραφή σε τυφλούς κάνεις;) αν γράψεις αυτά που ήδη έχει δείξει (κατ’ επανάληψη) η εικόνα είσαι ΚΑΙ ηλίθιος ΚΑΙ ανίκανος.

Για να γίνω πιο σαφής:

(Χαλαρό παράδειγμα)

«Χθες το απόγευμα συνάντησα τον υπουργό Χ. Πήγα στο υπουργείο και εντελώς αγενώς με άφησε 25 λεπτά να περιμένω στο γραφείο της ιδιαιτέρας του. Ο εκνευρισμός μου ήταν απερίγραπτος, αφού ήξερα ότι με είχε στημένο επειδή μιλούσε στο τηλέφωνο με τη μαμά του. Όταν επιτέλους μπήκα στο γραφείο του δεν είχε καν την ευγένεια να μου ζητήσει έστω τυπικά μια συγγνώμη, αλλά αντιθέτως έτρωγε με βουλιμία ένα πελώριο κλαμπ σάντουιτς…

—Σε κέρασαν κανέναν καφέ; με ρώτησε μασουλώντας.

Τον ρώτησα για το Μεσοπρόθεσμο… Αμέσως το βλέμμα του συννέφιασε… κλπ».

Αυτό το παραπάνω η τηλεόραση ΔΕΝ μπορεί να το κάνει. Τέλος.

Για να το γράψεις όμως πρέπει να έχεις: πρώτον ταλέντο, δεύτερον εμπειρία και τρίτον να μπορείς να στέκεσαι ΠΑΝΩ από το γεγονός κι όχι από κάτω.

Αντ’ αυτού οι «φτηνοί» (χαμηλόμισθοι) νεαροί δημοσιογράφοι έγραφαν:

«Ο υπουργός Χ δήλωσε αποκλειστικά στην εφημερίδα: "Μπλα… μπλα… μπλα…" Ο αναγνώστης έτρωγε στη μάπα μια δήλωση που μέχρι να την τυπώσει η εφημερίδα και πολύ περισσότερο να τη διανείμει, την είχε δει τουλάχιστον δέκα φορές στην τηλεόραση.

Γιατί το επέτρεπαν αυτό οι αρχισυντάκτες τους;

Οι ποιοι;

Οι αρχισυντάκτες τους, λέμε!

Σας παρακαλώ, μη βιάζουμε τις λέξεις…

Ο αρχισυντάκτης στις μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες είναι βασικά δάσκαλος… Όχι τροχονόμος που βρίζει γιατί το κομμάτι είχε 450 λέξεις ενώ εκείνος είχε πει 380…

Έχω σταματήσει εδώ και καιρό να αγοράζω εφημερίδες. Την προπερασμένη Κυριακή αγόρασα μία από τις μεγάλες, τη διάβασα όλη με προσοχή και επαγγελματική διαστροφή μέσα σε είκοσι λεπτά. Όταν την έκλεισα συνειδητοποίησα ότι δεν μου ’χε πει τίποτε απολύτως που να μην ήξερα, που να μην το ’χω δει στην τηλεόραση ή να μην το ’χω διαβάσει στο internet.

Το πραγματικό τέλος των εφημερίδων έκανε την εμφάνισή του όταν κάποιος τρομερός εγκέφαλος σκέφτηκε ότι φορτώνοντας τα έντυπα με DVD θα έλυναν το πρόβλημα. Ποιος θα νοιαζόταν για την ύλη; Ούτε ενός το μυαλό δεν πήγε ότι τα νέα παιδιά δεν έχουν πλέον καν DVD player.

Πάπαλααααααααααααα!

Από την άλλη μεριά η ΕΣΗΕΑ παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην τηλεόραση και τον αργό θάνατο των εντύπων, λες και ήταν παραδείσια πουλιά. Κάθε φορά που πάω να φηφίσω, τρώω τόση πολλή κομματική αηδία, που γυρνάω στο σπίτι μου άρρωστος.

Εκ νέου πάπαλααααααααααααα!

Μαζί με τις πολιτικές, αστυνομικές ειδήσεις, χάθηκαν και οι καλλιτεχνικές, οι κοινωνικές και βέβαια (πολύ περισσότερο από όλες) οι αθλητικές. Οι δημοσιογράφοι γράφουν σαν να είναι κομματόσκυλα, χούλιγκαν ή καψούρηδες με την ατάλαντη σταρλετίτσα με τα ταλαντούχα βυζιά.

Πριν από τρία χρόνια ήρθαν σπίτι μου πέντ’ έξι νεαρά παιδιά φοιτητές, μορφωμένα και με ενδιαφέροντα, γιατί ήθελαν να φτιάξουν ένα project για το πανεπιστήμιο. Ήταν Κυριακή πρωί. Ήρθαν, κάτσαμε, τους έφτιαξα καφέδες, είχα αγοράσει και κρουασανάκια. Από το Σάββατο το βράδυ είχα πάρει (τότε αγόραζα ακόμα) τις κυριακάτικες εφημερίδες και τις είχα ακουμπήσει προσεκτικά-προσεκτικά στον καναπέ, για να τις απολαύσω όταν θα έμενα μόνος. Ξαφνικά κτύπησε το τηλέφωνο και έπρεπε να φύγω επειγόντως για ένα δίωρο.

—Νιώστε σαν το σπίτι σας… Φάτε, πιείτε, διασκεδάστε, χρησιμοποιήστε τον υπολογιστή… Κάντε τελοσπάντων ό,τι σας φωτίσει ο Θεός... Προσπαθήστε μόνο να μη βάλετε φωτιά! Θα είμαι πίσω σε δύο ώρες, τους είπα κι έφυγα τρέχοντας.

Έτσι κι έγινε! Όταν γυρισα είχαν κάνει ακριβώς αυτό που τους είχα πει… Τι δεν είχαν κάνει;

Δεν είχαν ακουμπήσει τις εφημερίδες. Ήταν παρατημένες προσεκτικά-προσεκτικά εκεί που τις είχα αφήσει.

Μιλάμε για εντελώς πάπαλααααααααααααα!

Κλαίμε λοιπόν σήμερα εμείς οι δημοσιογράφοι για τον επιθανάτιο ρόγχο των εφημερίδων, αλλά το απολύτως σίγουρο είναι ότι θα ξανακλάψουμε πολύ σύντομα και γοερά για τον βίαιο θάνατο των καναλιών.

Μα δεν έχει προσέξει ούτε ένας ότι παρ’ όλα όσα έγιναν στην Αίγυπτο, την Τυνησία, τη Λιβύη, τα κανάλια (για πρώτη φορά) δεν έστειλαν ανταποκριτές;

Δεν προσέχει κανείς ότι παρ’ όλο που ο κόσμος ζει την απόλυτη ανασφάλεια, ο κ. Νίκος Μουτσινάς, ή κ. Μαρία Ηλιάκη ή κ. Σίσσυ Χρηστίδου και οι απανταχού τηλε-φίλοι τους νομίζουν ότι ζούμε ακόμα στην εποχή του «Μπράβο» της Ρούλας;

Δεν βλέπει κανείς ότι αντί η τηλεόραση να πάρει θέση για τα όσα γίνονται, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι να βγάζει στα παράθυρα κουστουμαρισμένους τύπους που μιλάνε μια γλώσσα 80’s με αποκλειστικό θέμα: «Δεν φταίμε εμείς… φταίτε εσείς».

Ποια είναι η μόνη τους μαγκιά;

Να βγάζουν Skype (Θεέ μου, πόσο αντι-τηλεοπτικό!) και να βάζουν super τη διεύθυνσή τους στο Facebook.

Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε δυο-τρεις!

Πού να ξεράσω;

Επειδή μιλώ με πολλούς ανθρώπους της τηλεόρασης, σας διαβεβαιώνω ότι η μεγάαααααλη πλειονότητά τους πιστεύει ακράδαντα ότι με αυτόν τον τρόπο θα απορροφήσουν… το internet. Ούτε καν τους περνάει από το μυαλό ότι θα ξυπνήσουν ένα πρωινό και το διαδίκτυο θα τους έχει καταπιεί για breakfast.

Αν οι εφημερίδες ήταν αργές σε σχέση με την τηλεόραση, τα κανάλια μπροστά στο internet μοιάζουν με συγκαμένη χελώνα.

Τι κάνει γι’ αυτό η ΕΣΗΕΑ;

Δεν απαντώ σε ηλίθιες ερωτήσεις… Αν όμως επιμένετε και για να μη σας χαλάσω το χατίρι, λέω αύριο να τους στείλω ένα… fax!

Θα σας πω μόνο αυτό: Πρόπερσι με φωνάξαν στο ΔΣ να τους πω τι μπορούν να κάνουν ως σωματείο με το διαδίκτυο. Πήγα με μεγάλη χαρά. Τους μίλησα με ενθουσιασμό τουλάχιστον επί τρίωρο… Φεύγοντας με συνόδεψε στην έξοδο ένα μέλος… Με έπιασε αγκαζέ και με ρώτησε με αγωνία:

—Ρε Μάνο, επειδή δεν ξέρω απ’ αυτά… Τελικά πες μου τώρα που είμαστε οι δυο μας, τι να κάνουμε; Site ή e-mail;

Kαρα-πάπαλααααααα σας λέωωωωωωωωωωωωωωω!

Πηγή: gazzetta.gr