Ή, για να ακριβολογούμε, αν το αποτέλεσμα που θα προκύψει θα ικανοποιεί το κοινό αίσθημα. Η αλήθεια είναι ότι η παρέμβαση αυτή ήρθε στην καταλληλότερη στιγμή.

Για λόγους γοήτρου σε ό,τι αφορά στην εικόνα του κράτους προς την κοινωνία και δευτερευόντως για αμιγώς λόγους απόδοσης δικαιοσύνης.

Είναι ίσως η μοναδική φορά στα χρονικά της παγκόσμιας ιστορίας που η Ελλάδα αποτελεί σημείο αναφοράς του παγκόσμιου Τύπου. Η προηγούμενη ήταν στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Τον τελευταίο χρόνο η αναφορά δεν αποτελεί είδηση. Απλώς μονοπωλεί το ενδιαφέρον η κατάσταση στην οικονομία. Και οι ξένοι ασχολούνται μαζί μας για τον απλούστατο λόγο ότι η κρίση στην Ελλάδα επηρεάζει σε απροσδιόριστο –ακόμη– βαθμό την καθημερινότητα των εταίρων μας. Η αποκάλυψη ενός σκανδάλου είναι η καλύτερη ένεση ηθικού για τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες μονίμως κατηγορούνταν για επιδερμική αντιμετώμιση του θέματος των στημένων αγώνων, που τις περισσότερες φορές οδηγούσε στην ατιμωρησία.

Φαίνεται ότι απέδωσαν καρπούς οι επαφές που είχαν οι ελληνικές διωκτικές αρχές με τους Ιταλούς δικαστικούς και εισαγγελείς, οι οποίοι διαχειρίστηκαν το Calciopolis. Η διαφορά σε σχέση με το –ας ο χαρακτηρίσουμε– «Superleaguepolis» είναι στα πρόσωπα. Παρότι ο φάκελος του σκανδάλου στην Ιταλία ήταν ογκωδέστερος –έως τώρα– εκεί φερόταν ως εγκέφαλος ένας άνθρωπος, «ο Λουτσιάνο-Λάκι-Μότζι». Αυτός ουσιαστικά «σύστησε» ατύπως μια οργάνωση με σκοπό τον έλεγχο της διαιτησίας όχι μόνο στα παιχνίδια της Γιουβέντους αλλά και των αντιπάλων αυτής. Και ο ίδιος κατόρθωσε να ελέγχει μέσω εταιρείας management συμφερόντων του… υιού του ολόκληρη τη μεταγραφική αγορά. Ο Μότζι είχε σωρεύσει τόση δύναμη που απειλούσε περισσότερες από δέκα ομάδες με υποβιβασμό, αν αυτές δεν γίνονταν μέρος του συστήματος που εφηύρε ο ίδιος.

Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι διαφορετική, αλλά αν πράγματι ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία με την αυστηροποίηση του νόμου, τις συνεχείς προειδοποιήσεις της UEFA, που βλέπει πλέον ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, και την απαξίωση του κοινού που ψάχνει πλέον για «αίμα», και όχι χωρίς λόγο, τότε μπορούμε να αισιοδοξούμε. Ωστόσο, εδώ δεν υπάρχει ένας Μότζι, αλλά πολλοί. Και, για να ακριβολογούμε, ο Μότζι της Ελλάδας δεν είναι υπάλληλος πια που «δρα» με γνώμονα το συμφέρον του εργοδότη του, αλλά είναι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ομάδας.

Ο Μότζι, που σημειωτέον καταδικάστηκε σε φυλάκιση 5,5 ετών για τα στημένα το 2006εξορίστηκε μόνιμα από το ποδόσφαιρο όπως και οι «παραφυάδες αυτού». Επιπλέον, τις συνέπειες πλήρωσαν και ομάδες οι οποίες καταδικάστηκαν. Η Γιουβέντους από τότε έχει να σηκώσει κεφάλι. Εκείνη την εποχή ήταν παντοδύναμη.

Κι εδώ μπαίνουν τα ερωτηματικά. Ισως είναι ευτυχής η συγκυρία της οικονομικής κρίσης για να αποδοθεί δικαιοσύνη στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Διότι αυτήν τη στιγμή η κυβέρνηση, ευρισκόμενη στη «δίνη του κυκλώνα», δεν θα ήθελε να προσθέσει άλλη μια αφορμή ανικανότητας προς ένα έτσι κι αλλιώς αγανακτισμένο κοινό.

Ενα κοινό που απαιτεί να «φέρουν πίσω τα κλεμμένα» στις πλατείες και το αντίστοιχο κοινό στην εξέδρα «επιτέλους κάτι να αλλάξει στο μπου…λο το ποδόσφαιρο». Ισως αυτήν τη φορά να υπάρχει η βούληση που δεν υπήρξε στο παρελθόν. Γιατί αν ακολουθήσουν πιστά τους κανόνες που ακολουθήθηκαν στην Ιταλία, τότε δεν θα έχουν καμία δυσκολία να τιμωρήσουν βαριά ακόμη και ομάδες που μέχρι τώρα καλύπτονταν από... το δέρας της Αμάλθειας. Και η ελληνική δικαιοσύνη επιτέλους να εφαρμόσει τους νόμους αγνοώντας αυτήν τη φορά τις... ψευδοασθένειες σε καταδικασμένους που μετρούν συνολικά ποινές 17 ετών, τις οποίες ουδέποτε εξέτισαν…

Πηγή: Εξέδρα