Τους έλεγαν «κότες» (κόκκινοι και μη) επειδή δεν ήθελαν να ελέγξουν το παρασκήνιο και να μπουκάρουν στα αποδυτήρια διαιτητών (ο Παναγιώτης Φασούλας ακόμη τους παρακαλάει να σηκωθούν από τα επίσημα του ΣΕΦ, στους τελικούς του 2008). Τους έγραφαν σαν «πελάτες» (αντίπαλες οπαδικές εφημερίδες) επειδή δεν κατάφεραν να πάρουν έναν τίτλο στα εφτά χρόνια που προσπαθούσαν να σηκώσουν τον μπασκετικό Ολυμπιακό από τον τάφο στον οποίο είχε πέσει (διαβρωμένος μέχρι και τις πιο μικρές γωνιές των αποδυτηρίων), λες και η νίκη και ο τίτλος είναι κάτι που παίρνεις με προεδρικό διάταγμα ή σύμβαση αορίστου χρόνου.

Είδαν αντίπαλες οπαδικές εφημερίδες να τους αναφέρουν ως καρπαζοεισπράκτορες, ιντερνετικά προσκείμενα στον Ολυμπιακό Μέσα να φιλοξενούν σχόλια αναγνωστών, που τους ζητούσαν να φύγουν, γιατί δεν είχαν την «πασαλιμανιώτικη» ψυχή μέσα τους, αλλά προφανώς σε αυτούς έχει διαφύγει ότι το Πασαλιμάνι δεν βγάζει άντρες που κάνουν τσαμπουκά, αλλά άντρες που είναι ακέραιοι στις αξίες τους και προτιμούν τον κανονικό δρόμο και όχι τον παράδρομο.

Μοίρασαν εκατομμύρια, προσπάθησαν να πάρουν έστω ένα πρωτάθλημα και να φέρουν τον Ολυμπιακό στην κορυφή, αλλά τζίφος η υπόθεση. Ο Ολυμπιακός παραμένει άτιτλος και προβληματικός μέσα στη φαντεζί εικόνα του, χωρίς παρόν και μέλλον, όταν προ δύο ετών γραφόταν "θα είναι εδώ για 30 χρόνια".

Πήραν παίκτες από το ΝΒΑ, από όλη την Ευρώπη, ακόμη και από τον Παναθηναϊκό τον Βασίλη Σπανούλη. Έφεραν τον προπονητή της Εθνικής Λιθουανίας, τον Πίνι Γκέρσον που είχε βρει το κουμπί του Ομπράντοβιτς, τον Παναγιώτη Γιαννάκη με τις γαλανόλευκες δάφνες, τον Ντούσαν Ίβκοβιτς που ήταν ο τελευταίος που σήκωσε κούπα στο Λιμάνι. Μίλησαν και με τον Μεσίνα και πέντε-έξι ακόμη, αλλά κανένας προπονητής και καμιά συνεργασία (όπου στις συνεργασίες πάντα εμπλέκονται δύο πλευρές) δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Καμία δεν λειτούργησε.

Υπέγραψαν τον Τζος Τσίλντρες, έφεραν τον Λίνας Κλέιζα, ξαναγύρισαν με κόκκινο χαλί τον Θοδωρή Παπαλουκά, "έδεσαν" τον Μίλος Τεόντοσιτς, "έκλεψαν" τον Βασίλη Σπανούλη και έκαναν τους Αμερικανούς να γράφουν παπαρολογίες ότι μπορεί να έρθει κάποια στιγμή ο Κόμπι Μπράιαντ (την ώρα που ο Κρις Ουέμπερ το σκεφτόταν σοβαρά όπως έλεγε τότε και το ESPN). Αλλά ούτε οι ξένες προσθήκες και οι ελληνικοί κορμοί σίγησαν τη συνεχόμενη αντίδραση (όχι προς το πρόσωπό τους) ενός πεινασμένου -και στερημένου- από τίτλους μπασκετικού Ολυμπιακού.

Πρότειναν αλλαγές κανονισμών, λειτουργιών σε θεσμικούς οργανισμούς του μπάσκετ, αλλά τίποτα δεν έγινε, γιατί αν το καλοσκεφτεί κανείς, όλοι έλεγαν ότι "είναι ελπίδα για το ελληνικό μπάσκετ" κι όμως λίγοι τους έπαιρναν στα σοβαρά. Μη σας πω, ότι αν δεν είχαν τόσα χρήματα, να μην τους άκουγαν κιόλας.

Διάβασαν ότι ένας δικός τους παίκτης που έκατσαν μαζί του στο ίδιο τραπέζι προ τριετίας για να του δώσουν 1.7 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, τους αποκαλεί «βλάκες» σε συζητήσεις που ελέγχονται για το γενικότερο περιεχόμενό τους. Προφανώς εκεί, θα συνειδητοποίησαν ότι ο Μπουρούσης δεν θα είναι ο μόνος που το κάνει αυτό και πώς δεν είναι κακό να σε λένε βλάκα (εφόσον έτσι κι αλλιώς είσαι έξυπνος), αλλά είναι αρκετά ενοχλητικό να πληρώνεις κι από πάνω. Και αφού τσέκαραν το ματωμένο λογαριασμό τους, με εκατομμύρια που έκαναν παίκτες πλούσιους πριν καν εκείνοι φέρουν πίσω έναν τίτλο ή το πρώτο Κύπελλο, είδαν ότι το ποτήρι προ πολλού ξεχειλίσει και, έτσι, άνοιξαν την πόρτα κι έφυγαν.

Τα παραμύθια έχουν πάντα ωραίο τέλος, όχι η ζωή

Ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος είναι μια ιδιάζουσα, μοναδική περίπτωση παραγόντων στον ελληνικό αθλητισμό. Δεν μπήκαν σε αυτόν για να βγάλουν χρήματα, να εκμεταλλευτούν την προβολή για τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα, ούτε για να αποκτήσουν δίοδο προς τους πολιτικούς διαδρόμους (η ιστορία της οικογένειάς τους αποδεικνύει μόνη της ότι οι πολιτικοί πλησιάζουν και θέλουν κοντά τους αυτήν). Μπήκαν στον Ολυμπιακό, γιατί έτυχαν να είναι γόνοι του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου και με τη ρευστότητα όπλο τους, αποφάσισαν να κάνουν το νεανικό όνειρό τους πραγματικότητα.

Και δεν είναι τυχαίο που έγινε αυτό στο μπάσκετ. Με το μπάσκετ είναι κολλημένοι και οι δύο, με το μπάσκετ ο Παναγιώτης περνάει ακόμη και τις νύχτες του βλέποντας ή τα ελεύθερα απογεύματά του παίζοντας. Μπάσκετ ξέρουν (ή θεωρούν τέλος πάντων ότι ξέρουν), μπάσκετ εμπιστεύτηκαν. Βέβαια, αυτή η «εμμονή», τους οδήγησε και σε λάθη (επιλογές παικτών που δεν βασίστηκαν σε ένα συγκεκριμένο προπονητικό πλάνο, υπερτίμηση των πρώιμων παραγοντικών γνώσεών τους, λάθος χειρισμοί σε διαπραγματεύσεις όταν ακόμη έταζαν παχιές αγελάδες, ενώ άφησαν και προπονητές, μάνατζερ, παράγοντες, στελέχη και δεν ξέρω γω τι άλλο να κάνουν το κομμάτι τους στον Πειραιά – όχι όλοι, ορισμένοι).

Και έτσι έχαναν λεφτά. Και όταν έχεις πολλά λεφτά, μπορείς να χάσεις εύκολα και ακόμη πιο εύκολα να σου «δαγκώσουν» κιόλας «(ειδικά αν εσένα σε νοιάζει μόνο ο σκοπός της επιστροφής στην κορυφή, για να δώσεις χαρά στον κόσμο μιας ομάδας και φυσικά να χαρείς κι εσύ προσωπικά – δεν είπε κανείς ότι ήταν η Μητέρα Τερέζα στη μορφή δύο αδελφών). Όμως, ακόμη και με το λογαριασμό να δείχνει μείον (και ό,τι αυτό συνεπάγεται στην επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας αλλά και την εσωτερική ηρεμία του ονόματος «Αγγελόπουλοι»), παρέμεναν. Μέχρι που έφυγαν.

Ένας συνδυασμός οικονομικής αιμορραγίας μαζί με προσωπικές ήττες σε επίπεδο εγωισμού, φήμης και υστεροφημίας, δημοσιότητας που δεν είχαν συνηθίσει (περιοδικά σαν το Ciao να γράφουν για τις σχέσεις και τους γάμους τους), προκάλεσαν μια συνεχόμενη φθορά, η οποία έψαχνε είτε μια αγωνιστική μεγάλη επιτυχία (όχι το… Κυπελλάκι), είτε τουλάχιστον ένα υγιές περιβάλλον λειτουργίας του ελληνικού μπάσκετ. Έτσι η φθορά συσσωρεύτηκε, τα οικονομικά βάρη επίσης, οι τίτλοι δεν ήρθαν, οι απαιτήσεις των παικτών παρέμεναν πάντα υψηλές ή έπεφταν λίγο (αλλά χαλούσε το κλίμα) και το τέλος ήρθε. Έτσι απλά. Όπως μπήκαν, βγήκαν.

Υπάρχει και ο αντίλογος

Επειδή όμως δεν θέλω να γράψω μόνο την «αγιογραφία» των Αγγελόπουλων (όσο και αν βρίσκω περισσότερα καλά παρά κακά στην περίπτωσή τους), οφείλω να υπογραμμίσω ότι ο Ολυμπιακός είναι πάνω από όλους, πάνω από πρόσωπα είτε αυτά κάθονται στα επίσημα των ποδοσφαιρικών και μπασκετικών γηπέδων, είτε παίζουν ή κοουτσάρουν μέσα στις τέσσερις γραμμές. Και για αυτό, η ουσία τώρα θα είναι τι θα γίνει με τον Ολυμπιακό. Ποιος θα έρθει και κυρίως τι θα βρει.

Ή μάλλον τι θα αφήσουν πίσω τους, γιατί αν είναι να αφήσουν την ομάδα πιο «αμφίβολη» από όσο την βρήκαν, τότε θα υπάρχει γενικότερο πρόβλημα. Και σίγουρα σε επίπεδο χρεών τα πράγματα δεν έχουν ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με το 2004. Κάλυψαν τεράστιο χαμένο έδαφος, αλλά τώρα ίσως γεννηθούν καινούρια χρέη. Συμβόλαια που ισχύουν για ένα ή δύο χρόνια, μηνιάτικα που δεν έχουν καταβληθεί, ένα πλειοψηφικό πακέτο που κανείς δεν ξέρει πώς και με πόσα θα μεταβιβαστεί και γενικώς μια εικόνα που κανείς δεν περίμενε ότι θα ζήσει πάλι αυτή η ομάδα.

Ήδη, υπάρχει ένα αρνητικό ρεύμα (έτσι διαβάζω δεξιά και αριστερά σε σχόλια οπαδών) προς το πρόσωπο των Αγγελόπουλων ότι «παρατάνε την ομάδα», αλλά αυτό εξηγείται με το γεγονός, ότι τελικά τα δύο αδέλφια κατάφεραν πολλά, αλλά όχι να κολλήσουν τη χημεία τους με μια σκληρή μερίδα οπαδών. Υπήρξαν διαφορές όλα αυτά τα χρόνια, οι οποίες προσπερνούνταν, αλλά δεν ξεπερνιόνταν. Όμως, αυτά τώρα μικρή σημασία έχουν. Είπαμε, όποιος και να φεύγει, όποιος και να έρχεται ο Ολυμπιακός (και κάθε μεγάλη ομάδα) μένει. Υπάρχει από το 1925 και θα υπάρχει και το 2125. Το πώς είναι άλλο θέμα, αλλά δεν σκοτώνεται μια ομάδα, επειδή αλλάζει χέρια.

Και αν αλλάξουν απόφαση;

Αυτό είναι σενάριο που ταιριάζει σε ωραίες ρομαντικές ταινίες. Εκεί που όλα πάνε στραβά και στο τέλος κερδίζει πάντα το καλό. Όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε μια απόφαση που ανακοινώθηκε από δύο ανθρώπους με «πόνο καρδιάς» όπως έγραψαν στην ανακοίνωσή τους. Τη σκέφτηκαν πολύ καλά και ας τους είδε κόσμος στο γάμο του Βασίλη Σπανούλη χωρίς να υποψιαστούν τίποτα. Λογικό. Αν ανατρέξουμε στα 7 χρόνια, θα δούμε ότι ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος έκαναν πάντα τις πιο μεγάλες εκπλήξεις στον Ολυμπιακό (μεταγραφές), όταν δεν τις περίμενε κανείς και κανείς δεν είχε ακούσει κάτι.

Και όσο για το «σύστημα» που δεν άντεξαν, αυτό είναι κάτι που δεν ερμηνεύεται τόσο εύκολα με ένα πληκτρολόγιο. Πάντα μου ήταν δύσκολο να εξηγήσω σε όσους με ρωτούσαν «μα γιατί δεν πάνε να πιάσουν το παρασκήνιο, τόσα λεφτά έχουν». Το εξηγούσα, αλλά ήξερα ότι δεν γινόταν 100% αντιληπτό, λόγω του ότι σε αυτή τη χώρα φαίνεται ανώμαλο το να μη θες να στήνεις μαγαζάκια και παραμάγαζα. Όμως, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος δεν ξέρουν την έννοια της πίσω πόρτας, έμπαιναν πάντα από την μπροστά, είτε ήταν του ΕΣΑΚΕ, είτε της ΕΟΚ.

Έκαναν άλλα λάθη και είχαν άλλα ελαττώματα, ο καθένας διαφορετικά πάντα (ενίοτε θεωρούσαν ότι με μεγάλα μπάτζετ και εκατομμύρια όλα γίνονται, είχαν έναν υπέρμετρο ενθουσιασμό που τους οδηγούσε σε παράταιρους πανηγυρισμούς και δηλώσεις), αλλά δεν είχαν καμία όρεξη να αλλάξουν μυαλά, νοοτροπία και φιλοσοφία ζωής. Μπορεί να έστελναν εξώδικο μέχρι και σε εφημερίδα αν θεωρούσαν πώς γράφτηκε κάτι ανήθικο και αθέμιτο προς αυτούς ή την ομάδα τους, αλλά το έκαναν για αυτό το λόγο (επειδή πίστευαν ότι υπάρχει άνομη δράση) και όχι για να τραμπουκίσουν κόσμο και δημοσιογράφους, όπως έχει γραφτεί κατά το παρελθόν.

Πιθανόν, ακόμη και η «αρρώστεια» του προέδρου του Ολυμπιακού να ξέρει το τι γράφεται για την ομάδα ή τα πρόσωπά της ανά πάσα στιγμή, να επιδεικνύει αυτή τη φθορά που έλεγα προηγουμένως. Όσο πιο παθιασμένα ασχολείσαι με κάτι και γίνεται καθημερινό σου βίωμα, τόσο πιο εύκολα «ανοίγεις» τις αδύναμες πλευρές σου και οι άλλοι σε χτυπούν. Όμως, γιατί να γυρίσει κάποιος να πει «είναι βλάκας»; Με την επιχείρηση-αγάπη του ήταν συνδεδεμένος, όπως κάνουν όσοι πραγματικά αγαπούν τη «δουλειά» τους και δεν τη βλέπουν απλώς ως ένα όχημα χρηματικών απολαβών ή στυγνής φιλοδοξίας.

Θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα για αυτή την 7ετια και τα συγκεκριμένα αδέλφια, αλλά δεν έχει νόημα διότι πρώτον θα έχουμε εξελίξεις και αφορμές για να γράφουμε και να τα πούμε και δεύτερον γιατί εκείνη που θα κάνει την καλύτερη δουλειά από όλους μας θα είναι η ίδια η ιστορία. Εκείνη θα αποφασίσει αν θα τους διαγράψει ως τους «προέδρους που έδωσαν δύο τόνους εκατομμύρια και κέρδισαν λίγα» ή αν θα τους γράψει ως τους «πιο καθαρούς παράγοντες του σύγχρονου ελληνικού αθλητισμού». Εγώ, απλά, θα σημειώσω κάτι: ότι στον Παναγιώτη και τον Γιώργο Αγγελόπουλο, παρότι είναι «άρρωστοι» με τη νίκη και τα καλά στατιστικά, τους αρέσει πολύ περισσότερο απλώς να παίζουν, όσο πιο συχνά και καθαρά γίνεται. Αν δεν το έχουν αυτό, μπορεί να σηκωθούν και να φύγουν στα καλά καθούμενα…

ΠΗΓΗ: sport24