Γράφει ο Τάσος Παππάς.
Σύμφωνα με την ανάλυσή του, η Κίνα εκμεταλλεύεται την κρίση χρέους που απειλεί την ευρωζώνη και εισβάλλοντας στις ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως σ’ αυτές που έχουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία), αγοράζει και πολιτική επιρροή. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, οι κυβερνήσεις των προβληματικών χωρών να μην υπολογίσουν αυτή τη διάσταση, στην περίπτωση που θα χρειαστεί να κάνουν επιλογές οι οποίες θα έρχονται κόντρα στα κινεζικά συμφέροντα.
Έχει την ικανότητα η Ευρώπη ν’ απαντήσει σ’ αυτήν την επίδειξη ήπιας ισχύος (μαλακού ιμπεριαλισμού) από την πλευρά της νέας υπερδύναμης; Όπως είναι σήμερα, όχι. Απαιτούνται αλλαγές παντού. Το πλεονέκτημα της Κίνας, έναντι των ανταγωνιστών της, είναι το πολιτικό και οικονομικό σύστημά της. Ο συνδυασμός κρατικού καπιταλισμού και μονοκομματισμού δίνει τη δυνατότητα στην κινεζική ελίτ να λαμβάνει γρήγορα αποφάσεις και να οργανώνει επιθετικές οικονομικές πρωτοβουλίες, χωρίς τις «περιττές πολυτέλειες» του δημόσιου διαλόγου, της ελεύθερης διαπραγμάτευσης, του εκλογικού πλουραλισμού και χωρίς το άγχος ότι τα συνδικάτα (ελεγχόμενα) και η κοινωνία των πολιτών (ανύπαρκτη) θα στήσουν αναχώματα. Οι λίγοι αποφασίζουν και οι πολλοί εκτελούν. Όσοι διαφωνούν «αναμορφώνονται» στα ψυχιατρεία και στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας ή φυλακίζονται στα σπίτια τους. Το μοντέλο για την ώρα αποδίδει.
Προφανώς δεν είναι αυτός ο δρόμος για την Ευρώπη. Ωστόσο, ούτε η διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης συνιστά λύση. Αντιθέτως, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Το παρήγορο είναι ότι από διαφορετικές ιδεολογικές περιοχές διατυπώνονται ιδέες που συγκλίνουν σ’ ένα σημείο: Η Ευρώπη για να σταθεί επάξια στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, για να προστατεύσει τις κατακτήσεις της και να κινητοποιήσει τις δημιουργικές δυνάμεις της που στην παρούσα φάση πιεζόμενες ασφυκτιούν και σχολάζουν, οφείλει να αποκτήσει ενιαίο βηματισμό. Για να συμβεί αυτό πρέπει:
1. Να ηττηθούν κατά κράτος οι αντιλήψεις που προτάσσουν τους εθνικούς εγωϊσμούς έναντι της αλληλεγγύης και να συγκροτηθούν μηχανισμοί και θεσμοί που θα της επιτρέψουν να αποκρούσει τις απόπειρες οικονομικής αιχμαλωσίας της.
2. Η πολιτική να πάρει το πάνω χέρι από την οικονομία και ειδικότερα από κείνο το κομμάτι της οικονομίας (χρηματοπιστωτικό σκέλος) το οποίο αφέθηκε, με τη συνδρομή των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων εξουσίας, να σπεκουλάρει ανεξέλεγκτα επί τουλάχιστον 20 χρόνια. Αυτό το σύμπλεγμα του καπιταλισμού -καζίνο το οποίο ευθύνεται για την κρίση και διασώθηκε από τα κράτη, σήμερα με αυθάδεια επιβάλλει τη γραμμή του στις κυβερνήσεις, έχοντας ως στόχο να μεταφέρει, με τις πολιτικές σκληρής λιτότητας, το βάρος αποπληρωμής των χρεών στις πλάτες των πιο αδύναμων στρωμάτων και της μεσαίας τάξης.
3. Να υπάρξει ενιαία οικονομική πολιτική. Όμως ενιαία οικονομική πολιτική χωρίς ενιαίο κέντρο δεν είναι δυνατή. Ολοένα και περισσότεροι-ακόμη κι αυτοί που έβγαζαν σπυράκια μέχρι πριν από λίγο καιρό στο άκουσμα της πρότασης- συνειδητοποιούν την ανάγκη να δημιουργηθεί θέση υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης.
4. Να εκδοθεί ευρωομόλογο και ν’ αλλάξει ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (από τροχονόμος των αγορών σε παράγοντα που θα ενισχύει τις αναπτυξιακές διαδικασίες). Είναι προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ. Το παραδέχονται πια και όσοι επέμεναν πεισματικά ότι πρέπει να ισχύει στο διηνεκές ο αυστηρός δημοσιονομικός κορσές της συνθήκης του Μάαστριχτ.
5. Να επιβληθεί φόρος στις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Σύμφωνα με έγκυρες μετρήσεις ο μέσος όρος διακράτησης ορισμένων τίτλων στα μεγάλα χρηματιστήρια είναι 11 (!!!) δευτερόλεπτα. Οι συναλλαγές αυτές γίνονται χωρίς κανέναν έλεγχο από τις κυβερνήσεις και χωρίς κανένα κόστος για τους εμπλεκόμενους. Έχει υπολογιστεί ότι η επιβολή ενός μικρού φόρου της τάξεως του ένα τοις χιλίοις και η σωστή κατανομή των πόρων μπορεί να σώσει τα ασφαλιστικά συστήματα των ευρωπαϊκών χωρών.
Με τις προηγούμενες προτάσεις συμφωνούν πολλά δεξιά κόμματα, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και σε κάποιες εξ αυτών και ένα τμήμα της αντισυστημικής αριστεράς. Υπάρχει, λοιπόν, έδαφος για κοινή στάση εφόσον, βεβαίως, θεωρήσουμε ως δεδομένη την πολιτική βούληση.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα τα πράγματα δείχνουν πιο ευνοϊκά στο πολιτικό επίπεδο, εάν φυσικά η κυβέρνηση αποφασίσει, επιτέλους, να διαπραγματευτεί με τους δανειστές μας. Η σχέση του ελληνικού χρέους με το μέλλον του ευρώ είναι πια προφανής. Το ομολογούν και εκείνοι που ενθάρρυναν δημοσιεύματα, τα οποία περιέγραφαν τους Έλληνες ως «τεμπέληδες, χαραμοφάηδες, σπάταλους» και πρότειναν την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη.
Στο ερώτημα «αν η Ελλάδα καταρρεύσει ποιές θα είναι οι επιπτώσεις στη ευρωζώνη;», ο Ζακ Αταλί, οικονομικός σύμβουλος του Μιτεράν, απαντά ως εξής: «Εάν αφήσουμε την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, θα βρεθούμε μπροστά σε μια πολιτική και οικονομική κρίση χειρότερη του 2008» («Η Αυγή» 22-6-2011).
Βεβαίως, η αλλαγή του κλίματος (εξ ανάγκης) έδωσε την ευκαιρία στους εκπροσώπους του ρεύματος του «εθνικού κουτσαβακισμού» (τέμνει οριζοντίως το κομματικό φαινόμενο) να επανακάμψουν δριμύτεροι, ισχυριζόμενοι ότι δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε τομές στην παραγωγή, στη δημόσια διοίκηση, στο μοντέλο κατανάλωσης, στο πολιτικό σύστημα, στον τρόπο που σκεφτόμαστε και δουλεύουμε, αφού σε τελική ανάλυση οι Ευρωπαίοι δεν θα μας αφήσουν να χαθούμε. Πρόκειται για την αποθέωση της λογικής «της ήσσονος προσπάθειας», της
αντίληψης του εφησυχασμού και της μεταφυσικής βεβαιότητας ότι «ο καλός Θεός της Ελλάδας φροντίζει για μας».
Όλα αυτά, δηλαδή, που μας έφεραν στο σημείο μηδέν. Κάποιες φορές, δεν διστάζω να το πω, θαυμάζω την ευχέρεια που έχει το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό της χώρας να μεταπηδά σε σύντομο χρόνο από τον πεισιθάνατο λόγο στο μακάριο ωχαδερφισμό και στις παυσίλυπες θεωρίες.
Ας ελπίσουμε ότι αυτό που θα καταρρεύσει δεν θα είναι η Ελλάδα, αλλά ο πελατειακός Κοινοβουλευτισμός.
Πηγή: aixmi.gr