Ενας νεκρός, εξατομικευμένος, με όνομα-επώνυμο-ηλικία-καταγωγή, είναι τραγωδία. Χιλιάδες νεκροί, δηλαδή ένας αριθμός μπροστά με κάποια μηδενικά να έπονται, είναι στατιστική. Το είχε πει ο πατερούλης Ιωσήφ (Στάλιν).
Με τους χιλιάδες, ο αντίκτυπος του μηνύματος ατονεί. Με τον ένα, υπερτονίζεται. Δευτέρα, αξημέρωτα ακόμη, είχαμε τον ένα. Αλλον ένα. Κι ήταν και στην Κρήτη. Το 'ξεραν, ή όφειλαν να το ξέρουν, στο βαρδινογιαννέικο. Από τακτ, αν μη τι άλλο, τα Παναθηναϊκά μπορούσαν να περιμένουν μια μέρα, ή δύο. Αλλωστε, δεν μάθαμε γι’ αυτά και κάτι που δεν το ξέραμε.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, έχουμε τον ένα κάθε μερικά χρόνια. Απ' τον Φιλόπουλο της Λαυρίου ως τον Ρουσσάκη του Ηρακλείου, το μήνυμα είναι ότι κάποιες φορές το «λάθος» θα γίνει. Είναι αδύνατον, με τον νόμο των πιθανοτήτων, να μη γίνει. Αν δεν γίνει στην Κόρινθο, θα γίνει στην Κυψέλη. Αν δεν γίνει στα Πετράλωνα, θα γίνει στον Πύργο. Αν δεν γίνει στην Αχαρνών, θα γίνει στη Θεσσαλονίκη. Στον Βόλο. Στου Γκύζη. Κάπου θα γίνει, πάντως.
Ντοπαρισμένα παιδάκια σε άσκηση αδρεναλίνης, που «εκτρέφονται» να είναι πανέτοιμα για όλα και συναντιούνται «επί τούτου» αρματωμένα με την τελευταία λέξη της… τεχνολογίας του δικού τους αντάρτικου πόλεων, δεν μπορεί να μη συμβεί το κακό μία στο τόσο. Και; Δεν φοβούνται; Φοβούνται, θεωρητικά. Περίπου, όσο φοβάσαι το κάπνισμα. Πρακτικά, σου λέει, «δεν θα συμβεί σε μένα». Τόσοι και τόσοι δέρνονται.
Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των συμπλοκών είναι, είτε υπάρχει νεκρός είτε μόνον τραυματίες, τα μαχαιρώματα. Κάτι δηλοί. Μαχαίρωμα είναι σώμα-με-σώμα. Είναι «ιερό μένος». Δεν είναι, πέταξα από μακρυά κάτι μες στο μπούγιο κι έσπασα του αλλουνού το κεφάλι. Είναι, ήρθαμε στα χέρια και του έμπηξα το μαχαίρι στο κορμί. Τρελαμένος απ' τη ντόπα.
Μπορείς να καταλάβεις την οικογένεια του νεκρού. Τη δίκη, που είναι σίγουρο ότι θέλουν. Δίκη, θεία ή ανθρώπινη. Το δίκιο τους, που το αποζητούν. Αλλά, με όλον τον σεβασμό, για να ήταν το θύμα εκεί, αυτομάτως σημαίνει ότι πολύ εύκολα θα μπορούσε να είναι και θύτης. Δεν έτυχε, να μπλέξει. Ηξερε, πού έμπλεκε. Και πήγε. Μία μικρή σύμπτωση μπορεί να είναι όλη η απόσταση ανάμεσα στο να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς.
Ο καθηγητής της εγκληματολογίας μας είπε, συντόμως ν’ αναμένουμε νεκρό και μέσα σε γήπεδο. Δεν τον αναμένουμε, επίσης με όλο τον σεβασμό, αγαπημένε μου κύριε καθηγητά. Εχουμε, ήδη, κι απ’ αυτό το είδος στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Από παλιά. Και δεν είναι οι στιγμές, για να παίζουν η κυβέρνηση και η κοινωνία του ποδοσφαίρου την κολοκυθιά. Ποιος θα τους πιάσει, ποιος θα το εξαρθρώσει, αν θ’ αντιμετωπιστεί πρώτα η βία του γηπέδου κι έπειτα η βία έξω απ’ το γήπεδο, «παντρεμένα» είναι αυτά τα πράγματα.
Ο Γερουλάνος ομολόγησε τις προάλλες, μετά τα Πετράλωνα αν δεν απατώμαι, την ανημπόρια των μηχανισμών πρόληψης/καταστολής. Παράγοντες του ποδοσφαίρου ομολογούν, κατά καιρούς, το «πάντρεμα». Με τελευταίον, τον Τζίγγερ. Το περιέγραψε γλαφυρά, αυτή τη σχέση ΠΑΕ/οργανωμένων, τη Δευτέρα. Ο ΟΦΗ έβγαλε ανακοίνωση και ομολόγησε πως αυτοί που πείραξαν, σε μια φωτογραφία, τη μνήμη του Θεόδωρου Βαρδινογιάννη είναι «γνωστοί θαμώνες». Αφού, λοιπόν, είναι γνωστοί, τι εμποδίζει να τους βρουν και να τους μαζέψουν;
Μη μας πουν… καταδότες, σαν τον Ντέμη; Αυτά, οι συμμορίες, μονάχα μ’ ένα τρόπο διαλύονται. Όπως τα κάστρα. Εκ των έσω. Με «βαθιά λαρύγγια» και διείσδυση ως τον πυρήνα. Ποιος αντέχει να το κάνει;
ΠΗΓΗ: contra.gr