Αλλά προτιμώ να αποστασιοποιηθώ από την επιλογή του να εγκαταλείψει την Εθνική πριν από έναν χρόνο, σε μια δύσκολη συγκυρία. Και συγγνώμη, αλλά ούτε πατέρας του είμαι να του προσφέρω τον μόσχο τον σιτευτό, ούτε και νομιμοποιείται η ταπεινότητά μου να υποδείξει σε κανέναν πώς θα συμπεριφέρεται απέναντι στο εθνόσημο.

Αλλά επειδή τα γραπτά μ’ αρέσουν, οφείλω να υπενθυμίσω ένα κείμενο στις 09/09/2010, πριν από σχεδόν έναν χρόνο, όταν ο Φάνης αποφάσιζε να εγκαταλείψει την εθνική ομάδα.

Λέει ο Γκέκας σε συνέντευξή του στην «Εξέδρα» (10/02/2010) αναφερόμενος στην εθνική ομάδα, που έχει ήδη προκριθεί στα τελικά του Μουντιάλ: «Εμείς ξέρουμε ότι στα αποδυτήρια είμαστε μια πραγματική οικογένεια, πως το ίδιο συμβαίνει και στον αγωνιστικό χώρο. Γι’ αυτό, εξάλλου, η εθνική ομάδα έχει αυτήν την πορεία τα τελευταία χρόνια».
Λέει για Ρεχάγκελ: «Χωρίς αυτόν η Εθνική θα ήταν στα αζήτητα. Κι αν φύγει, μπορεί να ξαναγυρίσουμε εκεί που ήμασταν προτού αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Ελλάδας».

Λέει για Σάντος στο ενδεχόμενο να διαδεχθεί τον Ρεχάγκελ: «Για μένα, πάντως, θα είναι μεγάλο λάθος, διότι θα χαλάσει το προφίλ του ως προπονητής. Ο επόμενος προπονητής της Εθνικής θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλο όνομα. Προσωπικά εκτιμώ τον κύριο Σάντος, αλλά επειδή ο άνθρωπος γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα, το πώς σκέφτεται και λειτουργεί ο κόσμος, θα αναγκαστεί να δώσει μεγαλύτερη βάση –απ’ ό,τι πρέπει– σε συγκεκριμένα πράγματα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι θα είναι λάθος από την πλευρά του κυρίου Σάντος να αναλάβει αυτήν τη θέση».

Ο Γκέκας, κατά τις δηλώσεις του πριν από ακριβώς έξι μήνες, έπαιζε για τον Ρεχάγκελ στην Εθνική! Θεωρούσε τον Σάντος προφανώς όχι τόσο μεγάλο όνομα για να είναι άτεγκτος σε θέματα πειθαρχίας! Τότε, τα αποδυτήρια της Εθνικής ήταν μια «ωραία ατμόσφαιρα». Οικογένεια. Τώρα προφανώς μετατράπησαν σε «ειδικές συνθήκες».
Η συμμετοχή στην Εθνική φαίνεται ότι για ποδοσφαιριστές οι οποίοι απέκτησαν δόξα και χρήμα στην καριέρα τους αποτελεί αγγαρεία. Αλλά κυοφορούνταν οι φήμες για την «ανταρσία» στην Εθνική ποδοσφαίρου. Η οποία είναι πρωτοφανής και απαράδεκτη.

Αν δέχεται ο Γκέκας ή ο Τζόρβας ή ο οποιοσδήποτε άλλος ποδοσφαιριστής ότι ένας συμπαίκτης του κάνει κουμάντο στα αποδυτήρια επειδή απολαμβάνει της εύνοιας του προπονητή, προφανώς δεν εμπνέεται από κανέναν προπονητή. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση του Σάντος. Τον οποίο ο Γκέκας θεωρούσε λίγο-πολύ, έξι μήνες νωρίτερα, ακατάλληλο να διαδεχθεί τον Ρεχάγκελ, επειδή γνώριζε την ελληνική πραγματικότητα και –υπονοούσε ότι– θα επηρεαζόταν από τα κακώς κείμενα του ποδοσφαίρου μας. Θα επιστρέφαμε δηλαδή στην εποχή προ Ρεχάγκελ, με τις κλίκες των αποδυτηρίων, τους βεντετισμούς και όλα τα συμπτώματα ενός 25χρονου, 30χρονου εκατομμυριούχου που φορά το εθνόσημο. Πότε έλεγε αλήθεια τελικώς; Τότε που έκανε λόγο για μια «πραγματική οικογένεια» ή τώρα που αφήνει να εννοηθεί ότι στην οικογένεια γίνονται Σόδομα και Γόμορρα;

Το κουτσομπολιό είναι μόνο και μόνο κουτσομπολιό. Δυο κουτσομπολιά ήδη είναι θρύλος.
Το εθνόσημο, τελικώς, αντιμετωπίζεται από κάποιους με λιγότερο σεβασμό από στάμπα του Armani. Προφανώς η Εθνική θα εξακολουθεί να υπάρχει χωρίς τον Γκέκα, τον Αμανατίδη, τον Κυργιάκο, και όλους όσους θα αποφασίσουν να αποχαιρετήσουν την υποχρέωσή τους με μια απλή δήλωση. Μόνο που αναρωτιέμαι αν ο Γκέκας, ο Κυργιάκος ή ο Αμαντίδης έπρατταν το ίδιο στις ομάδες τους. Αν δηλαδή ο Sotis αποχαιρετούσε (τότε) τη Λίβερπουλ με μια λιτή ανακοίνωση, αν ο Fanis ή ο Amanatidis (τότε) αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν στη μέση πρωταθλήματος την Αϊντραχτ επικαλούμενοι «ειδικές συνθήκες». Φαντάζομαι ότι τότε ίσως σκέφτονταν κι άλλα πράγματα που θα αφορούσαν την καριέρα τους. Κι όχι απλά έναν θόρυβο που θα προκαλούσαν έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έπραξαν το σωστό.

Η συγγνώμη, λένε, ισοδυναμεί με μισή εξιλέωση. Για άλλους, η επιστροφή Γκέκα στην Εθνική, μπορεί να είναι γενναία απόφαση και «περασμένα ξεχασμένα». Σ’ αυτούς όλους, απλώς, θυμίζω την περίπτωση Διαμαντίδη, η αποχώρηση του οποίου μπορεί να έπληξε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Εθνικής μπάσκετ, αλλά ήταν αξιοπρεπής. Αλλιώς, «ή λέγε τι σιγής κρείττον ή σιγήν έχε».

Πηγή: Εξέδρα