Ο Σπύρος Παπαδόπουλος σε μία παλιότερη συνέντευξή του στο oneman είχε μιλήσει για τις φορές που είδε τον… θάνατο κατάματα και τον καρκίνο που νίκησε.
Δείτε το χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Για τη δική σας αντίστοιχη περιπέτεια με τον καρκίνο μιλάτε πολύ άνετα. Μου κάνει εντύπωση που λέτε ότι δεν φοβηθήκατε καθόλου.
Όχι, δεν φοβήθηκα.
Γιατί; Πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο;
Μπα, τι να υπάρχει μετά; Τίποτα δεν υπάρχει. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει.
Δεν πιστεύετε στον Θεό;
Όχι.
Σκεφτόμουν ότι για να μη φοβάται κάποιος τον θάνατο, είτε πιστεύει ότι υπάρχει κάτι μετά και λέει “εντάξει, θα πάω εκεί” ή είναι λίγο της φιλοσοφίας, πώς ό, τι υπάρχει είναι αυτό που ζούμε τώρα.
Ακριβώς αυτό. Ότι άμα πεθάνεις δεν καταλαβαίνεις ότι πέθανες. Και όταν είσαι ζωντανός, είσαι ζωντανός. Είναι η άποψή μου τέτοια γιατί έχω και δυο τρία πολύ σοβαρά -τουλάχιστον φαινομενικά- ατυχήματα με τη μηχανή που έχω περάσει. Σε δύο απ’ αυτά ήμουν σίγουρος ότι “τελειώνω”. Και ήμουν απολύτως ψύχραιμος, έλεγα ‘ωραία, μέχρι εδώ ήτανε”… Για να τύχει τώρα το άλλο το μαλακισμένο να βουτήξει το τζιπ του μπαμπά του κρυφά τη νύχτα, να περάσει το κόκκινο και να πέσει πάνω μου εκείνη την ώρα που ήμουνα στη Βουλιαγμένης, και να με πετάξει κάτω, λέω “ε, αυτό ήτανε’.
Δεν φοβήθηκα ούτε τότε που μου είπανε ότι άμα έχει περάσει και στα άλλα όργανα ο καρκίνος, έχεις τρεις μήνες ζωή. Θυμάμαι πήρα τον γιο μου τηλέφωνο, του λέω “κοίταξε να δεις, μέχρι εδώ, καλά ήμασταν, αυτό”… Τελικά τη γλιτώσαμε. Αλλά δεν τραβάω κάνα ζόρι. Και τελικά απ’ ό,τι μου παν οι γιατροί, το γεγονός ότι πήγα τόσο καλά, σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν και σ’ αυτήν τη συμπεριφορά. Στην αρχή ούτε αυτοί με πιστεύανε, μου λέγανε “νομίζαμε ότι το παίζεις ρε”, και μετά όταν με γνωρίσανε μέσα στο νοσοκομείο, είδανε και αυτοί ότι όντως δεν φοβόμουνα. Έλεγα “ο καρκίνος τη δουλειά του, κι εγώ τη δικιά μου. Εγώ έχω δουλειές. Δεν με χέζετε τώρα, τι μαλακίες είναι αυτές;”.
Δεν του ‘δωσα σημασία. Τον σνόμπαρα.