26 Ιουνίου 1913: Ο Ελληνικός Στρατός, μετά από διήμερο σκληρό αγώνα, εκδιώκει τους Βουλγάρους από την οροσειρά της Κερκίνης (Μπέλες) και κατέρχεται στην κοιλάδα της Στρώμνιτσας.

Στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός μετά τη μάχη του Κιλκίς διαγραφόταν πλέον για τις ελληνικές δυνάμεις η ταχεία προέλαση και κατάληψη του όρους Κερκίνη (Μπέλες) προκειμένου να τύχουν τον πλήρη έλεγχο της περιοχής. Βασικός παράγοντας επιτυχίας αυτού ήταν ο χρόνος προς αποτροπή της περαιτέρω ενίσχυσης της ήδη υπάρχουσας βουλγαρικής δύναμης στην περιοχή που την αποτελούσαν η 3η βουλγαρική μεραρχία ενισχυμένη με τμήματα της 6ης βουλγαρικής μετά 10 πεδινών πυροβολαρχιών και η οποία είχε αναπτυχθεί αμυντικά στα νότια παρά τη λίμνη Δοϊράνη υψώματα, με κέντρο το ύψωμα 420. Σκοπός της βουλγαρικής αυτής θέσης ήταν η προκάλυψη του υποχωρούντος από Κιλκίς βουλγαρικού στρατού αλλά και η παρεμπόδιση κάθε περαιτέρω βόρειας προέλασης των ελληνικών δυνάμεων.

Για την επίτευξη του παραπάνω στρατηγικού σκοπού, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το ελληνικό στρατηγείο εκπόνησε ένα ευφυέστατο σχέδιο επιχειρήσεων που προέβλεπε δύο επιμέρους επιχειρησιακούς αντικειμενικούς σκοπούς, αφενός την κατά μέτωπο προσβολή των βουλγαρικών θέσεων, την προσβολή και κατάληψη του βουλγαρικού κέντρου ανεφοδιασμού, στο σιδηροδρομικό σταθμό, καθώς και παράλληλη ανατολική προέλαση προς Μπέλες. Αμέσως μετά ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε για την επομένη το πρωί την μεν 3η μεραρχία, ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή, να προσβάλλει το κέντρο ανεφοδιασμού των Βουλγάρων, την εκ Μπαγιάλτσας και Καλινόβου προερχόμενη 10η μεραρχία να επιτεθεί από δυτικά των βουλγαρικών θέσεων παρά του υψώματος 420 και την 5η μεραρχία να προελάσει προς Ποτερές - Σούρλοβο, (προς Μπέλες), ακολουθώντας πορεία ανατολικότερα της 3ης, με δυνατότητα συνδρομής στην 3η σε περίπτωση ανάγκης.

Οι Ελληνικές Μεραρχίες (3η και 10η) σύμφωνα με διαταγή του Γενικού Επιτελείου επιτέθηκαν το πρωί της 23ης Ιουνίου στα υψώματα της (Παλαιάς) Δοϊράνης (σήμερα Βόρεια Μακεδονία) που ευρίσκονταν οχυρωμένες βουλγαρικές δυνάμεις. Η 10η Μεραρχία επιτέθηκε κατά των υψωμάτων της διάβασης Περάσματα, στα νοτιοδυτικά της Δοϊράνης. Τα ελληνικά τμήματα σφοδρά δέχθηκαν πυρά πεζικού και πυροβολικού με αποτέλεσμα να καθηλωθούν. Σε αυτό συνέβαλλε και η καθυστέρηση της 3ης Μεραρχίας, που έδωσε την ευκαιρία στο σύνολο των βουλγαρικών δυνάμεων να συγκεντρώσουν το σύνολο των πυρών κατά της 10ης Μεραρχίας.

Στις 10.00 π.μ. ξεκίνησε να επιτίθεται και η 3η Μεραρχία. Ύστερα από σύντομο, αλλά και σφοδρό αγώνα, τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν να απελευθερώσουν την πόλη της Δοϊράνης. Τα βουλγαρικά τμήματα συμπτύχθηκαν άτακτα προς βορρά, αφού απήγαγαν ως ομήρους τον Μητροπολίτη Πολυανής Φώτιο και 30 προκρίτους της πόλης. Αποτεφρώνουν επίσης, τη Μητρόπολη Πολυανής μαζί με τα αρχεία του Κώδικα, που αποτελούσαν τη σημαντικότερη καταγραφή της ιστορίας της περιοχής. Στο πέρασμά τους κατά την οπισθοχώρηση, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα όρθιο, ούτε έμψυχο ούτε άψυχο υλικό. Επρόκειτο για μια ολοκληρωτική καταστροφή.

Η 3η Μεραρχίας συνέχισε την καταδίωξη και το ίδιο βράδυ κατέλαβε τα υψώματα βόρεια της πόλης.

Μετά τη χάραξη των συνόρων όμως, το βορειοδυτικό τμήμα του λεκανοπεδίου Δοϊράνης μαζί με την ομώνυμη πόλη, (Παλαιά) Δοϊράνη ή Πολυανή, πέρασε στη Βουλγαρική πλευρά και οι κάτοικοί της προσέφυγαν στη Δοϊράνη Κιλκίς και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

Η απελευθέρωση της Καβάλας

Στις 26 Ιουνίου 1913 τρία πλοία του ελληνικού στόλου αποβίβασαν αγήματα στην Καβάλα και την κατέλαβαν από τους Βουλγάρους δια περιπάτου. Ήταν η πρώτη επιχείρηση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου, που «έπαιζε» άνευ αντιπάλου στο Αιγαίο, καθώς οι Βούλγαροι δεν είχαν πλοία στο Αιγαίο και ο Οθωμανικός στόλος ήταν κλεισμένος στα Στενά.

Η Καβάλα είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους τον Οκτώβριο του 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Οι Βούλγαροι ήθελαν να την κρατήσουν πάση θυσία υπό την κυριαρχία τους για να διασφαλίσουν την πολυπόθητη έξοδό τους στο Αιγαίο. Η Καβάλα ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια του μακεδονικού χώρου, με το ελληνικό στοιχείο, που αποτελούσε το 45% του πληθυσμού της, να παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της πόλης. Το ελληνικό στρατηγείο από την πλευρά του επιζητούσε την κατάληψη της Καβάλας για να εκδιώξει από την ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου τους Βουλγάρους και να διευκολύνει έτσι τις επιχειρήσεις στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη.

Με την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου (16 Ιουνίου 1913), ο ελληνικός στόλος απέκλεισε τις ακτές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, από τις εκβολές του Στρυμόνα, δυτικά, έως τον Αίνο (περιοχή πέρα από τον Έβρο), ανατολικά. Στις 18 Ιουνίου τα ελληνικά πολεμικά πλοία ήταν αγκυροβολημένα στην περιοχή της Ασπροβάλτας για να παρέχουν υποστήριξη στην 7η Μεραρχία, που επιχειρούσε στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών. Η προς τα βορειανατολικά προέλαση της 7ης Μεραρχίας κατέστησε άσκοπη την παραμονή του στόλου εκεί και στις 22 Ιουνίου κατέπλευσε στον Λιμένα της Θάσου.

Την επομένη ημέρα, 23 Ιουνίου, τμήμα του ελληνικού στόλου έλαβε διαταγή να κάνει παραπλανητικές διελεύσεις μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας. Το θωρηκτό «Ύδρα» και μεταγωγικά πλοία, τα οποία ήταν κενά, διέρχονταν επανειλημμένα μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας και έδιναν την εντύπωση στους Βουλγάρους ότι οι Έλληνες θα πραγματοποιήσουν απόβαση στην Κεραμωτή, απέναντι από την Θάσο. Φοβούμενοι το ενδεχόμενο αυτό, οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την πόλη στις 25 Ιουνίου και κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια. Στις 26 Ιουνίου 1913, τα αντιτορπιλικά «Δόξα», «Πάνθηρ» και «Ιέραξ» αποβίβασαν αγήματα και απελευθέρωσαν την Καβάλα χωρίς αντίσταση, «εν μέσω εξάλλου ενθουσιασμού των κατοίκων», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.

Η ενσωμάτωση της Καβάλας στο ελληνικό κράτος θα κριθεί οριστικά στο διπλωματικό πεδίο, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (17 - 28 Ιουλίου 1913). Οι Βούλγαροι έδωσαν σκληρή μάχη για να ανακτήσουν την Καβάλα, έχοντας την υποστήριξη της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας. «Η Ελλάδα διαθέτει τόσα λιμάνια, ώστε να μην γνωρίζει πώς θα τα χρησιμοποιήσει. Θα λάβει τη Θεσσαλονίκη. Ανατολικά της Θεσσαλονίκης, μόνο η Καβάλα είναι δυνατόν να αποτελέσει ένα αξιόλογο λιμάνι. Το Ντεντέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη) δεν αξίζει τίποτε. Είναι δίκαιο η Βουλγαρία να έχει ένα λιμάνι στη θάλασσα του Αιγαίου» τόνιζε o υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Σαζόνοφ προς τον Γάλλο πρεσβευτή στη Ρωσία Τεοφίλ Ντελκασέ. Την πλάστιγγα υπέρ των ελληνικών θέσεων θα γείρει τελικά ο Γερμανός αυτοκράτορας Γουλιέλμος, η αδελφή του οποίου Σοφία είχε παντρευτεί τον βασιλιά Κωνσταντίνο.

Με πληροφορίες από onalert, sansimera.gr, wikipedia