Χαμηλότερες από 19%, που είναι το αίτημα της ΔΕΗ, θα είναι οι αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού που θα ισχύσουν από την 1η Ιανουαρίου του 2012, σύμφωνα με πληροφορίες από αρμόδιες πηγές.
Το ποσοστό των αυξήσεων θα αποφασιστεί εντός των ημερών από τον υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Γ. Παπακωνσταντίνου με βάση τα στοιχεία για αύξηση του κόστους που επικαλείται η ΔΕΗ και την εισήγηση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας που επίσης αναμένεται σύντομα.
Δεν αποκλείεται, πάντως, το ποσοστό αύξησης να είναι διψήφιο, καθώς η σταδιακή προσαρμογή των τιμολογίων του ηλεκτρικού, ώστε να αντανακλούν το κόστος, αποτελεί υποχρέωση της χώρας που απορρέει και από το μνημόνιο, με ορίζοντα ολοκλήρωσης τον Ιούνιο του 2013.
Τρεις ακόμη παράγοντες για τους οποίους δεν έχουν ληφθεί οριστικές αποφάσεις θα παίξουν ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής επιβάρυνσης για τους καταναλωτές:
-Ο χρόνος εφαρμογής του μηχανισμού σύνδεσης των χονδρικών με τις λιανικές τιμές ρεύματος. Ο μηχανισμός, σύμφωνα με την εισήγηση της ΡΑΕ, θα ενεργοποιηθεί το 2012 και θα προβλέπει προσαρμογή των τιμολογίων ανά εξάμηνο, ανάλογα με τη διακύμανση των τιμών χονδρικής που εξαρτώνται από το κόστος παραγωγής (καύσιμα, εργατικά κλπ.) και το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης. Δεν έχει ληφθεί όμως τελική απόφαση από το ΥΠΕΚΑ για θέσπιση ρήτρας χονδρικών τιμών.
-Το ποσοστό αύξησης του τέλους υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η αύξηση θεωρείται αναγκαία για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση των παραγωγών ρεύματος από ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά, αιολικά, κλπ.) αλλά και για να περιοριστεί το έλλειμμα του Διαχειριστή του Συστήματος Μεταφοράς, ο οποίος κάνει την εκκαθάριση της αγοράς και πληρώνει τους παραγωγούς, έλλειμμα που υπερβαίνει τα 100 εκατ. ευρώ. Εξετάζεται το ενδεχόμενο ενίσχυσης του Διαχειριστή με ποσοστό του τέλους υπέρ της ΕΡΤ ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα μειωθούν και οι εγγυημένες τιμές αγοράς της πράσινης ενέργειας, όχι αναδρομικά αλλά για τις μονάδες που θα κατασκευαστούν στο μέλλον.
-Τη διατήρηση ή μη και με ποια μορφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης που επιβλήθηκε το Σεπτέμβριο στο φυσικό αέριο. Ο φόρος αυτός, όπως έχει προειδοποιήσει και επίσημα η ΡΑΕ, οδηγεί σε κατάρρευση τους παραγωγούς ρεύματος με μονάδες φυσικού αερίου. Μια λύση που εξετάζεται είναι να μεταφερθεί η επιβάρυνση από το καύσιμο (φυσικό αέριο) στα τιμολόγια.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει υποβάλει η ΔΕΗ στη ΡΑΕ το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί σωρευτικά από το 2010 κατά 19 %.
Στο μεταξύ σε φάση ολοκλήρωσης μπαίνουν οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το θέμα της πρόσβασης τρίτων στη λιγνιτική παραγωγή ρεύματος. Η λύση που προκρίνεται περιλαμβάνει συνδυασμό πώλησης λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ (πιθανώς από τους σταθμούς Αμυνταίου, Μεγαλόπολης, Φλώρινας, ενδεχομένως και Αγ. Δημητρίου) και ανταλλαγής ενέργειας με ευρωπαϊκές εταιρίες. Η διαδικασία πώλησης θα γίνει με ανοιχτό διαγωνισμό ενώ θα προηγηθεί εκτίμηση της αξίας των μονάδων από ανεξάρτητους συμβούλους. Ένα μέρος των εσόδων από την πώληση θα παραμείνει στη ΔΕΗ αλλά θεωρείται βέβαιο ότι το Δημόσιο, ως μέτοχος της επιχείρησης αλλά και δεδομένων των δημοσιονομικών προβλημάτων θα εισπράξει το μεγαλύτερο τμήμα. Η διαδικασία πώλησης μονάδων θα ξεκινήσει μέσα στο 2012 και στόχος είναι να ολοκληρωθεί την ίδια χρονιά.
Παράλληλα θα κινηθεί η διαδικασία περαιτέρω αποκρατικοποίησης της ΔΕΗ για την οποία όπως έχει ήδη ανακοινωθεί εξετάζονται τρία σενάρια: η πώληση πακέτου μετοχών έως 17 %, η πώληση μεριδίων από τις θυγατρικές μεταφοράς και διανομής και η δημιουργία μιας «μικρής ΔΕΗ» με πώληση λιγνιτικών μονάδων μαζί με υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ, λύση που προσαρμόζεται και στο ζήτημα της πρόσβασης τρίτων στη λιγνιτική παραγωγή.
Ανοιχτό παραμένει το ζήτημα αν η αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ και του ΔΕΣΦΑ θα προχωρήσει ξεχωριστά για κάθε μια από τις δυο εταιρίες ή θα διατεθούν προς πώληση ως ενιαίο σύνολο. Η απόφαση θα εξαρτηθεί από διερεύνηση της αγοράς και του ενδιαφέροντος που θα υπάρξει για κάθε μια από τις δυο περιπτώσεις. Παράλληλα προχωρά η πώληση "πακέτου" μετοχών των ΕΛΠΕ (το Δημόσιο ελέγχει το 35 %), χωρίς να αποκλείεται γενικότερη αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Πηγή: newsbeast.gr