Έβρεχε και χιόνιζε μαζί. Παλιόκαιρος. Είχαμε μαζευτεί στον καφενέ του Μπάφα κι ο Δεμπασκαλάς, που σιγά σιγά γινόταν αφεντικό, είχε φροντίσει να μας βάλει ...δεύτερο τραπέζι τζάκι. Στο πρώτο, στο τραπέζι ακριβώς μπροστά στο τζάκι, καθόταν όπως πάντα ο Μαστρομανέλος, που είχε δική του θεώρηση για τον όρο «ρεζερβέ». Όποιον προλάβαινε να κάτσει στο τραπέζι και τη θέση του, τον σήκωνε, του έδειχνε ένα άλλο τραπέζι και τον πρόσταζε «σύρε εκεί. Είπα»! Κι εκείνος, επειδή ο Μαστρομανέλος «είπε», όφειλε να ...σύρει, για να μην τον σύρουν τέσσερις...
Καθόμασταν, λοιπόν, σε προνομιούχο θέση, σε απόσταση αναπνοής από το τραπέζι του Μαστρομανέλου και σε απόσταση ενός Μαστρομανέλου και μιας αναπνοής από το τζάκι. Καλά ήταν. Κάποια στιγμή ο Φώτης σηκώθηκε και πήγε στην άλλη άκρη του καφενέ, επειδή τον φώναξε ο Στέκας, που στην πραγματικότητα λεγόταν Λιούμης, αλλά τον φώναζαν «Στέκα» από την περίοδο που ήταν... «στον Καναδά», όπως έλεγε ο ίδιος. Όπως μας αποκάλυψε κατά τη διετή απουσία του ο νοματάρχης, ο Λιούμης ήταν στη στενή κι εκεί τον φώναζαν Στέκα, επειδή ήταν αψηλός κι αδύνατος κι όχι μόνο επειδή έπαιζε καλό μπιλιάρδο.
Διαβάστε την υπόλοιπη ιστορία στο gazzetta.gr