Στις 9 Μαΐου 1956, με αφορμή την επικείμενη εκτέλεση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ Μιχαήλ Καραολή1 και Ανδρέα Δημητρίου2, οργανώθηκε από την Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου (ΠΕΕΚ) πάνδημο συλλαλητήριο στην πλατεία Ομονοίας στην Αθήνα. Ανάμεσα στους διαδηλωτές βρίσκονταν ο Ευάγγελος Γεροντής, ο Ιωάννης Κωνσταντόπουλος και ο Φραγκίσκος Νικολάου.

Τις πρώτες πρωινές ώρες, η τότε Ελληνική αγγλοκίνητη3 «τριφασική4» Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επεχείρησε να απαγορεύσει το συλλαλητήριο. Mε την πίεση όμως που άσκησε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δωρόθεος5, στον υφυπουργό Εσωτερικών Δημήτριο Μακρή6, αναγκάσθηκε να υπαναχωρήσει.

Οι διαδηλωτές της Αθήνας, ζητούσαν την αποτροπή της θανατικής εκτέλεσης του Μιχαήλ Καραολή και του Ανδρέα Δημητρίου και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ανάμεσα στα πλακάτ που κρατούσαν, ξεχώριζαν τα συνθήματα: «Γκάγκστερ Χάρτινγκ, θα πεθάνεις», «Κύπρος - Ένωσις», «Αμερικανοί, είναι η τελευταία σας ευκαιρία», «Ο ΟΗΕ είναι το τελευταίο ειρηνικό μας όπλο», «Όλοι οι Έλληνες, είμεθα ΕΟΚΑ». Ομιλητής ήταν ο Πρόεδρος της ΠΕΕΚ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δωρόθεος. 

Σε αυτό το συλλαλητήριο ενεκρίθη το εξής ψήφισμα:

«Σήμερον 9ην Μαίου 1956, ο Λαός της Ιστορικής Πόλεως των Αθηνών, συνελθών εις πάνδημον συγκέντρωσιν εις την πλατείαν της Ομονοίας και ακούσας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Δωροθέου, Προέδρου της «Πανελληνίου Επιτροπής Ενώσεως Κύπρου» περί σχεδιαζομένης εκτελέσεως των Κυπρίων αγωνιστών Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέου Δημητρίου:

1) Επειδή οι απειλούμενοι από τον δι’ απαγχονισμού θάνατον ουδέν αδίκημα κοινού ποινικού δικαίου διέπραξαν, ουδέ απεδείχθη η ενοχή των,

2) επειδή ουδέν περισσότερον έκαμαν παρ’ ότι παρακινούμενοι υπό των ίδιων των Άγγλων έκαμαν οι Έλληνες κατά την Ναζιστικήν κατοχήν,

3) επειδή η τυχόν εκτέλεσις των Ελλήνων Κυπρίων πατριωτών θα οξύνη την εν Κύπρω κατάστασιν και θα δημιουργήση χάσμα αγεφύρωτον εις τας σχέσεις των δύο λαών,

4) και επειδή ο Ελληνικός Λαός, όπως και σύμπας ο φιλελεύθερος κόσμος, θεωρεί τους Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέαν Δημητρίου αγωνιστάς της Ελευθερίας και νέους φλεγομένους από την προς την Πατρίδα αγάπην και τους παρακολουθεί με αισθήματα αγάπης και θαυμασμού,

ΨΗΦΙΖΕΙ

  •   και απαιτεί την ματαίωσιν της αποφάσεως προς εκτέλεσιν των δυο Κυπρίων πατριωτών.
  •   Επιφορτίζει την Εκτελεστικήν Επιτροπήν της ΠΕΕΚ υπό την προεδρίαν του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Δωροθέου, ίνα επιδώση το παρόν Ψήφισμα εις τον πρεσβευτήν της Μεγάλης Βρεττανίας, όπως διαβιβάση τούτο εις την κυβέρνησίν του».

Μετά την περάτωση του συλλαλητηρίου, οι διαδηλωτές θέλησαν να οδεύσουν προς τη βρετανική πρεσβεία, στο Κολωνάκι, για διαμαρτυρία, παρά τις προτροπές της Κυβερνήσεως, μέσω του Αρχιεπισκόπου, για διάλυσή του. Χιλιάδες διαδηλωτές κινήθησαν προς την οδό Σταδίου, ενώ άλλες ομάδες διαδηλωτών ανήρχοντο παράλληλα στην οδό Πανεπιστημίου.

Η κυβέρνηση, δυσφορώντας γι’ αυτή τους την κίνηση, διέταξε την Αστυνομία να επέμβει. 7 Σύμφωνα με τον κορυφαίο μελετητή του Κυπριακού, Σπύρο Παπαγεωργίου, την πρωτοβουλία διάλυσης της διαδήλωσης την είχε ο τότε υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος8. Μάλιστα ο τελευταίος, όντας εκείνη την ώρα σε σύσκεψη στο σπίτι του Κύπριου αγωνιστή Λανίτη, είπε καυχόμενος: «Εγώ είπα να τους συντρίψουν!». Επίσης συμπλήρωσε: «Θα τεθή άπαξ δια παντός τέρμα εις την Κυπριακήν πολιτικήν του πεζοδρομίου» 9.

Στη συμβολή των οδών Σταδίου και Πεσμαζόγλου, οι διαδηλωτές ανεκόπησαν βιαίως από τους αστυνομικούς. Οι αστυνομικοί τους χτυπούσαν με τα γκλομπς και οι διαδηλωτές, αφού συνεπτύχθησαν στην οδό Αιόλου, τους αντεπιτέθηκαν με καδρόνια και πλακάτ που κρατούσαν. Οι επιθέσεις έγιναν ακόμα πιο βίαιες, όταν οι διαδηλωτές άρπαξαν τούβλα από παρακείμενη τράπεζα, που ήταν υπό κατασκευή, στην οδό Πεσμαζόγλου και τα πέταξαν προς τους αστυνομικούς, τραυματίζοντας τον Διευθυντή της Αστυνομίας. Προς στιγμήν, κατάφεραν να ξεφύγουν και κατευθύνθηκαν στα γραφεία της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, τα οποία και κατέστρεψαν. Η απάντηση της Αστυνομίας ήταν άμεση, τραυματίζοντας πολλούς διαδηλωτές και πυροβολώντας προς το μέρος τους. Κανείς δεν πίστευε ότι οι σφαίρες ήταν πραγματικές, καθώς οι περισσότεροι θεώρησαν ότι ήταν πυροβολισμοί εκφοβισμού.

Μόλις, όμως, ο πρώτος διαδηλωτής έπεσε από σφαίρα αστυνομικού, στην διασταύρωση οδού Σταδίου και στοάς Αρσάκη, επικράτησε πανικός. Το πλήθος διελύθη και οι διαδηλωτές κατευθύνθηκαν προς ξεχωριστές κατευθύνσεις. Οι τελευταίοι φώναζαν «Αίσχος! Αίσχος!» προς τους αστυνομικούς και τους πετούσαν ό, τι έβρισκαν στον δρόμο τους. Οι αστυνομικοί ανταπάντησαν με πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα κοντά στα καταστήματα Γουτάκη, ένας ακόμα διαδηλωτής να πέσει αιμόφυρτος από σφαίρα. Οι διαδηλωτές, υποχωρώντας στην οδό Γεωργίου Σταύρου, δέχονταν συνεχώς επιθέσεις από τους αστυνομικούς, οι οποίοι πυροβολούσαν συνέχεια. Μόλις έπεσαν άλλα δύο θύματα αιμόφυρτα στο πεζοδρόμιο, περαστικές γυναίκες άρχισαν να κραυγάζουν «Λυπηθείτε τα παιδιά μας!» «Έλληνες δεν είστε εσείς;». Εν μέσω της συγχύσεως, που προεκλήθη, πολλοί από τους διαδηλωτές ζητούσαν με χειρονομίες να παύσουν τους πυροβολισμούς λέγοντας: «Σταματήστε! Είμαστε όλοι αδέλφια!». Ο Ευάγγελος Γεροντής έπεσε νεκρός στην διασταύρωση οδών Αιόλου και Γεωργίου Σταύρου, ενώ ο Φραγκίσκος Νικολάου στην οδό Σταδίου 49.

Ο Κύπριος φοιτητής Ευστάθιος Οικονομίδης, ο οποίος συμμετείχε στο συλλαλητήριο, καταθέτοντας για τα γεγονότα, περιέγραψε την δολοφονία του Φραγκίσκου Νικολάου, ως εξής: «Επηκολούθησε μικρά συμπλοκή μεταξύ αστυνομικών και διαδηλωτών και τους είδα με πιστόλια στα χέρια να πυροβολούν εναντίον μας. Αυτομάτως έστρεψα για να φύγω, αλλά δεν πρόφτασα να κάνω μερικά βήματα και είδα να πέφτει αιμόφυρτος μπροστά στα πόδια μου, δίπλα από ένα περίπτερο, που βρίσκεται ως διεπίστωσα, εκ των υστέρων εις την οδόν Σταδίου 49, έναν νέο περίπου 30 χρονών. Αμέσως έτρεξα κοντά του και έσκυψα πάνω του. Είδα τότε πως ήταν πληγωμένος. Υπήρχαν δύο μεγάλες πληγές στον λαιμό του και το αίμα έτρεχε άφθονο στις πλάκες του πεζοδρομίου. Εν τω μεταξύ, οι πυροβολισμοί ακουγόντουσαν πιο συχνοί και οι αστυνομικοί πλησίαζαν προς εμάς, ενώ αντιθέτως το πλήθος έφευγε πανικόβλητο προς τας παρόδους της οδού Σταδίου. Εγώ έμεινα κοντά στον πληγωμένο, καθώς και μερικοί άλλοι. Μεταξύ των προστρεχόντων ανεγνώρισα και τον Κύπριον φοιτητήν Κ. Αρτεμίου. Σηκώσαμε τον πληγωμένον και τον βάλαμε σε ένα αυτοκίνητο που κατέφθασε σε λίγο και τον μετέφερε στον Σταθμό των Πρώτων Βοηθειών. Όταν όμως τον βάζανε στο αυτοκίνητο είχεν ήδη πεθάνει. Όταν την άλλη μέρα είδα την φωτογραφία του στις εφημερίδες, διεπίστωσα ότι ήταν ο Φραγκίσκος Νικολάου από τον Πειραιά.» 10

Γύρω στις πέντε το απόγευμα, εξαπελύθη νέα επίθεση των αστυνομικών, που έκανε τους διαδηλωτές να διαλυθούν σε μικρές ομάδες και να διασκορπισθούν στην οδό Αθηνάς.

Μια ομάδα διαδηλωτών ετράπη προς την οδό Ιπποκράτους, καταδιωκόμενη από τους αστυνομικούς. Φτάνοντας στην διασταύρωση των οδών Ιπποκράτους και Διδότου, άρχισαν να αμύνονται με πέτρες εναντίον των αστυνομικών. Τότε, γύρω στις 6 μ.μ. κατέφθασαν εκεί κι άλλοι αστυνομικοί, πάνω σε αυτοκίνητο και πυροβόλησαν κατ’ εντολήν του αρχηγού τους. Μάλιστα, ένας από τους αστυνομικούς, πυροβόλησε από μακριά τον Ιωάννη Κωνσταντόπουλο και τον έριξε νεκρό.

Τρία χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών, που μετείχαν στο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας δια την αποφασισμένη εκτέλεση των δύο Κυπρίων πατριωτών. Αριστερά: Δύναμις αστυφυλάκων επιτίθεται κατά των διαδηλωτών για να τους εμποδίσει να κατευθυνθούν από την οδό Σταδίου στο Κολωνάκι. Στο μέσο: Αστυφύλακες συλλαμβάνουν έναν τραυματισμένο στις συμπλοκές διαδηλωτή. Δεξιά: οι διαδηλωτές συγκεντρώνονται εκ νέου και βαδίζουν προς το Κολωνάκι ενώ οι αστυφύλακες καραδοκούν στην γωνία αριστερά για να τους επιτεθούν εκ νέου. (Πηγή: Έξι νεκροί και 193 τραυματίαι τα θύματα χθές Εφημερίδα «Ελευθερία», 10 Μαΐου 1956, σελίδα 1)

Τις επόμενες ημέρες και συγκεκριμένα στις 18 Μαΐου 1956, στο Νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας, υπέκυψε στα τραύματά του και ο αστυνομικός Κωνσταντίνος Γιαννακούρης, όντας το τελευταίο επιβεβαιωμένο θύμα της διαδηλώσεως και της εγκληματικής αντιδράσεως της Κυβερνήσεως11. Μιας διαδηλώσεως που, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Μάνο Χατζηδάκη, «δεν εστρέφετο κατά της Κυβερνήσεως αλλά υπέρ ενός εθνικού ζητήματος, για το οποίο –υποτίθεται- ότι εμάχετο και η Κυβέρνησις! Αυτή την οποία, την ίδια ημέρα η “Εστία” ονόμασε “Κυβέρνησιν αίματος”»12

Την ίδια ημέρα, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου13 έσπευσε να δικαιολογήσει την απαράδεκτη επέμβαση της αστυνομίας, ανακοινώνοντας ότι «υπεύθυνοι δια τας ταραχάς ήσαν οι κομμουνισταί» 14. Αυτό όμως δεν ήταν αλήθεια, καθώς το συλλαλητήριο είχε οργανωθεί από εθνικόφρονες και δεν υπήρχε περιθώριο δράσεως των κομμουνιστών. Ο Παπαγεωργίου γράφει σχολιάζοντας αυτή την δήλωση: «Αλλ’ οι κομμουνισταί, εάν εις προβοκάτσια απέβλεπον, πως θα ήτο δυνατόν να οργανώσουν τοιαύτης εκτάσεως κινητοποίησιν; Να είχον κινηθή από γνησίαν πρόθεσιν; Ήτο αδύνατον, διότι οι μεν εν Κύπρω κομμουνισταί εχαρακτήριζον τους αγωνιστάς της Ε.Ο.Κ.Α. ως «τσιράκια του ιμπεριαλισμού», οι δε εν Αθήναις ομόφρονές των της Ε.Δ.Α.15, διεχώριζον, μόνοι, την θέσιν των από την ομόθυμον αξίωσιν της Αντιπολιτεύσεως (11.5.1956) όπως ζητηθή από τον Βασιλέα να απολύση την Κυβέρνησιν Καραμανλή…16».

Την επόμενη ημέρα, ο Δήμαρχος Αθηναίων Παυσανίας Κατσώτας17 στις δηλώσεις του σχετικά με τα γεγονότα, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Την ευθύνη του αδίκως χυθέντος αίματος την υπέχει ακεραίαν κατά πρώτον λόγον η Κυβέρνησις. Μία Κυβέρνησις που ξεύρει τι θέλει και πού κατευθύνεται, μία Κυβέρνησις που πιστεύει εις την λαϊκήν δύναμίν της και την αγάπην και τον προς αυτήν σεβασμόν των λαϊκών μαζών, ή δεν θα επέτρεπε χθές την συγκρότησιν του συλλαλητηρίου, ή θα ετίθετο επί κεφαλής τούτου η ίδια». 18

Παράλληλα, ετελέσθησαν οι κηδείες των νεκρών, με αυστηρά μέτρα τάξεως. Στην κηδεία του Γεροντή, δεν κατέστη δυνατόν να παραστούν οι γονείς του, γιατί οι Αρχές επέσπευσαν την τελετή. Παρέστησαν οι βουλευτές του κόμματος ΕΔΑ Θανασέκου και Αυγερόπουλος. Δεν εξεφώνησαν λόγους προς τιμήν του νεκρού, προφανώς γιατί τα ιδανικά για τα οποία είχε πέσει ο Γεροντής δεν συνέπιπταν με τα υλιστικά ιδανικά του Κομμουνισμού19. Στον τάφο του κατετέθησαν στεφάνια από τον Δήμαρχο Νικαίας και τους Εκδότες, με τις εξής επιγραφές: «Ο Δήμος Νικαίας στα θύματα του Κυπριακού Αγώνος» και «Στον πεσόντα ήρωα της λευτεριάς της Κύπρου, Βαγγέλη Γεροντή».

Ο Κωνσταντόπουλος ετάφη δίπλα στον Γεροντή. Στην κηδεία του παραβρέθηκε μόνο ο δεκαεπτάχρονος αδελφός του, Αιμίλιος, γιατί ο διοικητής της Χωροφυλακής επέμενε να τελεστεί η κηδεία χωρίς να αναμένεται η άφιξη από την Τρίπολη των γονιών και των δύο αδελφών του.

Ο Νικολάου κηδεύτηκε και ετάφη στο Νεκροταφείο Αναστάσεως του Πειραιά, με παρουσία συγγενών του και μερικών από τους συναδέλφους του. Στον τάφο του κατέθεσε στεφάνι ο δήμαρχος Δημήτριος Σαπουνάκης20, ο οποίος μεταξύ των άλλων είπε τα εξής: «Έτρεξες στο εθνικό συλλαλητήριο, για να σώσεις με τη διαμαρτυρία σου τα δύο Ελληνόπουλα της Κύπρου, που έπεσαν σήμερα θυσία για τη λευτεριά της Πατρίδος. Φεύγεις, παλληκάρι, νέος στην ηλικία και οι δικοί σου, κατά το νεκρώσιμο έθιμο του τόπου μας, εστόλισαν το μέτωπό σου με το λευκό στεφάνι του γάμου, που για σένα δεν έγινε. Αλλά με τη χθεσινή θυσία σου, σου ταιριάζει άλλο στεφάνι. Το στεφάνι της δάφνης. Σε ραίνω με λίγα λαϊκά λουλούδια, δακρυσμένα από την οδύνη του λαού του Πειραιώς, για τον άδικο και πρόωρο χαμό σου. Η Κύπρος θρηνεί σήμερα τον Καραολή και τον Δημητρίου και ο Πειραιάς μας θρηνεί τον Φραγκίσκο Νικολάου».

Η ιστορική έρευνα έχει επιβεβαιώσει τον θάνατο τριών διαδηλωτών και ενός αστυνομικού, παρόλο που αρχικά ακούστηκαν ότι τα θύματα της διαδηλώσεως ήσαν επτά.

Παραθέτω ένα ποίημα που έγραψα γι’ αυτά τα νέα παιδιά, γι’ αυτούς τους λαμπρούς εθνομάρτυρες:

Οι εθνομάρτυρες διαδηλωτές
πεσόντες υπέρ της Κύπρου [9 Μαΐου 1956]

Μέρα Ανοίξεως, μέρα Μαΐου,

σε διαδήλωση, πορεία τρανή,

υπέρ του ηρωικού αγώνος της Κύπρου,

το παρόν δώσατε εσείς.

***

Δεν διστάσατε, των Ελλήνων σεις παίδες,

τη ξενόδουλη να χτυπήσετε πολιτική.

Με παλμό, με λαμπάδες αναμμένες,

της Πατρίδος ακούσατε φωνή.

***

Όμως των φθηνών ανθελλήνων οι σφαίρες,

-δεν θέλανε την Κύπρο Ελληνική-

σας σταμάτησαν τις εγκόσμιες μέρες,

μα την αιώνια σας δώσανε ζωή.

***

Χαίρε, Λασιθίου Κρήτης βλαστάρι,

με εθνικόφρονα ψυχή, Βαγγέλη Γεροντή,

της εθνικής εξάρσεως τη στιγμή, παλικάρι,

επέρασες στων αθανάτων τη γη!

***

Χαίρε Κωνσταντόπουλε Γιάννη,

ανδρειωμένε ήρωα του Μοριά,

του εθνομάρτυρα έλαβες τη δάφνη,

από τα βόλια τα Εφιαλτικά.

***

Χαίρε Φραγκίσκο Νικολάου,

της Σύρου καμάρι και του Πειραιά,

έδωσες στην Πατρίδα τον ανθό σου.

Αθάνατος αιώνια ζεις πια.

***

Χαίρετε εθνομάρτυρες παίδες,

υπέρ της Κύπρου πεσόντες ηρωικά,

δείξατε πως η Κύπρος δεν κείται μακράν, ω λεβέντες

και τα νιάτα σας στο Έθνος, δώσατε τα δροσερά.

***

Αυτοί που σας δολοφονήσαν

-το αίμα σας κράζει και λαλεί-

αληθινοί προδότες ήσαν

του δράματος της Κύπρου οι αυτουργοί.

***

Κι όταν θα έρθει η δική τους στιγμή,

κριτές τους θα είσθε μονάχα εσείς,

ως τότε απ’ όλους φωνή θα ‘κουστεί,

η Κύπρος μας κείτεται πάντα εγγύς.

Ευαγγελία Κ. Λάππα

15 Δεκεμβρίου 2022

Παρατίθενται τα βιογραφικά των τριών φονευθέντων διαδηλωτών στο συλλαλητήριο, στις 9 Μαΐου 1956.

Γεροντής Ευάγγελος

Ο Ευάγγελος Γεροντής γεννήθηκε στο χωριό Κρούστα του Νομού Λασιθίου της Κρήτης, το 1928. Είχε τρεις αδελφές και έναν μικρότερο αδελφό. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας, η οικογένειά του παρεσύρθη στον Κομμουνισμό και ο ίδιος ενετάχθη στην κομμουνιστική νεολαία ΕΠΟΝ21. Αυτός ήταν και ο λόγος που απεβλήθη από το Γυμνάσιο. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στην Μακρόνησο, εργάστηκε στο εμπόριο και στην έκδοση βιβλίων.

Κωνσταντόπουλος Ιωάννης

Ο Ιωάννης Κωνσταντόπουλος καταγόταν από το χωριό Ράδου της Γορτυνίας και γεννήθηκε το 1935. Είχε άλλα πέντε αδέλφια. Ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε πέσει κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου, υπηρετώντας την Πατρίδα. Ένας άλλος αδελφός του, ενώ υπηρετούσε ως χωροφύλακας στην Καλαμάτα, πέθανε από μελαγχολία, για τον χαμό του μεγαλύτερου αδελφού του, το 1953. Το διάστημα με μέχρι την δολοφονία του, ο Ιωάννης Κωνσταντόπουλος εργαζόταν σε μια οικοδομή στην οδό Ιππποκράτους.

Νικολάου Φραγκίσκος

Ο Φραγκίσκος Νικολάου καταγόταν από την Σύρο των Κυκλάδων και γεννήθηκε το 1933. Κατοικούσε στην συνοικία Ταμπούρια του Πειραιά, μαζί με την αδελφή του, Ειρήνη – Δάφνη, την οποία και συντηρούσε. Εργαζόταν ως μηχανικός στους Σιδηροδρόμους του Ελληνικού κράτους. Ως προς τα εθνικά του φρονήματα, ανήκε στην Εθνικόφρονα παράταξη.