Γράφει ο Νίκος Μπίστης...

Για την διεισδυτική ματιά του στην Ιστορία και τα μεγάλα ρεύματα που την αυλακώνουν και την ιδιαίτερη αισθητική του με τα αργόσυρτα πλάνα. Άλλους μάγευε αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος κινηματογραφικής γραφής και άλλους οδηγούσε «στα πιο βαθειά χασμουρητά». Την ώρα του θανάτου ξεχάστηκε το δεύτερο και αν άκουγες τα ρεπορτάζ και δεν ήξερες θα νόμιζες ότι ο Αγγελόπουλος είχε μόνο φίλους και ένα μεγάλο κοινό που τον καταλάβαινε. Η αλήθεια είναι ότι οι ταινίες του ήταν «δύσκολες» και για όποιον είχε συνηθίσει σε αμερικανιές και καταιγιστικούς ρυθμούς που εκπέμπουν ευκολοχώνευτα σήματα, κουραστικές. Για όσους είχαμε προπονηθεί τα χρόνια της δικτατορίας βλέποντας ταινίες του Μίκλος Γιάντσο στο Στούντιο και την Αλκυονίδα, η πρωτοποριακή γραφή του Αγγελόπουλου μας σαγήνευε ακόμα και αν κάποιες στιγμές (μπορούμε τώρα να το ομολογήσουμε) μας κούραζε και εμάς ιδιαίτερα στην μετά «Θίασο» περίοδο.

Ήταν η εποχή που απορρίπταμε συλλήβδην τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και μαζί με τα άπειρα σκουπίδια πετάγαμε και τα λίγα διαμαντάκια. Η «Αναπαράσταση» μας είχε εντυπωσιάσει και μετά ο «Θίασος» μας είχε συναρπάσει. Η πρώτη μεγάλη- μέγιστη ταινία για την Αριστερά, για τους κομμουνιστές και την εποποιία τους. Την είδα για πολλοστή φορά χτες το βράδυ στην ΝΕΤ και ήταν η αφορμή για αυτό το μεταμεσονύκτιο κείμενο. Και πάλι με καθήλωσε και πάλι μου έφερε δάκρυα στα μάτια, πράγμα που δεν είναι βέβαιο ότι θα ενθουσίαζε τον σκηνοθέτη. Αλλά προσπάθησα να καταλάβω γιατί είχε αντιμετωπιστεί έντονα κριτικά έως και αρνητικά από την επίσημη ορθόδοξη Αριστερά όπως μας θύμισε κάνοντας την αυτοκριτική του ο τότε κριτικός κινηματογράφου του Ριζοσπάστη Δημήτρης Δανίκας. Σήμερα, μετά την κατάρρευση και όσα η ιστορική έρευνα έφερε στην επιφάνεια για τις ευθύνες και της Αριστεράς για τον εμφύλιο, θα έλεγε κανείς ότι η ταινία αποτυπώνει κυρίως το μεγαλείο του κομμουνιστικού κινήματος και πολύ λίγο τις υπαρκτές σκοτεινές πλευρές του. Όμως το 1975 όλα ήταν μαύρο- άσπρο δεν υπήρχε χώρος για αποχρώσεις, ακόμα και η ελάχιστη κριτική σε κατάτασσε στους επάρατους αναθεωρητές. Θυμάμαι ένα τρικούβερτο καυγά στην ΚΝΕ ανάμεσα σε υποστηρικτές και αντιπάλους της ταινίας. Ένας σύντροφος που έφυγε από κοντά μας πριν λίγους μήνες επικαλείτο ως απόδειξη του αναθεωρητισμού του Αγγελόπουλου την σκηνή όπου ψυχροί και ανέκφραστοι Ελασιτες παραδίδουν τα όπλα τους μετά την Βάρκιζα. «Έτσι παρέδιδαν τα όπλα οι Ελασίτες; Κλαίγανε και τα άφηναν κάτω με πόνο ψυχής». «Ρε Κώστα, δεν κάνει ντοκιμαντέρ ο άνθρωπος. Κάτι θέλει να μας πει και τους εμφανίζει έτσι. Ίσως ότι άλλοι κινούν τα νήματα» του είπαμε και τρομάξαμε συνειδητοποιώντας ότι αυτό που σκεφτήκαμε ήταν λόγος διαγραφής μας.

Όλες οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι αριστερές ταινίες. Και ο Αγγελόπουλος ήταν και παρέμεινε άνθρωπος της Αριστεράς. Μιας Αριστεράς που τον απογοήτευσε, τον πλήγωσε αλλά δεν έπαψε να την αναζητά από τότε που μικρό παιδι, εννιά χρονών, έψαχνε μαζί με την μητέρα του στην Αθήνα το σώμα του νεκρού πατέρα του, τον Δεκέμβρη του 1944. Και η κινηματογραφική του ματιά για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους μετέωρους και τους κάθε μορφής ανέστιους είναι αριστερή ματιά. Και όπως έλεγε και ο ίδιος στις λίγες συνεντεύξεις του «παρά την απελπισία που μας περικυκλώνει, πάντα υπάρχει μια μικρή ελπίδα».

Τον γνώρισα από κοντά το 1972 σε μια ομιλία του στο αντιστασιακό στέκι της Ελληνοευρωπαικής Κίνησης Νέων, της περίφημης ΕΚΙΝ. Ήξερε πού και σε ποιους μιλούσε. Κάθε διάλεξη στην ΕΚΙΝ ήταν για τους συμμετέχοντες- πόσο μάλλον για τον ομιλητή- μια μικρή αντιστασιακή παρουσία. Μας μίλησε για τον πολιτικό κινηματογράφο και μας προσγείωσε με την επίθεση του στον λαϊκισμό και τις «εύκολες» προσεγγίσεις. Τον θυμάμαι σαν τώρα: «Κάθε τι που θεματολογικά κραυγάζει, δεν είναι υποχρεωτικά πολιτικός κινηματογράφος, επειδή στην επιφάνεια έχει πολιτικό θέμα. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι είναι κινηματογράφος, που είναι τέχνη και όχι μανιφέστο».

35 χρόνια μετά ξαναμιλήσαμε στα γραφεία της «Μεταρρύθμισης» όταν ηχογραφούσαμε την συζήτηση του με τον Δημήτρη Μαρωνίτη για να την απομαγνητοφωνήσουμε μετά και να την δημοσιεύσουμε στο περιοδικό. Μιλούσε αργά, όπως και τα πλάνα του. Όμως μιλούσε όμορφα, όπως και τα πλάνα του. Και πάντα αριστερά.

Πηγή: protagon.gr