«Μετά την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία η διπλωματική, και όχι μόνο, ανάμιξη της Ιταλίας, εξελίχθηκε σε μια απροσχημάτιστα εχθρική συμπεριφορά προς τη χώρα μας, που, πολλές φορές, περνούσε μέσα από χονδροειδείς προπαγανδιστικές ενέργειες, αλλά και ανοιχτές προκλήσεις, που μόνο ο ηχηρός λατινογενής όρος προβοκάτσια, θα μπορούσε να αποδώσει».

Είναι λόγια, του ομότιμου καθηγητή του Μαθηματικού Τμήματος στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Παναγιώτη Τσαμάτου, ο οποίος έχει κάνει μια ουσιαστική έρευνα μέσα από διπλωματικά αρχεία και ιστορικές πηγές, για το γεωπολιτικό τοπίο στην περιοχή λίγο πριν από την ιταλική εισβολή.

Ο καθηγητής Τσαμάτος καταθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σημαντικά στοιχεία της έρευνας με την επισήμανση, πως ο μισαλλόδοξος εθνικισμός, με μεσσιανικές ιδέες, υπερφίαλους μεγαλοϊδεατισμούς, και με πολλά φοβικά σύνδρομα για τους οπαδούς του, είναι το μονοπάτι που οδηγεί πάντοτε, σε ματωμένα αδιέξοδα και οδυνηρούς απολογισμούς.

Από την ανακήρυξη του αλβανικού κράτους το 1912 και σ’ όλο το διάστημα του Μεσοπολέμου, η παρέμβαση της Ιταλίας στις σχέσεις Αλβανίας και Ελλάδας υπήρξε πάντοτε καθοριστική, αναφέρει ο κ. Τσαμάτος και συνεχίζει αναφερόμενος σε προκλήσεις, λιγότερο γνωστές, από τον τορπιλισμό της Έλλης ή τους βομβαρδισμούς ελληνικών πλοίων .

«Η επεισοδιακή διαδικασία της χάραξης των ελληνοαλβανικών συνόρων, με τη δολοφονία του στρατηγού Τελίνι και τον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας, την 31η Αυγούστου του 1923, είναι το πρώτο και απόλυτα ενδεικτικό δείγμα γραφής του νέου φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία.

Ακολούθησε το θέμα της υπαγωγής ή μη των Tσάμηδων στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Tουρκίας, όπου η Ιταλία είχε συνεχείς διπλωματικές παρεμβάσεις, μέχρι να χαρακτηριστούν, τελικά το 1926, οι Tσάμηδες ως αλβανική μειονότητα και να παραμείνουν στην Ελλάδα.

Στην τελική ευθεία της περιόδου αυτής, από το 1938 και μετά, και για την προετοιμασία και τη διαμόρφωση του κλίματος της επίθεσης της 28ης Οκτωβρίου του 1940, η προπαγάνδα και οι προβοκάτσιες, έγιναν καθημερινή πρακτική της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της χώρας μας.

Κατά την περίοδο αυτή, στα σκοτεινά γραφεία των αξιωματούχων του φασιστικού κόμματος, εκπονήθηκαν και υλοποιήθηκαν αδίστακτοι και κυνικοί σχεδιασμοί.

Με την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία, τον Απρίλιο του 1939, οι προθέσεις της Ιταλίας απέναντι στην Ελλάδα καθίστανται πλέον απόλυτα φανερές.

Η Ιταλία σε ρόλο προστάτη των απανταχού της Βαλκανικής Αλβανών, γίνεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο ωμή στην συμπεριφορά της.

Οι αλυτρωτικές διαθέσεις των μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, καλλιεργήθηκαν για χρόνια συστηματικά και, από ένα σημείο και μετά, χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα προπαγάνδας για να δικαιολογηθεί η επίθεση της Ιταλίας σε βάρος της Ελλάδας.

Ένα σημαίνον στέλεχος του ιταλικού φασιστικού κόμματος, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην προετοιμασία της ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα την 28 Οκτωβρίου του ΄40, ήταν ο Φραντσέσκο Γιακομόνι.

Ο Γιακομόνι, γεννήθηκε στο Ρήγιο της Καλαβρίας το 1893. Υπηρέτησε ως Γενικός Τοποτηρητής της Ιταλίας στην Αλβανία από το 1939 και κατά τη διάρκεια της Ιταλικής επίθεσης στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικά δείγματα, του τρόπου αποτίμησης πραγμάτων, γεγονότων και καταστάσεων από την ανώτατη ηγεσία της φασιστικής Ιταλίας, είναι κάποια αποσπάσματα από τα Πρακτικά της Σύσκεψης στο Παλάτσο Βενέτσια στις 15-10-1940, παρουσία του Μουσολίνι».

Διαβάζοντας κανείς τα πρακτικά αυτά, σχολιάζει ο κ. Παναγίωτης Τσαμάτος, αναρωτιέται αν η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, όπως προκύπτει μέσα από τους διαλόγους, είναι αποτέλεσμα παραπληροφόρησης ή ηθελημένης εμμονής τους, σε μια πλασματική εικόνα που οι ίδιοι είχαν φτιάξει και συναγωνιζόντουσαν μεταξύ τους, ποιος θα υπερθεματίσει περισσότερο γι’ αυτήν, ώστε να αποκομίσει μεγαλύτερο κομμάτι της εύνοιας του Ντούτσε.

Εξειδικεύοντας τις ενέργειες για τις προβοκάτσιες που αποφασίστηκαν στη σύσκεψη στο Παλάτσο Βενέτσια, ο Γιακομόνι γράφει στον υφυπουργό των Αλβανικών Υποθέσεων Μπενίνι, από τα Τίρανα την 19-10-1940.

«…Προετοιμάζω αλβανικά στοιχεία, εξακριβωμένα θαρραλέα, ειδικά Τσαμουριώτες, τα οποία θα έχουνε αποστολή να εισέλθουν κρυφά σε ελληνικό έδαφος και την ώρα που θα εξορμήσει ο στρατός μας, να διαπράξουνε με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους, τις παρακάτω πράξεις:

α) καταστροφή τηλεφωνικών και τηλεγραφικών συρμάτων.

β) εξάλειψη των φυλακίων και παρατηρητηρίων κατά μήκος των συγκοινωνιακών γραμμών.

γ) αφοπλισμό των χωροφυλάκων

δ) ρίψη πυροβολισμών στα νώτα των μαχομένων Ελλήνων….

Κατάρτισα με τον εξοχότατο αρχιστράτηγο Βισκόντι Πράσκα τις λεπτομέρειες των επεισοδίων που θα πρέπει να διαδραματιστούνε πριν από την ημέρα Χ για να δικαιολογήσουν την κεραυνοβόλα στρατιωτική μας επέμβαση ….»

Εν τω μεταξύ, η αρχική ημερομηνία για την επίθεση κατά της Ελλάδας, που ήταν η 26η Οκτωβρίου, μετατίθεται για την 28η Οκτωβρίου, ώστε, μεταξύ άλλων, να συμπέσει με την επέτειο στις πορείας του Μουσολίνι τη Ρώμη, της περίφημης «Marcia su Roma» της 28-10-1922.

Ο Τσιάνο από τη Ρώμη στις 22-10- 1940, με απόρρητο μήνυμά του ενημερώνει στα Τίρανα τον τοποτηρητή Γιακομόνι: «… Η ορισθείσα ημερομηνία είναι η 28 Οκτωβρίου. Πρέπει να προβείτε λοιπόν στα γνωστά επεισόδια στις 26. Ωστόσο αν βρίσκετε, πως είναι πολύ αργά ,για να καθυστερήσετε στις ενέργειες των πρακτόρων , μη σκοτιστείτε και πολύ.»

Την επομένη, 23-10-1940, ο Γιακομόνι αναφέρει, στον υφυπουργό των Αλβανικών Υποθέσεων Μπενίνι: «Πληροφορήθηκα την αναβολή στις ημερομηνίας έναρξης των εχθροπραξιών για στις 28 Οκτωβρίου γι’ αυτό και συνεννόηση με το ανώτατο Αρχηγείο προέβην σε ενέργειες, ώστε να επιτευχθούν τα προσδοκώμενα γνωστά επεισόδια, στις ορισθείσες ημερομηνίες 25, 26 και 27, ειδικά δε τα εξής:

Έκρηξη βόμβας στο λιμάνι Έντα (Άγιοι Σαράντα), τη νύχτα της 26ης Οκτωβρίου Σκηνοθετημένη επίθεση, ενάντια σε ένα από τα φυλάκια στην περιοχή Κορυτσάς το πρωινό στις 26.

Ρίψη σ’ αλβανικό έδαφος από αεροπλάνο ,το οποίο υποτίθεται ότι είναι ελληνικό ή αγγλικό, προκηρύξεων στις 27 το πρωινό.»

Στη συνέχεια λέει ο καθηγητής Τσαμάτος, αναλαμβάνει το Πρακτορείο Στέφανι, «γνωστό χαλκείο ψευδών ειδήσεων και προπαγάνδας», που μεταδίδει από τα Τίρανα την 26- 10-1940.

«Ένας οπλισμένος με ντουφέκια και χειροβομβίδες όμιλος Ελλήνων, επιτέθηκε ενάντια σ’ ένα μεθοριακό αλβανικό φυλάκιο στην περιοχή της Κορυτσάς….

Η έγκαιρη αντίδραση της αλβανικής περιπόλου και η επέμβαση στη συνέχεια άλλων αλβανικών τμημάτων, συντελέσανε στο να απωθήσουνε τον όμιλο που είχε κατορθώσει να εισχωρήσει στο αλβανικό έδαφος. Έξι από τους επιτεθέντες Έλληνες, συλληφθήκανε αιχμάλωτοι.

Οι απώλειες των Αλβανών είναι δυο νεκροί και τρεις πληγωμένοι. Χτες βράδυ, τρεις βόμβες εξεράγησαν στην περιοχής της έδρας της Ιταλικής τοποτηρητείας στο Πόρτο-Έντα. Οι Έλληνες ή οι Άγγλοι δράστες της απόπειρας, καταζητούνται επιμόνως από τις αρχές.»

Η ελληνική διάψευση ήταν καταπέλτης, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Ο θόρυβος είχε γίνει. Εκτός από το πρακτορείο «Στέφανι» και η αλβανική εφημερίδα «Τομόρι», πρωτοστατούσε την ίδια περίοδο στον πόλεμο της προπαγάνδας σε βάρος της Ελλάδας.

Σε αναφορά της Ελληνικής Πρεσβείας της Ρώμης την 27-8-1940, γίνεται εκτενής αναφορά στα δημοσιεύματα της εφημερίδας αυτής.

Στα πρωτοσέλιδα της των ημερών εκείνων, γίνεται λόγος για «αιματηρά κτηνωδία», σε βάρος των μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας.

Επίσης, δημοσιεύονται πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες ,«80 Αλβανοί προύχοντες χωρίου τινός εκλήθησαν εις μίαν εκκλησίαν, όπου αι ελληνικαί αρχαί τους έκαυσαν ζωντανούς».

Σημαντικό ρόλο στον πόλεμο της προπαγάνδας έπαιξαν, επίσης, οι ραδιοσταθμοί του Μπάρι και των Τιράνων, καθώς και του Αργυροκάστρου, αργότερα.

Η εμβέλειά τους έφτανε ως τα Γιάννενα. Έντεχνη και συγκεκαλυμμένη η προπαγάνδα των εκπομπών του Μπάρι, απροκάλυπτη του σταθμού του Αργυροκάστρου, που ήταν δημιούργημα του Γιακομόνι και ο οποίος αναφέρει στον Τσιάνο, την 17-8-1940, ότι: «Διέθεσα τον μικρό φορητό σταθμό που είχαν στα Τίρανα, με ακτίνα δράσεως 250 χλμ. και τον εγκατέστησα στο Αργυρόκαστρο, όπου προτίθεμαι να εγκαταστήσω το κέντρο προπαγάνδας γύρω από την Τσαμουριά. »

Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη Γεώργιος Εξηντάρης, αποστέλλοντας το 1945, τα πρακτικά της δίκης των Ιταλών υπαιτίων της ήττας, μεταξύ των κατηγορουμένων και ο Γιακομόνι, προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, μεταξύ άλλων αναφέρει :

«Οι Αλβανοί έλαβον ενεργόν μέρος εις τον αγώνα παρά το πλευρόν του Άξονος, με τμήματα του στρατού των, τόσον του τακτικού όσον και εθελοντικού, καθώς και με συμμορίας.

Έλαβον δε μέρος 14 εν όλω τάγματα του τακτικού αλβανικού στρατού, 3.500 εθελονταί αποτελέσαντες ατάκτους συμμορίας και με τάγματα μελανοχιτώνων Αλβανών (Αλβανική Φασιστική Μιλίτσια), ο επικεφαλής της οποίας στρατηγός Αλεσάντρο Μπισκατσιάντι, βραβευθείς με τον Χρυσούν Φοίνικα της Ιταλίας, απηύθυνε ύμνο από του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Τιράνων στις 18 Σεπτεμβρίου 1941 “διά τον ηρωισμόν και την αυτοθυσίαν, της Αλβανικής Μιλίτσια”.»

Την εν λόγω δίκη των πρωταιτίων της στρατιωτικής ήττας της Ιταλίας, σημειώνει ο κ. Τσαμάτος, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση σε πολυσέλιδη έκθεση της ιταλικής υπηρεσίας Στρατιωτικών Πληροφοριών, στην οποία υποτίθεται ότι βασίστηκε το όλο εγχείρημα.

Από την έκθεση αυτή, προέκυπτε ότι ο ελληνικός λαός δεν θα αντιστέκονταν στους Ιταλούς και ότι η χώρα θα παραδιδότανε αμαχητί (σ.σ. πήγαν κουβά μεγαλοπρεπώς).

Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη ο καθηγητής υπογραμμίζει, «αλαζόνες και μεθυσμένοι από την έπαρση της υπεροπλίας των “8 εκατομμυρίων λογχών”, δεν μπόρεσαν να διανοηθούν την δύναμη του ελληνικού λαού, για την διαφύλαξη της συλλογικής του αξιοπρέπειας».

Το πανάκριβο τίμημα της μικρής μας χώρας, στον αρρωστημένο μεγαλοϊδεατισμό του Μουσολίνι και της παρέας του, ήταν 13.500 Έλληνες νεκροί και περίπου 50.000 τραυματίες και με κρυοπαγήματα.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ