Με την έναρξη της δεκαετίας του ’50 ο Κυπριακός Ελληνισμός και η Εθναρχούσα Εκκλησία, που είχε την εθνική και πολιτική καθοδήγησή του, αντιλαμβάνονται ότι η προσπάθεια 70 χρόνων να πείσουν τους Βρετανούς αποικιοκράτες, με υπομνήματα και πρεσβείες, να αποδώσουν σ’ ένα λαό, ο οποίος στάθηκε δίπλα τους σε δύο παγκοσμίους πολέμους, την ελευθερία του δεν απέδιδαν.

Ο Κυπριακός Ελληνισμός κλήθηκε στις 15 του Γενάρη του 1950 να υπογράψει και το συμβόλαιο των εθνικών του πεπρωμένων. Στην πρόσκληση της ιστορίας το 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου διατράνωσαν τη μια και αναλλοίωτη θέλησή τους: «Αξιούμε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα». Η 15η Ιανουαρίου αποτελεί αναντίλεκτα μια από τις κορυφαίες στιγμές του κυπριακού αλυτρωτικού κινήματος.

Μετά από μακρά προεργασία σχηματίστηκε στην Αθήνα δωδεκαμελής Επιτροπής Αγώνος Κύπρου (Ε.Α.Κ.) με στόχο της διεξαγωγής αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον αγγλικό ζυγό και την ένωση της με την Ελλάδα.

Ο Σωκράτης Λοϊζίδης, ο οποίος είχε εξοριστεί στις 3 Φεβρουαρίου 1950 από τους Βρετανούς λόγω της έντονης εμπλοκής του στη διεξαγωγή και επιτυχία του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, συνάντησε τον Μάρτιο του 1951 στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» τον νεοκλεγέντα Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Γ΄, με τον οποίον υπήρξαν συμμαθητές στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και τού ανέπτυξε την ιδέα για την οργάνωση απελευθερωτικού ενωτικού αγώνα στην Κύπρο. Ιδέα με την οποία ο Αρχιεπίσκοπος συμφώνησε. Στη συνέχεια ο Σωκράτης με τον αδελφό του Σάββα Λοϊζίδη, δικηγόρο, ο οποίος είχε εξοριστεί από τους Βρετανούς μετά την εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931, συνάντησαν τον πρώην υπουργό Άμυνας στις Κυβερνήσεις των Δημήτριου Μάξιμου και Θεμιστοκλή Σοφούλη Γεώργιο Στράτο (1887-1973), ο οποίος με ενθουσιασμό ενστερνίστηκε το σχέδιο.

Ο Γεώργιος Στράτος εισηγήθηκε, σύμφωνα με τον Σάββα Λοϊζίδη, τη συνεργασία με τον Κύπριο ε.α. συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα.

Τα αδέλφια Λοϊζίδη συνάντησαν, τον Μάιο του 1951, στην Αθήνα, στον εξώστη ενός ζαχαροπλαστείου στην οδό Πανεπιστημίου τον Γεώργιο Γρίβα και τον ενημέρωσαν για την ύπαρξη της μυστικής Επιτροπής Αγώνος Κύπρου και του πρότειναν να αναλάβει την αρχηγία του ένοπλου αγώνα. Ο Γρίβας δήλωσε πρόθυμος να ηγηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο του αγώνα κατερχόμενος μάλιστα στη Μεγαλόνησο.

Ο Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του από το 1948 ασπάστηκε την ιδέα της ανάληψης ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, και είχε εξασφαλίσει τη στήριξη του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγού Γ. Κοσμά καθώς και του πρώην Υπουργού Στρατιωτικών, Γεώργιου Στράτου.

Το καλοκαίρι του 1951 αποφασίστηκε η διεύρυνση της Μυστικής Επιτροπής Αγώνος Κύπρου με την ένταξη σε αυτή και άλλων προσωπικοτήτων που μπορούσαν να προσφέρουν υπηρεσίες σε διάφορους προπαρασκευαστικούς τομείς και που επιλέγονταν με πολλή προσοχή και μυστικότητα. Εντάχθηκαν στην Επιτροπή ο καθηγητής της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεράσιμος Κονιδάρης (1905-1987), ο Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Παντείου Σχολής Πολίτικων Επιστημών Δημήτριος Βεζανής (1904-1968), ο δικηγόρος Αντώνιος Αυγίκος, ο στρατηγός Νικόλαος Παπαδόπουλος, ο επονομαζόμενος Παππούς, ο οποίος είχε διακριθεί κατά τις μάχες του Εμφυλίου Πολέμου, ο συνταγματάρχη ε. α. των μυστικών υπηρεσιών Ηλίας Αλεξόπουλος, ο οποίος ήταν νυμφευμένος με Κύπρια και γνώριζε τον Γ. Γρίβα, ο Ηλίας Τσατσόμοιρος, Βιομήχανος και ο Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ανώτερος υπάλληλος των Κρατικών Σιδηροδρόμων.

Τους δυο τελευταίους είχε μυήσει στην Επιτροπή ο Καθηγητής Δημ. Βεζανής, του οποίου ήταν συνεργάτες στον Ελληνικό Εθνικιστικό Σύλλογο. Με την Επιτροπή συνεργάστηκαν και πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του Γεώργιου Γρίβα με τους οποίους είχε συνεργαστεί κατά την περίοδό της Εθνικής Αντίστασης (1941-1944) κατά της γερμανικής Κατοχής, όπως οι αδελφοί Κώστας και Μιχαήλ Ευσταθόπουλος, ο Γεώργιος Γαζουλέας, ο Παναγιώτης Μιχαλολιάκος κ. ά. Οι συνεργάτες αυτοί εργάστηκαν έντονα στην προσπάθεια συγκέντρωσης οπλισμού και πυρομαχικών.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα πλείστα μέλη της Επιτροπής Αγώνος Κύπρου είχαν πολεμήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά των δυνάμεων του Άξονα ή και έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής συμμαχώντας με τους Βρετανούς. Είδαν την Ελλάδα να γίνεται κυριολεκτικά ολοκαύτωμα λόγω της σύνταξή της με τη Μεγάλη Βρετανία. Δεν μπορούσαν, λοιπόν, να ανεχθούν η Αγγλία να συνεχίζει να κατακρατεί υπό αποικιακό ζυγό μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες.

Η απόφαση για την έναρξη του αγώνα

Στις 2 Ιουλίου 1951 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο σπίτι του καθηγητή Δημήτριου Βεζανή, οδός Σκουφά 60, η πρώτη συγκέντρωση της ολομέλειας της Επιτροπής υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στην παρουσία και του συνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα. Κατά τη συνάντηση αποφασίστηκε η έναρξη ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο με πολιτικό ηγέτη τον Αρχιεπίσκοπό Μακάριο και στρατιωτικό αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα. Στην ίδια συνεδρία έγινε ευρεία συζήτηση ως προς τη μορφή του αγώνα. Ο Μακάριος υποστήριζε την περιορισμένη δράση παρενόχλησης και σαμποτάζ και την αποφυγή αιματοχυσίας, ο δε Γρίβας υπεστήριζε ευρύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Άγγλων. Την άποψη του Γρίβα υπεστήριξαν τα περισσότερα από τα μέλη της Επιτροπής.

Τρεις μέρες αργότερα, στις 5 Ιουλίου 1951 ο Γεώργιος Γρίβας αναχώρησε από την Ελλάδα για την Κύπρο με σκοπό να «μορφώσω, όπως αναφέρει ο ίδιος, ιδίαν γνώμην κατά πόσον ηδύνατο να επιτύχη απελευθεωρικόν κίνημα» στην Κύπρο. Στις 10 Ιουλίου 1951 είχε συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για να συζητήσουν το θέμα. Ο Διγενής κατά τη συνάντηση αποκόμισε την εντύπωση ότι ο Μακάριος ήταν «λίαν συντηρητικός και με σκεπτικισμόν ήκουσε την πρότασίν μου, διότι αμφέβαλλε δια την δυνατότητα επιτυχίας μαχητικής δράσεως εν Κύπρω». Στη συνέχεια ο Διγενής μετέβηκε στην περιοχή Τροόδους δήθεν για παραθερισμό, αλλά με στόχο να προβεί σε αναγνωρίσεις «επί των δυνατοτήτων οργανώσεως, ανταρτοπολέμου». Ο Γεώργιος Γρίβας στο χωριό Καλοπαναγιώτη συναντήθηκε στις 20 Ιουλίου 1951 και με ο Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, τον οποίο ενημέρωσε σχετικά με τους σχεδιασμούς του. Ο Κυπριανός συμφώνησε με τις σκέψεις του Διγενή και ανέλαβε να μιλήσει σχετικά με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στις 3 Αυγούστου 1951 ο Διγενής ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο για τα πορίσματά του από τις αναγνωρίσεις του.

Παράλληλα στην Αθήνα η Επιτροπή Αγώνος Κύπρου εργάστηκε προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης, συγκέντρωσης οπλισμού και την αποστολή του στην Κύπρο. Προς τον σκοπό αυτό οργανώθηκε στην Ελλάδα δίκτυο συγκέντρωσης και αποστολής πολεμικού υλικού στην Κύπρο καθώς επίσης και δίκτυο παραλαβής και απόκρυψης του στην Κύπρο.

Με σκοπό τη διαφύλαξη της μυστικότητας της ύπαρξης της Επιτροπής αυτή συνεδρίαζε σε διάφορους τόπους. Συνεδρίασαν στο σπίτι του Σάββα Λοϊζίδη, στην οδό Μαυρομιχάλη 59 ή στο δικηγορικό του γραφείο στην οδό Ομήρου, στο δικηγορικό γραφείο του Αντώνιου Αυγίκου, στην οδό Σατωβριανου 10, στο σπίτι του καθηγητή Γεράσιμου Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού 36β. Τα μέτρα προφύλαξης ήταν αναγκαία γιατί στην Αθήνα υπήρχε ένα οργανωμένο βρετανικό δίκτυο κατασκοπίας της Μ16, η οποία κατόρθωσε αργότερα, στις αρχές του 1957, να παγιδεύσει το τηλέφωνο του Σάββα Λοϊζίδη. Όταν η Επιτροπή συνεδρίαζε χωρίς την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, γιατί δεν βρισκόταν στην Αθήνα, προήδρευε ο Γεώργιος Στράτος.

Τον Οκτώβριο του 1952 ο Διγενής επανήλθε στην Κύπρο, όπου παρέμεινε για πέντε μήνες (3 Οκτωβρίου 1952 – 25 Φεβρουαρίου 1953). Κατά την επίσκεψή του αυτή φρόντισε να δημιουργηθούν οι πρώτοι μαχητικοί πυρήνες για ανάληψη επαναστατικής δράσης και για παραλαβή και απόκρυψη πολεμικού υλικού. Προέβηκε σε αναγνωρίσεις σε ορεινές περιοχές του Τροόδους και του Πενταδακτύλου και διαπίστωσε ότι υπήρχε η δυνατότητα δημιουργίας μικρών και ευέλικτων ανταρτικών ομάδων. Παράλληλα προχώρησε στην εκτεταμένη αναγνώριση των δυτικών παραλίων της Κύπρου και επέλεξε χώρους από όπου μπορούσε να πραγματοποιηθεί εκφόρτωση του πολεμικού υλικού, το οποίο θα αποστελλόταν από την Ελλάδα.

 «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου, θα υπακούω δε τυφλώς εις τας εκάστοτε διδομένας μοι σχετικάς επιταγάς» 

Ο όρκος των 12 ανδρών της επιτροπής 

Η μυστική συνάντηση που έμεινε στην ιστορία

Αρχές Μάρτιου του 1953 ο Μακάριος Γ’ ταξίδεψε στην Αθήνα. Είχε προγραμματιστεί μία μυστική συνάντηση που θα έμενε στην ιστορία. Το βράδυ της 7ης Μαρτίου, στο σπίτι του καθηγητή θεολογίας Γεράσιμου Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού 36β, 12 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω από ένα τραπέζι. Αυτοί ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο Γεώργιος Γρίβας, ο Σωκράτης Λοϊζίδης, ο Νικόλαος Παπαδόπουλος, ο Γεώργιος Στράτος, ο Ηλίας Τσατσόμοιρος, ο Δημήτρης Σταυρόπουλος, ο Σάββας Λοϊζίδης, ο Αντώνιος Αυγίκος, ο Δημήτριος Βεζανής, ο Ηλίας Αλεξόπουλος και φυσικά ο οικοδεσπότης, Γεράσιμος Κονιδάρης. Οι 12 άνδρες έδωσαν έναν κοινό όρκο: να επιτύχουν την πολυπόθητη ένωση. Η πορεία προς τον ένοπλο αγώνα ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Ο όρκος, ήταν μόλις 48 λέξεις, δόθηκε επάνω στο μικρό Ιερό Ευαγγέλιο και υπεγράφη από τους δώδεκα είναι ο ακόλουθος: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου, θα υπακούω δε τυφλώς εις τας εκάστοτε διδομένας μοι σχετικάς επιταγάς».

Ο Γεράσιμος Κονιδάρης γράφει σχετικά με την πιο πάνω ιστορική ορκωμοσία, η οποία σε μεγάλο βαθμό καθόρισε την πορεία του αλυτρωτικού κινήματος των Ελλήνων της Κύπρου: «Την Καινήν Διαθήκην έθεσα επί της τραπέζης, μεθ’ ο ηγέρθημεν πάντες διά να δώσωμεν τον όρκον, συνταγέντα κατά τα πρότυπα του μεγάλου αγώνος, κατά τρόπον δηλαδή ουχί απολύτως σαφή. Και ο μεν Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έθεσε την χείρα επί του στήθους, ημείς δε επί του Ιερού Ευαγγελίου. Και τον μεν όρκον ανεγίνωσκεν η A.M. ο Αρχιεπίσκοπος, ημείς δε τον επανελαμβάνομεν φράσιν προς φράσιν, εν βαθύτατη συγκινήσει». Το κείμενο του όρκου με τις υπογραφές και η Καινή Διαθήκη που χρησιμοποιήθηκε βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Ελλάδας.

Την πιο πάνω περιγραφή, αλλά και γενικά τις εμπειρίες του από την προπαρασκευή του κυπριακού αγώνα, ο Γεράσιμος Κονιδάρης εξέδωσε το 1964 στην Αθήνα σε βιβλίο με τίτλο: Ιστορικαί αναμνήσεις από την προετοιμασίαν του αγώνος για την ελευθερίαν της Κύπρου και η 7η Μαρτίου 1953, Παράρτημα Σωκρ. Λοϊζίδη: Η συγκρότησις της επιτροπής αγώνος». Ένα βιβλιαράκι 22 σελίδων εξαιρετικά πολύτιμο για την κυπριακή ιστοριογραφία.

Η Επιτροπή συνήλθε σε συνεδρία δυο μήνες αργότερα, στις 13 Μαΐου 1953, με κύριο θέμα την αποστολή οπλισμού στην Κύπρο. Το θέμα αυτό το χειριζόταν ο πρώην Υπουργός Άμυνας και Μέλος της Επιτροπής Γεώργιος Στράτος, μαζί με δικούς του συνεργάτες. Το 1953 καταγράφεται και η διαγραφή από μέλος της Επιτροπής του στρατηγού Νικόλαου Παπαδόπουλου, επειδή αρνήθηκε να υπακούσει σε υπόδειξη της Επιτροπής να επιστρέψει στους Βρετανούς τα παράσημα που του είχαν απονείμει για τη συμμετοχή του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα δυο αλλά μέλη της Επιτροπής οι Ηλίας Τσατσόμοιρος και Δημήτρης. Σταυρόπουλος μετά την ορκωμοσία έπαυσαν να μετέχουν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής, ίσως λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων.

H Οργάνωση ΚΑΡΗ

Παράλληλα και ανεξάρτητα με την Επιτροπή Αγώνος Κύπρου επανιδρύθηκε στην Αθήνα το 1952 η μυστική οργάνωση Κ.Α.Ρ.Η. (Κύπριοι Αγωνισται, Ριψοκίνδυνοι Ηγεται), η οποία είχε σκοπό την προώθηση ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και την αποστολή οπλισμού στη Μεγαλόνησο. Αρχηγός της Κ.Α.Ρ.Η. ήταν ο Κυπριακής καταγωγής, από την κοινότητα Δρούσια της επαρχίας Πάφου, γιατρός Ιωάννης Χατζηπαύλου – Ιωαννίδης. Η Κ.Α.Ρ.Η. δημιούργησε μια επαναστατική φοιτητική ομάδα με δεκαοκτώ (18) Κύπριους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι περισσότεροι από τους φοιτητές αυτούς εκπαιδευτήκαν στη χρήση των όπλων και στην τακτική του ανταρτοπολέμου στο Ηράκλειο της Κρήτης από τους Ιωάννη, Κώστα και Μανώλη Μπαντουβά. Με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ οι εκπαιδευθέντες άνδρες της Κ.Α.Ρ.Η. πήραν εντολή από τον Γ. Γρίβα να κατέλθουν στην Κύπρο και να ενταχθούν στις μαχητικές ομάδες της Οργάνωσης. Η κάθοδος οκτώ φοιτητών στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1955.

Η απάντηση των Κυπρίων στο βρετανικό «ουδέποτε»

Η πρώτη μεταφορά οπλισμού στην Κύπρο από την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαρτίου 1954 με το ιστιοφόρο «Σειρήν». Κυβερνήτης του πλοιαρίου ήταν ο Ευάγγελος Κουταλιανός. Ο οπλισμός παρελήφθη στην ακτή «Βρέξη» της Χλώρακας, με κάθε μυστικότητα και φυλάχτηκαν σε ασφαλές μέρος 8 οπλοπολυβόλα, 21 αυτόματα, 47 τυφέκια, 7 περίστροφα, 290 χειροβομβίδες, 20 κιλά εκρηκτικές ύλες και πολλές σφαίρες. Ουσιαστικά με αυτό το πολεμικό υλικό ξεκίνησε ο Αγώνας της ΕΟΚΑ την 1η Απριλίου 1955.

Οι Βρετανοί τον Ιούλιο τον 1954 μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων έκλεισαν και το τελευταίο παράθυρο ελπίδας για ειρηνική επίλυση των κυπριακού ενωτικού ζητήματος. Στις 28 Ιουλίου ο Βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών Χένρυ Χόπκινσον δήλωνε με κατηγορηματικό τρόπο ότι «Η Κύπρος είναι στρατηγική περιοχή. Ουδέποτε θα μπορούσε να βρει εφαρμογή στην περίπτωσή της η αρχή της αυτοδιάθεσης». Η ελληνική απάντηση στο βρετανικό «ουδέποτε» δόθηκε στον Ιερό Ναό της Φανερωμένης Λευκωσίας από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις 22 Αυγούστου του 1954, ενώπιον 20.000 Ελλήνων Κυπριών (σύμφωνα με τον κυπριακό Τύπο της εποχής είχε αδειάσει η Λευκωσία και τα πέριξ χωριά). Η απάντηση του Μακαρίου προσδιόριζε με σαφήνεια το στόχο του κυπριακού αγώνα. Από το δεσποτικό θρόνο της Φανερωμένης ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκφώνησε τον ιστορικό «Όρκο της Φανερωμένης».

«Κύπριοι αδελφοί. Στώμεν καλώς. Ουδείς ας ορρωδήση. Ουδείς ας προδώση τας αρχάς και τας πεποιθήσεις του. Είμεθα Έλληνες και μετά των Ελλήνων επιθυμούμεν να ζήσωμεν. Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους ας δώσωμεν σήμερον τον άγιον όρκον: «Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων. Άνευ συναλλαγών. Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας υπεράνω των μικρών και εφημέρων κωλυμάτων, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες τέλμα, την ένωσιν και μόνον την Ένωσιν». Με σαφήνεια και ξεκάθαρα ο Μακάριος προσδιόρισε στην ομιλία του αυτή την παραπέρα πορεία του κυπριακού ενωτικού κινήματος. Μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου του 1954 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας συναντήθηκαν στην Αθήνα τέσσερις φορές και αντάλλαξαν απόψεις για ζητήματα, που αφορούσαν την προπαρασκευή του επαναστατικού κινήματος στην Κύπρο.

Ο ξεσηκωμός μετά από 864 χρόνια σκλαβιάς…

Στις 26 Οκτωβρίου 1954 ο Γεώργιος Γρίβας αναχώρησε από τον Πειραιά για τη Ρόδο. «Απεχαιρέτησα την σύζυγόν μου, σημειώνει ο ίδιος, και με εφόδια μόνο την Πίστιν ανέλαβα το μεγαλύτερον εγχείρημα της ζωής μου, το οποίον, με την βοήθειαν του Θεού, απέδειξε τας υπέροχους αρετάς που κοσμούν τον Ελληνικόν Κυπριακόν Λαόν».

Στις 8 Νοεμβρίου 1954 ο Γρίβας αναχώρησε με το ιστιοφόρο «Σειρήν» από τη Ρόδο για την Κύπρο. Κυβερνήτης του πλοίου ήταν ο Θεόφιλος Ξανθόπουλος ενώ τον συνόδευαν ο δικηγόρος Σωκράτης Λοϊζίδης και ο Νότης Πετροπουλέας (ψευδώνυμο «Ευαγόρας»), ο οποίος καταγόταν από την Ελλάδα και είχε μεταβεί στην Κύπρο με σκοπό την εκπαίδευση αγωνιστών στο χειρισμό των όπλων. Το πλοίο κατά την πορεία του προς την Κύπρο διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο καταποντισμού, αλλά τελικά έφθασε στον προορισμό του, στην ακτή «Αλυκή» της Χλώρακας, στις 8 μ.μ. της 10ης Νοεμβρίου 1954.

Η ένοπλη επαναστατική οργάνωση των Κυπρίων πήρε την ονομασία ΕΟΚΑ, δηλαδή Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών στις αρχές Ιανουαρίου του 1955. Σύμφωνα με αφήγηση του Γρηγόρη Γρηγορά, ο οποίος ασκούσε τότε καθήκοντα υπασπιστή του Αρχηγού, όταν βρισκόταν μαζί με τον Γεώργιο Γρίβα στην Κακοπετριά, ο τελευταίος γύρισε ξαφνικά και τον ρώτησε πως σου φαίνεται το όνομα ΕΟΚΑ. Έτσι γεννήθηκε το όνομα που σε λίγους μήνες θα αγκάλιαζε το σύνολο του Κυπριακού Ελληνισμού και η δράση της θα έκανε γνωστή την Κύπρο σε όλο τον κόσμο.
Την 1η Απριλίου του 1955 ένας λαός, ο οποίος έζησε 864 ολόκληρα χρόνια σκλάβος αποφάσισε, κάτω από την εμπνευσμένη ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στον πολιτικό τομέα και του συνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα, στο στρατιωτικό τομέα, να αναλάβει «τον αγώνα για την αποτίναξιν του αγγλικού ζυγού με σύνθημα εκείνο, το οποίο [του] κατέλειπαν οι πρόγονοι [του] ως ιεράν παρακαταθήκη «Ή ταν ή επί τας».

Με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ την 1η Απριλίου 1955 η Επιτροπή Αγώνος Κύπρου πραγματοποίησε πολλές συνεδριάσεις. Η τελευταία συνεδρία πριν την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» στις 16 Νοεμβρίου 1955 με την παρουσία του Κύπριου Αρχιεπισκόπου. Στη συνέχεια η Επιτροπή πραγματοποίησε συνεδριάσεις με αντικείμενο την ενίσχυση του εξοπλισμού της ΕΟΚΑ καθώς τα μέλη της Επιτροπής υιοθέτησαν τις απόψεις του Διγενή ότι η δράση της ΕΟΚΑ θα έπρεπε να περιλαμβάνει πέραν των επιχειρήσεων σαμποτάζ και εξοπλισμό ανταρτικών ομάδων, οι οποίες θα είχαν ανάμεσα στις αποστολές τους και την επιχειρησιακή κάλυψη των ομάδων δολιοφθοράς. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής το 1956 είχαν να κάνουν με την προσπάθεια αναδιοργάνωσης και τη μεγαλύτερη ενεργοποίηση της Πανελλήνιας Επιτροπής Αυτοδιάθεσης Κύπρου, η οποία λειτουργούσε από τις αρχές τις δεκαετίας του 1950 υπό την προεδρία του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου Αθηνών.

Μετά την επιστροφή τον Απρίλιο του 1957 του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Αθήνα από την εξορία του στις Σεϋχέλλες η Επιτροπή πραγματοποίησε κάποιες συνεδριάσεις. Σε συνεδρία της Επιτροπής τον Οκτώβριο του 1958 στη νέα οικία του Καθηγητή Κονιδάρη στην οδό Αράχωβας 15 υπήρξαν έντονες διαφωνίες. Κατά τη συνεδρία αυτή ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος «απάντων εις οξύτατας κρίσεις, ιδία του κ. Δ. Βεζανή, υπεραμυνθή της στροφής της πολιτικής του από της Ενώσεως προς την ανεξαρτησία». Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Γεράσιμος Κονιδάρης «κατά τον Οκτώβριον του 1958 και προ αυτού η Επιτροπή μας ουδεμίαν ησκει πλέον επιρροήν, του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου διαχειριζομένου προσωπικώς μετά της Κυβερνήσεως Καραμανλή το Κυπριακόν ζήτημα […] Κατά την σύνταξιν των συμφωνιών της Ζυρίχης και Λονδίνου ουδεμίαν επαφήν ειχομεν μετά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου».

Πιο έντονα το χρέος μας

Ευγνωμονούμε τους δώδεκα Ελλαδίτες και Έλληνες Κύπριους της «Επιτροπής Αγώνος Κύπρου» που αψηφώντας τους κίνδυνους προχώρησαν στην οργάνωση του τελευταίου απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, θέλοντας να εξασφαλίσουν σε ένα εκλεκτό κομμάτι του Ελληνισμού, την Κύπρο, την Ελευθέρια της, την εθνική της απολύτρωση από τον αποικιακό ζυγό και την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ είναι ότι πιο λαμπρό έχει να επιδείξει η 35 αιώνων ελληνική ιστορία της Κύπρου. Ήρωες, όπως τον Γρηγόρη Αυξέντιου, που ο ανδριάντας του φιλοξενείται σε τούτο το Μουσείο, τον Κυριάκο Μάτση, τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που πριν ακριβώς 66 χρόνια μια τέτοια νύκτα οδηγείτο στο ικρίωμα της αγχόνης των Κεντρικών Φυλάκων θα παραμείνουν αιώνια πρότυπα για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων και θα μας θυμίσουν πιο έντονα το χρέος μας να αγωνιστούμε, σε Ελλάδα και Κύπρο, για τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής του νησιού μας.

Αιωνία η μνήμη όσων προπαρασκεύασαν τον επικό αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-59 και όσων θυσιάστηκαν στον βωμό της κυπριακής ελευθέριας

  • Πηγή: Φιλελεύθερος