Στο καμαράκι -πρώην αποθήκη- που κοιμόμουν στην αυλή του πατρικού μου για να ...δηλώνω την ανεξαρτησία μου, είχε συγκληθεί έκτακτο συμβούλιο της παλιοπαρέας των έιτις με θέμα ημερήσιας διάταξης που έθεσε ο Φώτης: «Πού να πάω τη Λουκία του Αγίου Βαλεντίνου;». Εκτός από τον ίδιο τον ερωτευμένο κι εμένα τον οικοδεσπότη, το «παρών» είχαν δώσει και τα άλλα τρία μέλη της επιτροπής, ο Δεμπασκαλάς, ο Πέτρος ο Αρμένης και ο Παππούς, ο ευρυμέτωπος, νέος φίλος μας, που τότε «η καράφλα του είχε φτάσει στο σώβρακο», σύμφωνα με τα λεγόμενα -ποιου άλλου;- του Φώτη.
Η συζήτηση σύντομα έφτασε σε αδιέξοδο. Ο Φώτης, ούτε αυτοκίνητο είχε για να το πάει βόλτα το κορίτσι (δεν θυμάμαι αν ήταν η 6η ή η 21η αρρεβωνιάρα), ούτε και λεφτά, όπως πάντα. Η πιθανότητα να τη βγάλει με δανεικά από τους υπόλοιπους, δεν είχε καμία ...πιθανότητα. Ο Φώτης μας χρώσταγε από τότε όσα χρωστάει η Ελλάδα στις μέρες μας, δεν σκόπευε να υπογράψει κανένα Μνημόνιο και είχε ήδη κηρύξει μια πτώχευση που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο στο gazzetta.gr