Πάνω που αναλογιζόμουν πόσο αποφράς ημέρα είναι για την Ελλάδα η 8η Φεβρουαρίου (για την τραγωδία της «Θύρας 7» το 1981 και τους θανάτους του Νίκου Ξυλούρη το 1980 και του Γιάννη Παθιακάκη το 2002), τα μαύρα περιβραχιόνια πήραν... μεταγραφή και στην Ιταλία για να αποτίσουν τον φόρο του πένθους σε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες που σημάδεψαν τη μεταπολεμική ιστορία του ευρωπαϊκού αθλητισμού. Του αθλητισμού, επιμένω, και όχι μονάχα του μπάσκετ...
Τον Τσέζαρε Ρουμπίνι που έφυγε από τη ζωή σήμερα σε ηλικία 88 ετών τον συνάντησα για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1983 στη Λιμόζ, όπου η εθνική Ιταλίας της οποίας ήταν γενικός αρχηγός (καθ' οδόν προς το θρόνο του Ευρωμπάσκετ) αντιμετώπισε και την Ελλάδα. Με την περιέργεια ενός εικοσάχρονου, ο οποίος κάλυπτε για πρώτη φορά μια μεγάλη διοργάνωση, το πρώτο πράγμα που έκανα όταν συναντούσα κάποιον ήταν να κοιτάξω (άλλοτε διακριτικά, άλλοτε όχι) τι έγραφε η κάρτα της διαπίστευσης του. Ο Ρουμπίνι λόγω του αρχοντικού στιλ, του σεβασμού που ενέπνεε και της (όχι απλώς αστικής, αλλά) αριστοκρατικής ευγένειας του, με σήμα κατατεθέν το φουλάρι το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ μου έκανε εντύπωση από την πρώτη κιόλας μέρα .Έμαθα κιόλας περί τίνος πρόκειται, οπλίστηκα με θάρρος και ένα πρωινό τον... ξεμονάχιασα για μια συνέντευξη στο σαλόνι του ξενοδοχείου «Novotel», όπου είχαν καταλύσει όλες οι αποστολές....
Εκείνη την εποχή οι νεαροί δημοσιογράφοι ήμασταν λίγο πιο ντροπαλοί από τους σημερινούς! Ο Ρουμπίνι το κατάλαβε και προτού αρχίσω τις ερωτήσεις που είχα στο μυαλό μου, απορρόφησε την αμηχανία μου, ρωτώντας με τι κάνουν οι Ελληνες φίλοι του και κυρίως ο Μίμης Στεφανίδης από το μπάσκετ και ο Αντρέας Γαρύφαλλος από το γουότερ πόλο. Ε, αυτό ήταν: λύθηκα, άφησα πίσω μου τη ντροπαλοσύνη και έκανα τη δουλίτσα μου, όπως την έκανε κι αυτός με μεγάλη επιτυχία, καθώς η Ιταλία αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, δια πυρός και σιδήρου, συμπεριλαμβανομένης και της ομηρικής γροθοπατινάδας στον αγώνα με τη Γιουγκοσλαβία, όταν ο Ρουμπίνι μπήκε στη μέση για να αποσοβήσει τα χειρότερα, βλέποντας τον Γκρμπόβιτς να παίρνει από το φορητό φαρμακείο το ψαλίδι και να ορμάει για να ξεκοιλιάσει τον Βεκιάτο!
Ο Ρουμπίνι ήταν για την Ιταλία, ό,τι (ο θεός να τον έχει καλά για να) εξακολουθεί να είναι για την Ελλάδα ο Φαίδων Ματθαίου: ένας πατριάρχης του μπάσκετ, ένας ιεροφάντης των σπορ, ένας «homo universalis», όπως τον όρισαν (στη λατινική γλώσσα) οι Ιταλοί την περίοδο της Αναγέννησης, χαρακτηρίζοντας με αυτόν τον όρο τις πολυσχιδείς προσωπικότητες που συμπύκνωναν γνώσεις και δεξιότητες πολλών διαφορετικών επιστημών και τεχνών και μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα ζωγράφοι, γλύπτες, συγγραφείς, αστρονόμοι, αρχιτέκτονες και πάει λέγοντας.
Τώρα που το σκέπτομαι καλύτερα, συνειδητοποιώ ότι η αντιπαραβολή του συχωρεμένου του Ρουμπίνι με τον κατά έναν χρόνο νεότερο του Ματθαίου, αδικεί τον Φαίδωνα, που εκτός από το μπάσκετ, διακόνησε επίσης την υδατοσφαίριση (όπως και ο Τσέζαρε), την κωπηλασία, το πινγκ πονγκ, το βόλεϊ, το τένις, τη σκοποβολή και την ξιφασκία. Μάλιστα ο Ματθαίου κατάφερε να συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες με δυο διαφορετικά σπορ: το 1948 στο Λονδίνο ως κωπηλάτης και το 1952 στο Ελσίνκι ως μπασκετμπολίστας, θέμα για το οποίο που διατυπώνονται ακόμη ενστάσεις, αλλά αυτά τα ξέρει καλύτερα και τα έγραψε κιόλας σε βιβλίο ο Πέτρος Λινάρδος. Στο Λονδίνο έμελλε να διασταυρωθούν για πρώτη φορά οι δρόμοι τους, καθώς τότε ο Ρουμπίνι ήταν το πιο λαμπρό αστέρι της εθνικής ομάδας υδατοσφαίρισης της Ιταλίας (του περιβόητου settebello), την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου!
Επτά χρόνια αργότερα -κι αφού είχαν μεσολαβήσει οι αναμετρήσεις τους με τις εθνικές ομάδες μπάσκετ- ο Ρουμπίνι και ο Ματθαίου ξανασυναντήθηκαν ως αντίπαλοι στο ιταλικό πρωτάθλημα: τότε ο Τσέζαρε ήταν ακόμη παίκτης και συνάμα προπονητής της Ολίμπια Μιλάνο, ενώ ο Φαίδων ακολουθούσε τον (πιονιέρο ως εμιγκρέ του ελληνικού μπάσκετ) Αντώνη Φλόκα για να παίξει στη Στορμ Βαρέζε (1955-56) και στην Μπενέλι Πέζαρο (1957-58).
Δεν σκοπεύω να αναλωθώ στα βιογραφικά στοιχεία του Ρουμπίνι, άλλωστε αυτά δημοσιεύονται ήδη στο ρεπορτάζ του «Gazzetta». Είναι πάντως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κατέκτησε μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις τόσο ως πολίστας, όσο και ως μπασκετμπολίστας, ενώ συνέδεσε όσο κανείς άλλος το όνομα του με την Ολίμπια Μιλάνο και μάλιστα σε μια εποχή που αυτή η ομάδα εθεωρείτο δικαίως η Γιουβέντους του μπάσκετ και (στην κορύφωση της αυταρέσκειας τους) κάτι ακόμη πιο μεγαλομανές : η 24η ομάδα του ΝΒΑ!
Επί των ημερών του πρώτα η Ολίμπια και εν συνεχεία η «squadra azzurra» σημείωσαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιστορίας τους και το ιταλικό μπάσκετ αναρριχήθηκε και εδραιώθηκε στην κορυφή, σε εθνικό και κυρίως σε συλλογικό επίπεδο. Η ευφυΐα του, η αγάπη του για τα σπορ και κυρίως η ξεχωριστή αθλητική κουλτούρα του έγιναν η προίκα και τα ισχυρά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το μπάσκετ της Bel Paese, σε μια εποχή (μεγάλης διάρκειας μάλιστα), που εμείς τους βλέπαμε με το κιάλι και δεν τολμούσαμε όχι μονάχα να τους απειλήσουμε, αλλά ούτε καν να τους ακουμπήσουμε!
Ο ρόλος του Ρουμπίνι στα δρώμενα του μπάσκετ και του γουότερ πόλο υπήρξε όντως καταλυτικός, γι αυτό άλλωστε έτυχε της υψίστης τιμής να συμπεριληφθεί (το 1994) στο Hall of Fame του Σπρίνγκφιλντ, αλλά και στο Ηall of Fame της υδατοσφαίρισης! Πέρα από το γεγονός ότι σάλπισε την αντεπίθεση των ιταλικών ομάδων κόντρα στον διπολισμό των Σοβιετικών και της Ρεάλ Μαδρίτης, πιστώθηκε επίσης (ως προπονητής και ως μάνατζερ της Ολίμπια) μερικούς από τους κορυφαίους Αμερικανούς παίκτες που πάτησαν το πόδι τους στην Ευρώπη: το μεγαλύτερο «colpo grosso» του ήταν η αρπαγή του (μετέπειτα πρωταθλητή με τους Νικς, γερουσιαστή και υποψηφίου για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του 2000) Μπιλ Μπράντλεϊ, ο οποίος μετά την αποφοίτηση του από το Πρίνστον, έκανε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Οξφόρδη και πείσθηκε από τον Ρουμπίνι να πηγαινοέρχεται στο Μιλάνο για να παίζει μπάσκετ! Δικαιώθηκε πανηγυρικά γι' αυτή την επιλογή του, καθώς ο «Dollar Bill» οδήγησε τα «scarpette rosse» (κόκκινα παπούτσια) στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Φάιναλ Φορ του 1966 που έγινε στο Μιλάνο και στην Μπολόνια, με τη συμμετοχή και της ΑΕΚ, στο κύκνειο άσμα του Γιώργου Μόσχου.
Ως προπονητής της Ολίμπια, ο «πατέρας του ιταλικού μπάσκετ» πέτυχε ένα τρομακτικό ρεκόρ στο ιταλικό πρωτάθλημα: 322 νίκες και μόλις 28 ήττες! Εκτός από τα ρεκόρ, τους τίτλους (10 πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο Ιταλίας, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών και δύο Κύπελλα Κυπελλούχων Ευρώπης), ο Ρουμπίνι επηρέασε θεαματικά και με πρωτοποριακές μεθόδους την εξέλιξη του ευρωπαϊκού μπάσκετ σε επίπεδο τακτικής: ήταν εκείνος ο οποίος κατέστησε σε ιερό και όσιο της Ολίμπια την περιβόητη άμυνα ζώνης 1-3-1, την επονομαζόμενη «aquila» (αετός), που έγινε η... μέγγενη όλων των ευρωπαϊκών ομάδων και το ιστορικό κληροδότημα του από γενιά σε γενιά.
Στις δεκαετίες του '60 και του '70 ο Ρουμπίνι έτρωγε τα... μουστάκια του με μερικούς άλλους «τιτάνες» των πάγκων και κυρίως με τον συμπατριώτη του Τζιανκάρλο Πρίμο, τον Ρώσο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, τον Σέρβο «προφέσορα» Άτσα Νίκολιτς και τον Ισπανό Πέδρο Φεράντιθ. Ειδικώς οι αναμετρήσεις του Τσέζαρε με τον Φεράντιθ υπήρξαν μνημειώδεις, καθώς όπως αποκάλυψε μετά από πολλά χρόνια ο Ισπανός, τις παραμονές των αγώνων τους έδιναν μάχη για το ποιος θα προλάβει να επηρεάσει τους διαιτητές! Όπως αποκάλυψε ο Φεράντιθ «τότε οι διαιτητές έβγαιναν για καφέ στη βεράντα του ξενοδοχείου κι όποιος από τους δυο μας ξυπνούσε πρώτος, ορμούσε πάνω τους για να εξασφαλίσει την εύνοια τους. Το πρόβλημα ήταν ποιος θα ξυπνήσει πρώτος, γιατί συχνά το προηγούμενο βράδυ ξενυχτούσαμε μαζί στα εστιατόρια και τα καμπαρέ, είτε στο Μιλάνο, είτε στη Μαδρίτη».
Στην Ελλάδα ο Ρουμπίνι είχε μπόλικους φίλους: τον Φαίδωνα Ματθαίου, τον Κώστα Μουρούζη, τον Κώστα Δήμου μα πρώτα και πάνω απ' όλους τον Μίμη Στεφανίδη, που υπήρξε ένα από τα αγαπημένα του παιδιά στην Ολίμπια (τότε Μπορλέτι). Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ο «κούκλος», όντας ο ηγέτης της «χρυσής πεντάδας» του Πανελληνίου και της εθνικής ομάδας, άφησε την Ελλάδα και μετακόμισε στο Μιλάνο (ως προπομπός του Γιώργου Καλαϊτζή και του Γιώργου Σιγάλα ) όπου ο Τσέζαρε ήταν παράλληλα παίκτης και προπονητής. Ο Στεφανίδης έγραψε ιστορία, καθώς υπήρξε ο πρώτος ξένος παίκτης στην ιστορία της θρυλικής ομάδας, η οποία (επειδή εκείνη την εποχή δεν είχαν καθιερωθεί ακόμη τα Κύπελλα Ευρώπης) τον εντόπισε με το scouting του Σάντρο Γκάμπα και του Σάντρο Ριμινούτσι στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1955 στη Βαρκελώνη! Στην Ολίμπια ο Στεφανίδης έπαιξε τη σεζόν 1955-56, ενώ παρέμεινε για άλλη μια χρονιά στην Ιταλία αγωνιζόμενος με τη Ρέγερ της Βενετίας.
Από το 1979 έως το 2002 ο Ρουμπίνι διετέλεσε πρόεδρος του Παγκοσμίου Συνδέσμου Προπονητών (WABC), ενώ σε όλη την καριέρα του έδινε έμφαση στα περίφημα «fundamentals»: στην αξία των βασικών του μπάσκετ, που είναι η σωστή εκμάθηση και η συστηματική άσκηση των παικτών στην πάσα, στη ντρίμπλα και στο σουτ, ενώ θεωρούσε ως βασικούς πυλώνες λειτουργίας και επιτυχίας μιας ομάδας την πειθαρχία, τη σωστή χημεία, τη συλλογικότητα και την ικανότητα των παικτών της να διαβάζουν τις φάσεις και προσαρμόζονται αναλόγως. Αυτά και άλλα πολλά ανέλυσε σε μια μνημειώδη ομιλία του πριν από κάμποσα χρόνια στο «Ίδρυμα Φεράντιθ» στο Αλκομπέντας της Μαδρίτης, όπου ήταν προσκεκλημένος του παλιού άσπονδου φίλου του....
Απλώς τότε δεν υπήρχε λόγος ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να ξυπνήσουν πρωί για να... πιάσουν τους διαιτητές, όπως τα παλιά ένδοξα χρόνια τους!
ΠΗΓΗ: www.gazzetta.gr