Όταν στα τέλη της άνοιξης του 2010 αποφασίσαμε να τιτλοφορήσουμε τη στήλη αυτή «Στα χαρακώματα», είχαμε (με τον Κώστα Βαϊμάκη) κατά νου ότι η νοητή συνέχεια του τίτλου είναι «...με τη μ@λακία που μας δέρνει». Η αλήθεια είναι πως δεν φανταζόμασταν τις τεράστιες ποσότητες δημόσιας μ@λακίας που θα εκτοξεύονταν προς πάσα κατεύθυνση, αλλά να που συνέβη. Και τώρα έχουν σηκώσει τέτοιο κύμα που κοντεύει να μας πνίξει.
Την έκφραση «πόσο Νταλάρας είσαι;» την έχω ξεστομίσει κι εγώ ως έφηβος, όπως και πολλοί άλλοι, πριν καμιά 20αριά χρόνια, όταν και διαδόθηκε στο καθημερινό λεξιλόγιο ως εναλλακτική -δια της παρηχήσεως- γι’ αυτόν που ήθελε να βρίσει, χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει τη γνωστή λέξη (βλ. επίσης «γ@μώ την πανακόλα μου» κ.ο.κ.). Με τα χρόνια έπαψα να τη χρησιμοποιώ, έχτισα όμως μέσα μου μια δυνατή αντιπάθεια για τον άνθρωπο Νταλάρα. Δεν μου έφταιγε φυσικά η (εκπληκτικά καλοκουρδισμένη) φωνή του, ούτε τα εκατοντάδες υπέροχα τραγούδια που είχε την τύχη να ερμηνεύσει. Όχι. Μου έφταιγε το ότι ήταν παντού όπου κοίταγα, στην αφίσα πίσω από κάθε γωνία που έστριβα, λες και είχε πάρει εργολαβία τον τίτλο της «φωνής της μεταπολίτευσης» και με χορηγό το κράτος (άλλοτε με τις ευλογίες του, άλλοτε με τα λεφτά του) σάρωνε ετσιθελικά το μουσικό μου πεδίο.
Από εκεί μέχρι τα προχθεσινά συμβάντα στη συναυλία του στο Ίλιον, μεσολαβεί το χάος. Μέσα στον νευρωτικό παραλογισμό των ημερών διάβασα και άκουσα πλήθος απλοϊκών και ισοπεδωτικών απόψεων, που εν πολλοίς συμφωνούσαν ή δικαιολογούσαν το γιαούρτωμα, την ρίψη καρέκλας και καφέδων στη σκηνή, τις γιούχες και ό,τι άλλο κατευθύνθηκε εναντίον του. Λίγο-πολύ το συμπέρασμα ήταν ότι ο Νταλάρας έπαθε ότι έπαθε α) δικαίως, β) διότι είχε ταχθεί υπέρ του μνημονίου, γ) διότι η γυναίκα του ήταν υφυπουργός (aka «οικογενειακό δίκαιο», γελάτε ελεύθερα), δ) διότι «τόσα χρόνια τα έπαιρνε χοντρά, ρε φίλε».
Ανάμεσα στα υπόλοιπα, υπέπεσε στην αντίληψή μου και το εκπληκτικό «Δεν ήξερε ότι σε έναν κόσμο που πεινά πρέπει να προσέχεις διπλά όταν μιλάς;». Μάλιστα... αν με το να βαφτίζουμε «πεινασμένους» ένα μάτσο άμυαλους τραμπούκους οι οποίοι εξαπολύουν μια απρόκλητη λεκτική και φυσική επίθεση εναντίον ενός ανθρώπου που βρισκόταν εκεί για να τραγουδήσει -και όχι για να χειραγωγήσει, να προκαλέσει, να νουθετήσει, να προσυλητίσει ή ό,τι άλλο σχετικό, σημαίνει ότι το πιστεύουμε και το δικαιολογούμε στο κεφάλι μας επειδή είμαστε ούτως ή άλλως «οργισμένοι», σόρι αλλά δεν θα ψωνίσω.
Τον τραγουδιστή δεν τον συμπαθώ και δεν θα τον συμπαθήσω ποτέ, αλλά όσοι άκριτα νιώθουν ότι αυτό που έγινε ικανοποιεί τα ανθρωποφαγικά τους ένστικτα και σκέφτονται για τους δράστες «ν’ αγιάσει το χέρι τους», είναι απέναντί μου. Και περπατάνε σ’ ένα δρόμο που έχει τόση σχέση με τα βασικά του πολιτισμού όση λ.χ. και η απόλυτη ορθοφωνία του Νταλάρα με την αφόρητη (παρ)αφωνία του Βέρτη.