Με λόγο χειμαρρώδη, εκμυστηρεύεται το πάθος του για το ποδόσφαιρο και αποκαλύπτει γιατί η αγαπημένη του ομάδα είναι πολλά περισσότερα από ένας σύλλογος.
Όταν ο Θάνος Μικρούτσικος μιλά, δεν έχει διάθεση να χαϊδέψει τα αυτιά κανενός, αυτό άλλωστε αφήνει να το κάνει η μουσική του. Προτιμά, όπως λέει ο ίδιος, να «νιαουρίζει στα κεραμίδια», έχοντας τη συνείδησή του ήσυχη πως ακόμη και προσωπικές σχέσεις δεν του επιβάλουν παρωπίδες, εμποδίζοντάς τον να δει ξεκάθαρα τι συμβαίνει γύρω του.
Καυστικός, ρεαλιστής και δημιουργικά ανήσυχος, ο άνθρωπος που -πέρα όλων των άλλων- έβαλε τους μεγάλους Έλληνες ποιητές ακόμη και σε σπίτια δίχως βιβλιοθήκη μέσα από τη μουσική του, μιλά για την Ελλάδα στα χρόνια του… Μνημονίου και ορμώμενος από το ταξίδι του στη Βαρκελώνη αλλά και την πρόσφατη συνάντηση του Νίκου Μάλλιαρη με τον Πεπ Γκουαρντιόλα, υποκλίνεται στο μεγαλείο της Μπαρτσελόνα και την ιδιοφυΐα που ακούει στο όνομα του Λιονέλ Μέσι και αναλύει το πώς συνδέονται με την Ελλάδα.
«Έγινα Μπαρτσελόνα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ήμουν ακόμη μικρό παιδί. Η αιτία αυτής της επιλογής σχετίζεται άμεσα με το δημοκρατικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα, όπου παράλληλα η αγάπη για τον αθλητισμό δεν ήταν κάτι άγνωστο. Ο πατέρας μου ήδη από το ’30 ήταν φίλαθλος του Παναθηναϊκού, ενώ αργότερα στην Πάτρα υπήρξε κι ένας από τους πρώτους καθηγητές της ελληνικής διαιτησίας».
Το να γίνει κάποιος φίλος της Μπαρτσελόνα σήμερα, αποτελεί μια μάλλον φυσιολογική επιλογή, αν αναλογιστεί κανείς το πόσο ελκυστικό ποδόσφαιρο παίζει αυτή η ομάδα, αλλά και τη συχνότητα με την οποία κατακτά τίτλους. Πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, όμως, δεν ίσχυε κάτι ανάλογο. Για την ακρίβεια, το «αντίπαλο δέος», η Ρεάλ Μαδρίτης ήταν εκείνη που μεσουρανούσε. Τι ώθησε λοιπόν τον Θάνο Μικρούτσικο να ταχθεί στο πλευρό των «μπλαουγκράνα» ξεκινώντας έτσι μια σχέση ζωής που κρατά μέχρι σήμερα;
«Η Μπαρτσελόνα ήταν για μένα μια συνειδητή επιλογή. Άλλωστε, θεωρώ πως πρόκειται για ένα σύμβολο που ξεπερνά κατά πολύ τα στενά όρια του ποδοσφαίρου. Η Βαρκελώνη και η Καταλονία γενικότερα υπήρξε το τελευταίο αντιφρανκικό οχυρό που έπεσε το 1939. Σε αυτήν τη γωνιά του κόσμου το κλίμα ήταν και συνεχίζει να είναι ιδιαίτερα δημοκρατικό. Μέσα από αυτές τις καταστάσεις μεγάλωσε και η Μπαρτσελόνα και από καμάρι της Βαρκελώνης, έγινε καμάρι όλου του πλανήτη. Όσο για τη Ρεάλ Μαδρίτης που με ρωτάτε, πράγματι, εκείνη η ομάδα με Ντι Στέφανο και Πούσκας ήταν σπουδαία. Είχαμε κι εμείς τον Κουμπάλα, όμως είναι αλήθεια πως αυτοί κατέκτησαν περισσότερους τίτλους».
Συζητώντας με έναν άνθρωπο όπως είναι ο Θάνος Μικρούτσικος, με τις ιδιότητες, την κουλτούρα και την ιστορία που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του, είναι φυσικό η κουβέντα να κάνει άλματα στο χώρο και το χρόνο. Γίνομαι λοιπόν για λίγο συνοδοιπόρος του και τον ακολουθώ σε ένα ταξίδι που σταθμούς του έχει ομάδες που έπαιξαν ελκυστικό ποδόσφαιρο στο παρελθόν. Ο σπουδαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης, δίχως παρωπίδες, δεν έχει πρόβλημα να συμπεριλάβει σε αυτές και τη «βασίλισσα».
«Σίγουρα η Ρεάλ Μαδρίτης ανήκει σε αυτό το κλαμπ των συλλόγων που κατά καιρούς παρουσίασαν κάτι το διαφορετικό. Έχει να επιδείξει στο πέρασμα του χρόνου πολύ δυνατές ομάδες, όπως άλλωστε και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ιδίως από τη στιγμή που την ανέλαβε ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον και πήρε πολλούς τίτλους. Ξέρεις, όμως, δεν είναι απαραίτητο να σηκώσεις αμέτρητα κύπελλα για να κερδίσεις το σεβασμό ενός ουδέτερου και να μείνεις στη συνείδησή του ως μια ομάδα που παίζει όμορφα. Μια τέτοια ήταν και η Άρσεναλ τα τελευταία χρόνια».
Μιλώντας για τέτοιου τύπου ομάδες, η συζήτηση αναπόφευκτα φτάνει και στην Ολλανδία που τη δεκαετία του ’70 αποκλήθηκε «βασίλισσα χωρίς στέμμα», όμως κατά γενική ομολογία έπαιξε ποδόσφαιρο πολύ μπροστά από την εποχή της. Εκεί, όπως είναι φυσικό, πέφτει στο τραπέζι και ο Γιόχαν Κρόιφ. Ένα πρόσωπο, το οποίο πέρα της καθολικής αναγνώρισης της οποίας τυγχάνει, ιδιαίτερα για τους φίλους των «μπλαουγκράνα» έχει υπόσταση σχεδόν ιερή. Δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική άποψη –φυσικά- ούτε ο Θάνος Μικρούτσικος.
«Το total football όταν εμφανίστηκε ήταν κάτι μοναδικό. Μια φιλοσοφία που καθόρισε το παιχνίδι για τα επόμενα χρόνια. Ο Κρόιφ μετέφερε αυτήν την κουλτούρα στη Βαρκελώνη και ως ποδοσφαιριστής, αλλά τις πιο σημαντικές του υπηρεσίες τις προσέφερε ως προπονητής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μικρές ηλικίες. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το 5-3 κόντρα στην Γρανάδα, όπου έλαμψε το άστρο του Τέγιο. Δίπλα του υπάρχουν κι άλλοι, όπως ο Τιάγκο, ο Αντριάνο, ο Κουένκα και η «παραγωγή» ταλέντων πολύ υψηλών τεχνικά ποδοσφαιριστών δεν σταματά εκεί».
Η Καταλανοί σήμερα -όπως γνωρίζει καλά και ο Έλληνας μουσουργός- διαθέτουν πέρα από την πρώτη, άλλες πέντε ομάδες που απαρτίζονται από ποδοσφαιριστές μικρότερων ηλικιών. Είναι όμως η… κανονική, αυτή που θαυμάζουμε στα γήπεδα της Primera και της υπόλοιπης Ευρώπης που μας έχει αφήσει με το στόμα ανοιχτό και για τον Θάνο Μικρούτσικο τρεις είναι οι λόγοι που κάνουν τη διαφορά από τους υπόλοιπους συλλόγους. Ρωτώ ποιοι είναι αυτοί.
«Ο Μέσι, ο Τσάβι κι ο Ινιέστα», μου απαντά. «Δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στο παρελθόν και σε καμία ομάδα τέτοια τριάδα»! Πριν προλάβω να επεξεργαστώ τα όσα είπε, συνεχίζει: «Ακόμη και η μεγάλη Βραζιλία ή η Ολλανδία δεν είχαν να επιδείξουν κάτι αντίστοιχο, πιστέψτε με… Ο Τσάβι είναι "αδικημένος", θα του άξιζε μια Χρυσή Μπάλα, όμως έχει πέσει πάνω στον απίστευτο Μέσι. Ίσως είναι ποδοσφαιριστής ανώτερος του Πελέ ή του Μαραντόνα, αν και δεν είναι σωστό να συγκρίνεις διαφορετικές εποχές».
Ζητώ από τον Θάνο Μικρούτσικο να μου εξηγήσει τι είναι αυτό που κάνει τον Αργεντινό να ξεχωρίζει. Δεν μου απαντά ως οπαδός, αλλά μέσα από νότες, παρτιτούρες και μουσική. «Πολλές φορές όταν διευθύνω μια ορχήστρα, τα χέρια μου κινούνται πιο γρήγορα από το μυαλό μου. Αυτή είναι η δύναμη του Μέσι, η τρομακτική ευκολία του να μετουσιώνει τη σκέψη σε κίνηση με την μπάλα».
Αφού λοιπόν μου εξηγεί πως ο Μέσι με την μπάλα στα πόδια είναι κάτι σαν μουσική για τα μάτια, προχωρά ένα βήμα παραπέρα και τον συγκρίνει με τον Κριστιάνο Ρονάλντο.
«Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται αυτό. Δεν αναφέρομαι στην αξία τους ως ποδοσφαιριστές. Ο ένας είναι μια συμπαθέστατη φυσιογνωμία και ο άλλος τείνει να γίνει ο πιο αντιπαθητικός παίκτης του πλανήτη. Γι ‘ αυτό και δεν θα μπορούσε να αγωνίζεται στην Μπαρτσελόνα, όπως άλλωστε και ο Πέπε. Είναι θέμα φιλοσοφίας. Όλο το σύστημα των Καταλανών είναι προσανατολισμένο προς μία κατεύθυνση».
Με τη βοήθειά του προσπαθώ να εντρυφήσω στο σύστημα αξιών που πρεσβεύει η Μπαρτσελόνα. Ο Θάνος Μικρούτσικος είναι χειμαρρώδης, όταν η συζήτηση φτάνει στον τρόπο λειτουργίας της Μπάρτσα: «Είναι η πρώτη ομάδα με λαϊκή βάση και διοίκηση που βγαίνει από τα μέλη της. Ο πρόεδρος προκύπτει από την πλειοψηφία. Σήμερα μετρά 165.000 μέλη και ακόμη και αυτό δείχνει τη βαθιά ριζωμένη δημοκρατική συνείδηση των Καταλανών. Όσο για το αυτονομιστικό κίνημα στην περιοχή, καλό θα είναι να γνωρίζει ο κόσμος πως αυτό δεν είναι ακροδεξιό, όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές. Η Μπαρτσελόνα αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για εμάς τους Έλληνες».
Μάλλον με αφέλεια, ρωτώ αν το δικό της μοντέλο θα μπορούσε να βρει εφαρμογή και στα μέρη μας. Ο συνομιλητής μου είναι αφοπλιστικά ειλικρινής και με σκληρή γλώσσα δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας των λόγων του.
«Δεν μπορεί μέσα στην κρίση να ακολουθηθεί αυτή η συνταγή. Δυστυχώς στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο δεν κινήθηκε από την αγάπη των παραγόντων για το άθλημα, αλλά από την επιθυμία τους να κάνουν δουλειές με το δημόσιο. Στηρίχθηκαν στη λογική του αγοράζω ομάδα, φτιάχνω οπαδικό στρατό, εκβιάζω και παίρνω τίτλους. Αυτό που έγινε στη χώρα μας δεν είναι έντιμο ούτε απέναντι στην έννοια του καπιταλισμού. Το να πει δηλαδή κάποιος βάζω λεφτά σε μια ομάδα και προσδοκώ κέρδος από την επένδυσή μου. Πριν από 4-5 χρόνια, ενδεχομένως να ήταν δυνατό να συντηρηθεί το μοντέλο της Μπαρτσελόνα, σήμερα με την κρίση που επικρατεί, όχι».
Αφού λοιπόν οι οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούν το να μιμηθούμε μια τέτοια επιτυχημένη συνταγή ποδοσφαιρικά, αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσαμε να κερδίσουμε κάτι από τους «μπλαουγκράνα». Ο Θάνος Μικρούτσικος με παραπέμπει στη πρόσφατη συνάντηση του Νίκου Μάλλιαρη με τον Πεπ Γκουαρντιόλα στη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν δράσεις και τρόποι συνεργασίας προκειμένου να δημιουργηθεί μια «μεσογειακή συμμαχία» με στόχο να ξαναγίνει το ποδόσφαιρο μέσο αλληλεγγύης και, κοινωνικής συνοχής και να επανασυνδεθεί με τις πλατιές λαϊκές μάζες.
«Η κίνηση του Νίκου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Βοηθά πολύ η παρουσία του Πεπ γιατί είναι ένας άνθρωπος που βλέπει το ποδόσφαιρο ως κοινωνική χειρονομία. Βρισκόμαστε σε ένα δρόμο ανάπτυξης πρωτοβουλιών στις οποίες θα έπρεπε να συνεισφέρει και το ελληνικό κράτος. Βέβαια δεν το έπραξε μέχρι τώρα, οπότε φαντάζομαι πως δεν πρόκειται να το κάνει»…
Πριν προλάβω να ρωτήσω το πώς οι άνθρωποι του πολιτισμού και του πνεύματος θα μπορούσαν να συνεισφέρουν, ο Θάνος Μικρούτσικος, έρχεται να απαντήσει παραθέτοντας μια σειρά ενεργειών που δείχνουν ότι πράγματα γίνονται καθώς μιλάμε και μας περιμένουν προκειμένου να τα αναδείξουμε και φυσικά να συμμετάσχουμε ώστε να γίνουμε κι εμείς κομμάτι μιας νέου τύπου και περιεχομένου παλιγγενεσίας.
«Έχω διαπιστώσει προσωπικά την αγάπη των Καταλανών για την Ελλάδα. Ειδικά τα τελευταία 20-25 χρόνια οι δύο λαοί βρίσκονται πιο κοντά. Σας υπενθυμίζω πως στη Βαρκελώνη υφίσταται Κίνημα αγάπης για τη χώρας μας. Ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε ένα περιστατικό προ διετίας, όταν με κάλεσαν για μια διάλεξη πάνω στη μελοποίηση του έργου του Καββαδία στο Σταυρό του Νότου. Μίλησα σε ένα ακροατήριο 350 ανθρώπων στα ελληνικά. Επειδή αντιδρούσαν γελώντας ή χειροκροτώντας σε όσα έλεγα, φαντάστηκα πως η πλειοψηφία τους ήταν συμπατριώτες μας για να ανακαλύψω τελικά πως μόνο οι δέκα εξ αυτών ήταν Έλληνες. Αυτό κάτι δείχνει».
«Για να περάσουμε όμως και στο σήμερα, την Παρασκευή στη Βαρκελώνη πραγματοποιήθηκε παρουσίαση του έργου του Γκάτσου στην οποία τραγούδησε ο Μητσιάς, οπότε ξεκινώντας από τις αρχαιοελληνικές αποικίες στην Costa Brava και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας υπάρχει μια επαφή που περιμένει νέες δράσεις και πρωτοβουλίες που επεκτείνονται σε διάφορα επίπεδα. Κι εγώ συζητώ τώρα με τον Νίκο (σ.σ Μάλλιαρη) προκειμένου να βρεθούν τρόποι για να συνδεθεί ο πολιτισμός και η τέχνη με το ποδόσφαιρο και τελικά αυτό το κοινό κίνημα με την κοινωνία και τα μέλη της. Ήδη κουβεντιάζουμε για αυτήν τη μικρή Μπαρτσελόνα Μονοφατσίου στην Κρήτη και τις εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν εκεί, ελπίζουμε με τη συμμετοχή και παλιών ποδοσφαιριστών της ομάδας».
Όσο για το κατά πόσο το ελληνικό κράτος δείχνει διάθεση να φανεί αρωγός σε τέτοιου τύπου δράσεις, ο συνομιλητής μου είναι πεσιμιστής, αλλά δυστυχώς, ρεαλιστής: «Δεν το έκανε όταν είχε τη δυνατότητα, φαντάζομαι δεν πρόκειται ούτε τώρα. Συνήθως με μια αφίσα σε κάποια έκθεση ολοκληρώνεται η συμμετοχή της Πολιτείας», λέει πικρόχολα.
Μια κουβέντα με τον Θάνο Μικρούτσικο δεν θα ήταν δυνατό να μην περιστραφεί και γύρω από την πολιτική. Άλλωστε η συμμετοχή του στα κοινά δεν περιορίζεται στο διάστημα που διετέλεσε αναπληρωτής και αργότερα επικεφαλής του υπουργείου Πολιτισμού (1993-96 επί ΠΑΣΟΚ). Βαθιά πολιτικοποιημένος, δίχως παρωπίδες που επιβάλλει συχνά το κομματικό παρελθόν ή ακόμη και η φιλική σχέση με τον Γιώργο Παπανδρέου, δεν διστάζει να πει ξεκάθαρα τη γνώμη του, κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει για πρώτη φορά.
«Ζούμε σε ένα δραματικό περιβάλλον. Από τον Μάιο του 2010 είχα βγει στα κεραμίδια και φώναζα κατά του Μνημονίου. Είχα προσωπική σχέση με τον πρώην πρωθυπουργό, αλλά αυτό που συνέβαινε και συμβαίνει στην Ελλάδα την ξεπερνούσε, οπότε και οι δημόσιες παρεμβάσεις μου ήταν από τότε ιδιαίτερα επιθετικές. Εγώ για Κεϊνσιανό τον ήξερα, πώς έφτασε να υιοθετήσει πολιτικές πιο σκληρές και από τις νεοφιλελεύθερες της Θάτσερ ή της σχολής του Σικάγου; Υπερκέρασε μάλλον το καλό παιδί του συστήματος», δηλώνει και ξεκαθαρίζει πως πέρα από τις ευθύνες που αναμφισβήτητα βαραίνουν όσους διαχειρίστηκαν εξουσία τα τελευταία χρόνια, το μέλλον της χώρας ήταν προδιαγεγραμμένο.
«Σίγουρα φταίει και ο Παπανδρέου, άλλωστε αν ήθελε, θα πήγαινε ο ίδιος στους Κινέζους για το δάνειο ρων 100 δι. ευρώ και όχι μέσω της Goldman Sachs (!) δεν το συζητάμε αυτό, όμως σήμερα μπορούμε να καταλάβουμε πως υπήρξε ένα σχέδιο στο οποίο υποτάχτηκε πρώτα το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια και η Νέα Δημοκρατία. Οι ισχυροί του ευρωπαϊκού Βορρά συνειδητοποίησαν πως προκειμένου να είναι ανταγωνιστικές οι επιχειρήσεις τους απέναντι σε εκείνες των αναδυόμενων χωρών (Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα, Ινδία) θα πρέπει στο Νότο οι μισθοί να πέσουν μέχρι και 50%, να φτάσουμε στα 150 ευρώ», υποστηρίζει ξεκαθαρίζοντας πως αυτό που βιώνουμε είναι μια σύγχρονη θυσία των PIGS προκειμένου οι «εταίροι» μας να χτυπήσουν τους BRICS…
Υποδυόμενος το «δικηγόρο του διαβόλου» αναφέρομαι στο δίλημμα που τέθηκε εκείνες τις δραματικές και κρίσιμες ώρες: ΔΝΤ ή χρεωκοπία, αλλά δεν προλαβαίνω καλά-καλά να ολοκληρώσω η σκέψη μου, ο άνθρωπος που μέσα από τη μουσική του μας έφερε πιο κοντά στους μεγάλους Έλληνες ποιητές, δεν έχει καμία αμφιβολία για τα λεγόμενά του:
«Μα αγαπητέ μου, το δίλημμα ήταν ψεύτικο και παραπλανητικό. Ούτε υπήρχε περίπτωση έτσι απλά να μας έδιωχναν -καταστρατηγώντας τις συνθήκες- από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως πρόβαλλαν τότε τα κανάλια. Όλος ο κόσμος τότε το πίστεψε παρακολουθώντας από την τηλεόραση μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια εκβιασμού και τρομοκράτησής του», υποστηρίζει και παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η χρεοκοπία δεν είναι ένα ενδεχόμενο, αλλά μια ζοφερή πραγματικότητα.
«Επί της ουσίας έχουμε χρεοκοπήσει ως πολίτες, ως εργαζόμενοι και ως κοινωνία. Όταν γύρω μας υπάρχουν ένα εκατομμύριο άνεργοι, αριθμός που συνεχώς αυξάνεται, όταν ξυπνάει ο διπλανός σου και δεν μπορεί να αγοράσει γάλα στα παιδιά του, όταν δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τις σπουδές τους, τι ακόμη χειρότερο να περιμένουμε; Όταν επαγγέλματα φυτοζωούν και οι άνθρωποι καταλήγουν στο δρόμο… Πάρτε παράδειγμα τη δική σας δουλειά ή τη δική μου. Το δικό μας έργο δεν απευθύνεται στην άρχουσα τάξη, αλλά στο λαό. Όταν ο άλλος δεν είναι σε θέση να καλύψει τις βασικές του ανάγκες πώς είναι δυνατό να ασχοληθεί με τη μουσική ή τον αθλητισμό», διαπιστώνει οργισμένος και καταλήγει: «Ζούμε μια κατάσταση φρίκης και αθλιότητας και οι υπεύθυνοι για αυτήν εγκαλούν τους πάντες με μια άνεση πρωτοφανή, λες και όποιος αντιδρά κατά τον Μνημονίου δεν είναι στα καλά του»…
Το μέλλον -στη βάση του Μνημονίου και των μέτρων που το συνοδεύουν- για τον Θάνο Μικρούτσικο δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά μια βουτιά σε ένα σκοτεινό και απάνθρωπο παρελθόν. Η έννοια του Μεσαίωνα είναι κάτι παραπάνω από ένα κλισέ, όπως ορισμένοι πιθανότατα νομίζουν. Ο συνομιλητής μου δανείζεται τα λόγια που άκουσε να βγαίνουν από το στόμα ενός ανέργου στο πρόσφατο ταξίδι του στην Ισπανία, κουβέντες που περιγράφουν ακριβώς αυτό: «Ο προπάππους μου είχε πει στον παππού μου, ο παππούς μου είχε πει στον πατέρα μου κι εκείνος σε μένα πως πριν από 180 χρόνια μαζευόμασταν στην πλατεία του χωριού κι ερχόταν ο επιστάτης του τσιφλικά της περιοχής κι έλεγε: "σήμερα θα δουλέψεις εσύ κι εσύ, οι υπόλοιποι σπίτια σας"»…
«Φοβάμαι ότι το κύμα που απειλεί να μας αφανίσει δεν πρόκειται να περάσει τόσο εύκολα. Ξέρετε, η Ελλάδα πια δεν είναι τ’ άπαρτα ψηλά βουνά κι ο ήλιος που χρυσολάμπει, οπότε απαιτούνται δράσεις», σχολιάζει και παραθέτει τη δική του πρόταση για έξοδο από την πρωτοφανή αυτή κρίση: «Αναστολή πληρωμών του χρέους για πέντε χρόνια και παράλληλα μια κοινωνική συμφωνία. Να πούμε όλοι πως για 2-3 χρόνια θα σφίξουμε όλοι τα ζωνάρια. Θα είναι δύσκολα χρόνια, πιθανότατα χειρότερα από αυτά που ζούμε τώρα, όμως θα υπάρχει μια ελπίδα, αυτό που δεν έχουμε σήμερα δηλαδή. Στη συνέχεια, όταν πετύχουμε πλεόνασμα, να επιστρέψουμε στις κοινωνικές ομάδες κάτι από αυτά που έχουν χάσει. Τότε -και μόνο τότε- να ξεκινήσουν οι αποπληρωμές χρηματοδοτώντας παράλληλα την ανάπτυξη. Βλέπετε, ακόμη και στο πλαίσιο του καπιταλισμού υπάρχει λύση».
Μια λύση που όταν έρθει ίσως βρει τον Θάνο Μικρούτσικο στην… Ισπανία, όπως λέει ο ίδιος χαριτολογώντας, για να επιστρέψουμε εκεί από όπου αρχίσαμε.
«Τη λατρεύω αυτήν τη χώρα, όχι μόνο την Καταλονία. Είναι τόσο συγγενική σ' εμάς. Βρισκόμαστε κοντά και μπορούμε να έρθουμε ακόμη περισσότερο. Μάλλον τώρα στα γεράματα αρχίσω να μαθαίνω ισπανικά», μου λέει χαμογελώντας…
ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr