Γνωστός… μπαλαδόρος εγώ, είπα το «ναι» και με μαζί με τον Βασίλη, τον Γιάννη, τον Κώστα, τον Δημήτρη και κάποιους άλλους συνάδελφους δώσαμε ραντεβού για τη μία το μεσημέρι.

Βρέθηκα εκεί χωρίς να ξέρω περισσότερες λεπτομέρειες και κυρίως χωρίς να φαντάζομαι τι θα συναντήσω εκεί. Στην πόρτα οι υπεύθυνοι κράτησαν τις ταυτότητές μας αλλά και τα κινητά τηλέφωνά μας για λόγους ασφαλείας. Ομολογώ δεν είχα ξαναπάει ποτέ και ήταν λίγο στενάχωρη για εμένα αυτή η διαδικασία.

Στη συνέχεια περνώντας από ένα όμορφο κήπο και ένα μικρό γηπεδάκι με γρασίδι, το οποίο όπως ενημερώθηκα ελάχιστοι από τους κρατούμενους έχουν την δυνατότητα να χαίρονται, μπήκαμε στο κυρίως κτίριο. Ανά 4-5 μέτρα θεόρατες σιδερένιες πόρτες που άνοιγαν για να περάσουμε και έκλειναν αμέσως μετά, με τον θόρυβο να σου σφίγγει την καρδιά. Μία παράξενη μυρωδιά σαν μούχλα ή ίσως και μούχλα είχε γίνει η μόνιμη συντροφιά στην πορεία μας προς τα κελιά (όπως λανθασμένα νομίζαμε… ) για να γνωρίσουμε τα παιδιά με τα οποία θα παίζαμε ποδόσφαιρο.

Ώσπου φτάσαμε σε έναν μικρό εξωτερικό χώρο που με μία πρόχειρη ματιά καταλάβαινες ότι κάποιος ή κάποιοι περιποιούνται με πολύ μεράκι έναν μικρό, αλλά καλοφτιαγμένο κήπο. Βαθιά ανάσα. Η μυρωδιά της μούχλας και ο ήχος από τις βαριές σιδερένιες θεόρατες πόρτες είχε μείνει πίσω μας. Το σφίξιμο στο στομάχι είχε φύγει πλέον. Μπήκαμε σε μία μικρή πόρτα ενός μικρού κτιρίου που σου έδινε την εντύπωση ότι έμπαινες σε μονοκατοικία. Κατεβήκαμε μία μικρή σιδερένια σκάλα, όχι πολύ απότομη και βρεθήκαμε σε έναν… παράδεισο. Μία όαση όπως είπε κάποιος από εμάς, ή «ένα γαλατικό χωριό», όπως είπε ο Κώστας.

Μία υπέροχη μεγάλη αίθουσα με ευρύχωρους αναπαυτικούς καναπέδες, με έπιπλα φτιαγμένα στο χέρι από τα ίδια τα παιδιά, με το φως να μπαίνει από παντού, με μία τεράστια βιβλιοθήκη με μία σειρά από μοντέρνα γραφεία και υπολογιστές και με μία μεγάλη τηλεόραση να στέκεται πάνω σε ένα από αυτά. Μέσα σε αυτή την αίθουσα καμιά τριανταριά νέα παιδιά (κυρίως) από 20-35 ετών με τον πρόσωπο τους να λάμπει και να είναι όλα χαμογελαστά.

Από εκείνη την ώρα το χαμόγελο έχει καρφωθεί και στο δικό μου πρόσωπο. Ένα χαμόγελο αμηχανίας, διότι δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό που έβλεπα, αλλά και ένα χαμόγελο θαυμασμού για ότι είχαν κάνει αυτά τα παιδιά εκεί.

Τα παιδιά μας ξενάγησαν και στους υπόλοιπους χώρους. Μας πήγαν στην κουζίνα όπου μαγειρεύουν (ένα από αυτά φορώντας σκουφί σαν κανονικός σεφ, ετοίμαζε το φαγητό που θα τρώγαμε αμέσως μετά όλοι μαζί), αλλά και στο εργαστήρι, εκεί που φτιάχνουν τα μικροέπιπλα με τα οποία έχουν γεμίσει την αίθουσά τους. Και αμέσως μετά στον κήπο τον οποίο καλλιεργούν ακριβώς έξω από το… σπίτι τους, όπως το λένε οι ίδιοι.

Με το χαμόγελο αμηχανίας και θαυμασμού να μην φεύγει από το πρόσωπο μου, κάθισα μαζί με τους υπόλοιπους ανάμεσα στα παιδιά, στους καναπέδες που σχημάτιζαν ένα τεράστιο τετράγωνο. Ένας-ένας, παιδιά που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα, οι ιθύνοντες και οι εθελοντές του ΚΕΘΕΑ, ανάμεσά τους και μία πολύ γλυκιά κοπέλα και εμείς οι δημοσιογράφοι, ανακατεμένοι όπως είχαμε καθίσει ξεκινήσαμε να λέμε το όνομά μας και δύο κουβέντες για αυτή την γνωριμία.

Στα πρόσωπα αυτών των παιδιών που δίνουν τον αγώνα της απεξάρτησης από τα ναρκωτικά μέσα στις φυλακές -και κυρίως στα μάτια τους- έβλεπες την χαρά και την ικανοποίηση που κάποιοι δημοσιογράφοι είχαν δεχτεί να τους επισκεφτούν και να παίξουν μαζί τους ποδόσφαιρο. Στα πρόσωπα τα δικά μας, πάλι έβλεπες καθαρά, ότι το σημαντικό και το δύσκολο δεν το κάνουμε εμείς, αλλά αυτά τα παιδιά. Ο καθένας μας με τον τρόπο του προσπάθησε να τους το πει. Δεν ξέρω αν το πίστεψαν ή αν το άκουσαν ως ευχολόγια και καλές κουβέντες, αλλά πραγματικά το εννοούσαμε.

Αυτό το κείμενο το έγραψα για να τους διαβεβαιώσω ότι η υπόσχεση που τους δώσαμε ότι θα το ξανακάνουμε, ισχύει. Όπως και ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μάθει η κοινή γνώμη την προσπάθεια του ΚΕΘΕΑ και των εθελοντών της, αλλά κυρίως για την δική τους υπέροχη προσπάθεια.

Πάνω από όλα, όμως, έγραψα αυτό το κείμενο για να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για αυτή την υπέροχη εμπειρία που μου χάρισαν και μέσω της οποίας μου θύμισαν πόσο πολύ προσπαθούν κάποιοι για να ζήσουν τα αυτονόητα, όπως το να παίξουν μία ώρα μπάλα στο γρασίδι. Μάγκες, εις το επανιδείν…