Την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου είχε γίνει σαφές από τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που διεξάγονταν κανονικά αλλά δεν ανακοινώνονταν, ότι τα λεγόμενα «μνημονιακά» κόμματα –και ιδιαίτερα ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.– είχαν σοβαρότατες απώλειες, επειδή στήριξαν την εφαρμογή του μνημονίου. Ετσι, προέκυψε η ανάγκη να απαλλαγούν από τον χαρακτηρισμό «μνημονιακά».
Ενας χαρακτηρισμός που στη συνείδηση του κόσμου έχει ταυτιστεί με τη βίαιη επίθεση στο επίπεδο ζωής των ανθρώπων και την καταδίκη τους στη φτώχεια, στην πείνα και στην ανέχεια. Ετσι λοιπόν, τα «μνημονιακά» κόμματα άρχισαν να χαρακτηρίζονται «φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις».
Αυτό έγινε για να ταυτιστεί η πολιτική του μνημονίου με την παραμονή στην Ευρώπη και αυτόματα όσοι τάσσονται κατά του μνημονίου να θεωρείται ότι είναι εναντίον της Ευρώπης και του ευρώ, άρα τάσσονται υπέρ της επιστροφής στη δραχμή, δηλαδή στη φτώχεια και στη δυστυχία. Η πραγματικότητα είναι, φυσικά, τελείως διαφορετική.
Η πολιτική του μνημονίου είναι μία πολιτική που κινείται μέσα στο αυστηρό πλαίσιο της ασφυκτικής δημοσιονομικής σταθερότητας που προωθεί η Γερμανία και η οποία διαλύει εντελώς το κοινωνικό κράτος, πετσοκόβει μισθούς και συντάξεις, προκαλεί μαζική ανεργία, μόνο και μόνο για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της Γερμανίας. Η Ευρώπη, όμως, δεν είναι η διασφάλιση των γερμανικών συμφερόντων, μόνο που καμία από τις «φιλοευρωπαϊκές» δυνάμεις δεν ανοίγει συζήτηση για την ταυτότητα και το περιεχόμενο της Ευρώπης. Και δεν την ανοίγει, διότι θα γίνει γρήγορα φανερό ότι η Ευρώπη δεν είναι η ενότητα κρατών με τα χαρακτηριστικά που γνωρίζαμε κάποτε, αλλά ένα πρόσχημα, ένα τείχος προστασίας των κανόνων λειτουργίας της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος.
Ενός ενιαίου νομίσματος που είναι απεριόριστα προβληματικό και συντηρείται μόνο και μόνο για να προλάβει το γερμανικό τραπεζικό σύστημα να περιορίσει τις απώλειές του, που οφείλονται στην οικονομική κρίση. Σε μία τέτοια «Ευρώπη» ποιος θα ήθελε να είναι ενταγμένος και να πληρώνει ένα κόστος που χρησιμοποιείται προς όφελος της Γερμανίας; Οταν με το ενιαίο νόμισμα η γερμανική οικονομία άρχισε να συσσωρεύει πλεονάσματα και να τα βάζει στις τράπεζες, αυτές με τη σειρά τους και κατά παράβαση των τραπεζικών κανόνων άρχισαν να δανείζουν αφειδώς τον ευρωπαϊκό Νότο με τοκογλυφικά επιτόκια. Το παν, τότε, ήταν η εκμετάλλευση κάθε κερδοσκοπικής ευκαιρίας.
Η γαλλική στάση
Τώρα ήρθε η ώρα για τα επίχειρα. Υπεύθυνοι είναι αυτοί που δανείζονταν για να καταναλώσουν. Και τα στεγαστικά κατανάλωση ήταν. Και οργίαζε η οικοδομή, ανεβάζοντας τα ποσοστά ανάπτυξης, διότι χωρίς κατανάλωση διαμερισμάτων δεν θα αναπτυσσόταν η οικονομία. Βέβαια, χωρίς να υπάρχει δανεισμός από τις τράπεζες δεν κινείται η οικονομία, μόνο που οι τράπεζες έπαιξαν μέσω του δανεισμού το όμορφο και αποδοτικό παιχνιδάκι της κερδοσκοπίας. Επειδή, όμως, η απληστία δεν είναι ακριβώς η αρετή του μέτρου, το παιχνιδάκι των τραπεζών εξελίχθηκε σε καταστροφή, της οποίας το κόστος θα πληρώσουμε εμείς.
Το ενιαίο νόμισμα ήταν μία επιλογή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου για να συσσωρεύσει κέρδη και όταν η επιλογή «ευρώ» άρχισε να παρουσιάζει τα προβλήματα που οφείλονται στην κατασκευή του –και τα οποία ανέδειξε η οικονομική κρίση–, οι λαοί της Ευρώπης υποχρεώνονται να πληρώσουν. Πώς; Με τα διάφορα σύμφωνα δημοσιονομικής σταθερότητας και τα μνημόνια που τα συνοδεύουν. Το γεγονός ότι σε αυτή την πολιτική επιλογή η ανάπτυξη έχει μείνει, επίτηδες, στο περιθώριο, είναι ενδεικτικό των προθέσεων της Γερμανίας που έχει τη δύναμη να την επιβάλλει.
Αυτή τη γερμανική δύναμη εμφανίζεται πρόθυμος να αμφισβητήσει ο νικητής των γαλλικών προεδρικων εκλογών, Φρανσουά Ολάντ. Ο Γάλλος πρόεδρος στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου είπε πολλά για την ανάγκη να τονωθεί η ανάπτυξη, να χαλαρώσει η πολιτική σταθερότητας, να εκδοθεί το ευρω-ομόλογο, μέχρι και για αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας της ΕΚΤ έκανε λόγο και μένει να δούμε τι από όλα αυτά εννοούσε.
Οι αγορές
Eκτός όμως από αυτά που εννοούσε, θα πρέπει ο Ολάντ να αποδείξει την προθυμία του να συγκρουσθεί με τη Γερμανία. Την τελευταία τριετία, τουλάχιστον, είχε γίνει φανερό ότι ο περίφημος γαλλο-γερμανικός άξονας που όριζε τη λειτουργία της Ε.Ε. δεν υφίστατο. Η Γερμανία είχε πάρει τα ηνία και η Γαλλία απλά ακολουθούσε. Την Κυριακή, όταν ξένοι δημοσιογράφοι ζήτησαν ένα σχόλιο από την καγκελαρία στο Βερολίνο, για το ενδεχόμενο ο Ολάντ να μην είναι σύμμαχος στις πολιτικές επιλογές της κυρίας Μέρκελ, η απάντηση ήταν πως η κυρία Μέρκελ έχει έναν πιο σημαντικό σύμμαχο, που είναι οι... αγορές. Αυτή η απάντηση, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, αποτελεί την καρδιά του ερωτήματος «σε ποια ενωμένη Ευρώπη θέλουμε να ανήκουμε;». Και ακόμη περισσότερο. Τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Θυμηθείτε το, την επόμενη φορά που θα ακούσετε για την «ενωμένη Ευρώπη» από αυτούς που υποστηρίζουν την αναγκαιότητα των μνημονίων.
ΠΗΓΗ: Sportday