Νέα τουρκική απειλή για Ελλάδα! Πρόκειται για... μάχη για το φυσικό αέριο που διαμορφώνει ένα νέο τοπίο. Όπως μεταφέρει άρθρο του Μιχάλη Μαστοράκη στη "Ναυτεμπορική", οι γειτονικές αγορές προτιμούν την προμήθεια από Τουρκία σε αντίθεση με την Ελλάδα, κάτι που θα προκαλέσει πρόβλημα. Αναφέρει αναλυτικά το άρθρο με τίτλο: "Φυσικό αέριο: Τουρκική σφήνα στις εξαγωγές προς Βορρά – Η απειλή για την Ελλάδα"
Δυνητικά «απειλή» για τα έσοδα του ελληνικού συστήματος φυσικού αερίου μπορεί να αποτελέσει το νέο τοπίο που διαμορφώνεται ως προς τις εξαγωγές αερίου προς Βορρά τους πρώτους μήνες του χρόνου.
Αν και οι εξαγωγές καταγράφουν μείωση το 2023 σε σχέση με το 2022 λόγω υποχώρησης της ζήτησης, το νέο στοιχείο αφορά την αλλαγή όδευσης, με τις γειτονικές αγορές να προτιμούν την προμήθεια από Τουρκία σε αντίθεση με την Ελλάδα. Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές με γνώση του θέματος στη «Ν», με δεδομένο ότι τα τέλη διέλευσης παίζουν ελάχιστο ρόλο, τη διαφορά κάνει η τιμή προμήθειας του καυσίμου.
Αν και οι τιμές προμήθειας που συμφωνεί ο κάθε προμηθευτής δεν γίνονται γνωστές, κύκλοι της αγοράς σημειώνουν ότι το ρωσικό αέριο που δύναται να προωθείται από Τουρκία προς Ευρώπη τιμολογείται έως και 10 ευρώ λιγότερα σε σχέση με την εκάστοτε τιμή του TTF, διασφαλίζοντας έτσι σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αγορά. Υπενθυμίζεται ότι ήδη από πέρυσι η Βουλγαρία έχει συνάψει συμφωνία με την Τουρκία για την προμήθεια έως 1,5 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως.
Ωστόσο, όπως συμπληρώνουν οι ίδιες πηγές, η «εικόνα» στα σημεία διασύνδεσης των δύο χωρών μαρτυρά αυξημένη διακίνηση, γεγονός που υποδηλώνει ότι κι άλλες εταιρείες έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα της Bulgartransgaz, διαλέγοντας «εξ Ανατολάς» να καλύπτουν τις ανάγκες τους.
Η στάση της Αθήνας
Αν και για την ώρα οι ανησυχίες των αρμόδιων ελληνικών αρχών περιορίζονται σε προβληματισμό για το θέμα, εντούτοις, όπως υπογραμμίζεται, αν η κατάσταση συνεχιστεί, θα υπάρξει και οικονομικό «αποτύπωμα», καθώς η χαμηλότερη χρήση του συστήματος θα επιφέρει μικρότερες δεσμεύσεις δυναμικότητας και επομένως μικρότερα έσοδα. Βέβαια, το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στους προμηθευτές που εξάγουν ποσότητες φυσικού αερίου, καθώς σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο στερούνται «κύκλου εργασιών», δίχως αυτό να μπορεί να αναπληρωθεί με κάποιο άλλο τρόπο.
Τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σε μια περίοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη το μεγάλο «εγχείρημα» του ΔΕΣΦΑ για την αναβάθμιση και επαύξηση του ελληνικού συστήματος φυσικού αερίου σε συντονισμό με τους όμορους διαχειριστές των γειτονικών χωρών.
Η «δοκιμή αγοράς»
Πρόκειται για τη δεσμευτική φάση της «δοκιμής αγοράς» που προγραμματίζεται να πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Μάιο, τα αποτελέσματα της οποίας θα καθορίσουν σε τελευταία ανάλυση ποια έργα θα προχωρήσουν και ποια όχι.
Σημειώνεται ότι η πρώτη μη δεσμευτική φάση κατέγραψε ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον, με συνολικά 27 εταιρείες -ελληνικές και ξένες- να υποβάλλουν αιτήματα για δέσμευση δυναμικότητας με ορίζοντα από το 2024 έως το 2050.
Βέβαια, από την πραγματοποίηση της μη δεσμευτικής φάσης έως σήμερα η αγορά έχει αλλάξει σημαντικά και μένει να αποδειχθεί αν οι αλλαγές οφείλονται σε παροδικές αιτίες ή συνιστούν κάτι μονιμότερο. Η μείωση της ζήτησης αερίου τόσο στην Ελλάδα όσο και ευρύτερα στη περιοχή των Βαλκανίων έχει επιδράσει στη συρρίκνωση της σχετικής αγοράς.