Τη γη των… Ινδιάνων, αλλά και των θρυλικών Τζέιμς Ντιν, Μάικλ Τζάκσον, Λάρι Μπερντ. Των ατελείωτων κάμπων καλαμποκιού, εξ ου και θεωρείται η πατρίδα των ποπ- κορν. Αλλά και των «Hoosiers», παρατσούκλι άγνωστης ή αδιευκρίνιστης ετυμολογίας με το οποίο προσδιορίζονται τόσο οι κάτοικοι της Ιντιάνα, όσο οι παίκτες της θρυλικής, κολεγιακής ομάδας μπάσκετ που έγινε ακόμη μεγαλύτερη υπό τις οδηγίες, και την στρατιωτικού τύπου πειθαρχία του μεγάλου Μπόμπι Νάιτ.
Διαβάστε επίσης...
Ανατρέχοντας, δεξιά και αριστερά στην Ιστορία της 38ης μικρότερης, και 17ης σε πληθυσμό αμερικανικής Πολιτείας διαπιστώσαμε πως σ’ εκείνα τα μέρη, το μπάσκετ συμπληρώνει φέτος μία παράδοση 131 χρόνων. Ότι επί δεκαετίες υπήρξε κάτι σαν παγανιστική θρησκεία, πριν τη βραδινή ή την πρωινή προσευχή. Πριν το ό,τιδήποτε στην καθημερινότητά τους.
Μέσω της κινηματογραφικής ταινίας «Hoosiers», την οποία το Associated Press τοποθέτησε το 2020 στην κορυφή των καλύτερων, αθλητικών ταινιών όλων των εποχών, ο θεατής πραγματοποιεί ένα ταξίδι στο γκριζόμαυρο και φτωχικό παρελθόν της Ιντιάνα ανακαλύπτοντας μπασκέτες σχεδόν παντού και στα πλέον απίθανα μέρη. Ανάμεσα σε χωράφια ή στα πάρκα, σε κοινόβια όπου πολύς κόσμος ζει ακόμη και σήμερα σε τροχόσπιτα, έξω από πολυκατοικίες και καταστήματα ή καρφωμένες μέχρι και στην πίσω πλευρά των Εκκλησιών. Γιατί όμως;
Γιατί για τη συγκεκριμένη «πορτοκαλί υστερία» ευθύνεται, από το μακρινό 1894 αποκλειστικά και μόνο κάποιος Νίκολας Μακ Κέι, μαθητής του Καναδού καθηγητή φυσικής αγωγής, Τζέιμς Νέισμιθ που τρία χρόνια νωρίτερα, στο Σπρίνγκφιλντ είχε επινοήσει και εφεύρει το μπάσκετ ως εναλλακτική ή μπορεί και μοναδική λύση εκγύμνασης των παιδιών σε εσωτερικό χώρο, αλλά και πρακτικής αντιμετώπισης των αδυσώπητων χειμωνιάτικων μηνών.
Σε μία Πολιτεία συνηθισμένη να περνάει την καθημερινότητά της σε φάρμες, κάμπους και στάβλους η νέα πρόταση του Μακ Κέι αγκαλιάστηκε αμέσως με τέτοιο πάθος που το μπάσκετ μετατράπηκε σύντομα σε μοναδική ηλιαχτίδα διασκέδασης. Το ένα έφερε γρήγορα το άλλο, στις 16 Μαρτίου του 1894 ο Μακ Κέι διοργάνωσε το πρώτο παιχνίδι μπάσκετ της Πολιτείας στο Κρόφορντσβιλ, ένα χωριουδάκι ανάμεσα σε Ιντιανάπολις και Λαφαγιέτ, σταδιακά γεννήθηκε ο αγνός ανταγωνισμός και με άλλα χωριά, μετά με άλλες πόλεις κι αυτό ήταν.
Με το πέρασμα των χρόνων η Ιντιάνα έγινε αποκλειστικό σημείο αναφοράς για την πορτοκαλί μπάλα, αλλά το πάθος και η δύναμή της μαθεύτηκαν και στην υπόλοιπη Αμερική μόνο το 1954 όταν το μικροσκοπικό, όσο αουτσάιντερ «Milan High School» κατέκτησε το πολιτειακό πρωτάθλημα με μόλις έξι αγόρια, από τα συνολικά 161 του σχολείου και με αντίπαλο τη «Muncie Central High School» που, αντίθετα μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα σε περισσότερα από χίλια.
Αρχιτέκτονας εκείνου του αθλητικού «θαύματος», ο coach Νόρμαν Ντέιλ (Τζιν Χάκμαν), ένας καθηγητής Φυσικής Αγωγής, αλλά και Ιστορίας που είχε προσληφθεί τρία χρόνια νωρίτερα για να σουλουπώσει, με τις σιδερένιες, πειθαρχικές μεθόδους του την ομάδα μπάσκετ.
Ήταν οι εποχές του αγνού, ερασιτεχνικού αθλητισμού, των πάνινων και σκληρών παπουτσιών, all star και converse. Των «Hoosiers» του Μπλούμινγκτον, που ήδη υπήρχαν από το 1901, αλλά έγιναν ακόμη μεγαλύτεροι στα 29 χρόνια «Βασίλειου» του θρυλικού Μπόμπι Νάιτ κατακτώντας 3 πανεπιστημιακά πρωταθλήματα (Ncaa) και 22 των «Big 10», δηλαδή τον τίτλο με αντίπαλες τα εννέα υπόλοιπα μεγάλα, αμερικανικά Πανεπιστήμια.
Ήταν οι ξέγνοιαστες εποχές μίας άλλης και διαφορετικής Αμερικής, ενός παρελθόντος που δεν υπάρχει πλέον. Όπως ο Τζιν Χάκμαν, βαθύτατα πλέον ανοϊκός, που πέθανε από ασιτία, χωρίς να καταλάβει ότι μία εβδομάδα νωρίτερα είχε πεθάνει και η γυναίκα του και από τον οποίον, μεταξύ άλλων θα μας μείνει αξέχαστη η ερμηνεία του στο «Hoosiers».