Τη νέα Τουρκολιβυκή συμφωνία, την ελληνική αβελτηρία και τις προοπτικές σχολίασε ο Ζαχαρίας Μίχας.
Ο Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA, Ζαχαρίας Μίχας, συνεργάτης του defence-point , μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό 98.4 σημείωσε ότι η νέα Τουρκολιβυκή συμφωνία αποδεικνύει πως η Τουρκία, ακόμα κι όταν επικαλείται τον διάλογο, τον κατανοεί με την πρότερη επιβολή τετελεσμένων. Η Αθήνα φέρει ακεραία ευθύνη, δια των παραλείψεών της, για την τουρκολιβυκή συμφωνία, η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία». Πρόκειται για ένα σενάριο που έχει συζητηθεί μετά την υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού Μνημονίου που αποστερεί το δικαίωμα ΑΟΖ από την Κρήτη.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν η τουρκολιβυκή συμφωνία θα αφορά ολόκληρη τη λιβυκή ΑΟΖ, ή κάποιες περιοχές της. Εάν αφορά περιοχές οι οποίες είναι νοτίως της μέσης γραμμής που χωρίζει την ελληνική από τη λιβυκή ΑΟΖ, ουδέν μεμπτόν, αφού είναι δικαίωμα της Τρίπολης να παραχωρεί δικαιώματα έρευνες και αξιοποίησης κοιτασμάτων σε όποια εταιρία επιλέξει. Εάν, όμως, συμπεριλάβει περιοχή που ορίζεται από το παράνομο τουρκολιβυκό Μνημόνιο και η οποία με βάση την αρχή της μέσης γραμμής ανήκει στην ΑΟΖ της Κρήτης, τότε θα προκύψει κρίση.
Εάν τουρκικά ερευνητικά πλοία και στη συνέχεια τουρκικό γεωτρύπανο κάνουν έρευνα σε ελληνική ΑΟΖ ανατολικά και νότια της Κρήτης, η Αθήνα θα βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Ή θα πρέπει να αντιδράσει εμπράκτως με σκοπό να αποτρέψει τέτοιες έρευνες, ή να περιοριστεί σε διπλωματικές αντιδράσεις και να «καταπιεί» το τουρκικό τετελεσμένο σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αυτά είναι τα αποτελέσματα του ελληνικού φοβικού συνδρόμου έναντι της Τουρκίας, αλλά και της παθητικότητας έναντι αυτών που συμβαίνουν στη Λιβύη.
Μπορεί κανείς να σκεφτεί κάποια άλλη αιτιολογία για τη μη κατάθεση συντεταγμένων της ελληνικής ΑΟΖ στον ΟΗΕ, όταν το έχει κάνει εδώ και πολύ καιρό η Τουρκία, καταθέτοντας συντεταγμένες που σφετερίζονται ελληνική ΑΟΖ; Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα έχει αποφύγει να καταθέσει συντεταγμένες της κατά την άποψή της ελληνικής ΑΟΖ, φοβούμενη πως εάν το έκανε θα υποχρεωνόταν σε περίπτωση παραβίασης να την υπερασπίσει με κάθε διαθέσιμο μέσο. Με άλλα λόγια, θα της ήταν πολύ δύσκολο να αδρανήσει.
Ενώ δηλαδή η Ελλάδα κόπτεται για το διεθνές δίκαιο, αρνείται να το εφαρμόσει όταν αυτό ευνοεί τα εθνικά της συμφέροντα, όπως στην περίπτωση της επέκτασης των χωρικών υδάτων και της ανακήρυξης ΑΟΖ. Η διεθνής ενεργειακή κρίση έχει μεγιστοποιήσει τη σημασία των ισχυρά πιθανολογούμενων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην δυνάμει ελληνική ΑΟΖ και είναι σαφές πως εάν η Ελλάδα συνεχίζει ουσιαστικά την παθητική στάση της, είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι το κενό θα το καλύψει η Τουρκία…
Αυτό δεν αφορά μόνο τις θαλάσσιες περιοχές ανατολικά και νοτιοανατολικά της Κρήτης που έχει σφετεριστεί το τουρκολιβυκό Μνημόνιο. Η παθητικότητα αφορά και τις περιοχές νοτιοδυτικά και δυτικά της Κρήτης, όπου εκτιμάται ότι βρίσκονται κοιτάσματα καθοριστικά για το μέλλον της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Η Τουρκία, έχοντας φροντίσει να ελέγξει γεωπολιτικά τη Λιβύη, ήδη ετοιμάζεται να κάνει το επόμενο βήμα της όχι μόνο με έρευνες της τουρκικής TPAO, αλλά και υποδαυλίζοντας παράλογες λιβυκές αξιώσεις στην περιοχή νότια των Χανίων και του Ρεθύμνου.
Από την άλλη , όπως σημειώνει ο Ζαχαρίας Μίχας ,υπάρχει και η θετική διάσταση, που εστιάζεται στο ότι η επερχόμενη κρίση θα εκδηλωθεί σε μια θετική συγκυρία για την ελληνική πλευρά. Η «εξωτερική νομιμοποίηση» της ελληνικής πολιτικής βρίσκεται σε ιστορικό υψηλό. Ο όρος αναφέρεται στην αποδοχή που συναντά στο διεθνές περιβάλλον, το οποίο συνήθως αποτελεί προϋπόθεση εξασφάλισης συμμαχιών, φυσικά πάντα με βάση το κοινό συμφέρον.
Το ακριβώς αντίθετο ισχύει για την τουρκική πλευρά. Πρόκειται για «κατόρθωμα» του Ερντογάν, ο οποίος πάνω από δυο δεκαετίες μετά την εκλογή του, βλέπει τις επιλογές του να προκαλούν αντιδράσεις και αντισυσπειρώσεις, που παρόμοιες δεν έχει συναντήσει η Τουρκία μεταπολεμικά. Στην κατάσταση αυτή έρχεται να προστεθεί η έλλειψη κουλτούρας συμβιβασμού των Τούρκων, η οποία καθιστά την εξεύρεση διπλωματικής λύσης σχεδόν αδύνατη.