Μέρος Α’
Για την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974 έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες, που αφορούν, κυρίως, το επιχειρησιακό κομμάτι ή ακόμη και τα πολιτικά τεκταινόμενα σε Κύπρο και Ελλάδα. Ελάχιστα όμως είναι γνωστά για τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάστηκε η Τουρκία σε διπλωματικό επίπεδο ήδη από τη δεκαετία του 50’, για να υλοποιήσει τελικά ο στρατός με επιτυχία την εισβολή στην Κύπρο. Τη συγκεκριμένη πτυχή φωτίζει μέσα από ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε αυτόν τον μήνα στο «Journal of Balkan and Near Eastern Studies» ο Χουσεΐν Σερτ. Η συγκεκριμένη μελέτη του εξετάζει τον ρόλο της τουρκικής διπλωματικής γραφειοκρατίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την υλοποίηση της πρώτης στρατιωτικής επιχείρησης της Τουρκίας εκτός συνόρων.
Μέσα στο άρθρο διερευνώνται οι μέθοδοι και οι διαδικασίες μέσω των οποίων ορισμένα μέλη του τουρκικού διπλωματικού σώματος θα γίνονταν πρωταγωνιστικοί παράγοντες των μηχανισμών λήψης αποφάσεων σχετικά με την τουρκική εισβολή.
Από την απάθεια στη συνεργασία με Βρετανούς
Αρχικά σημειώνεται πως το Κυπριακό ζήτημα απασχολούσε την ατζέντα του τουρκικού ΥΠΕΞ πολύ πριν από την εισβολή του Αττίλα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ούτε η τουρκική κυβέρνηση ούτε το δημόσιο συμφέρον ήταν συγκεντρωμένοι στην Κύπρο. Ο Necmettin Sadak και ο Fuad Köprülü, δύο Υπουργοί Εξωτερικών από δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα της εποχής, δήλωναν ότι «για την Τουρκία δεν υφίστατο Κυπριακό». Τα πράγματα άλλαξαν μόλις προέκυψε ως πιθανότητα η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Σε έναν από τους διαλόγους του με τον Πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές, ο Φατίν Ζορλού, στη συνέχεια μόνιμος εκπρόσωπος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, υπογράμμισε τη σημασία της περαιτέρω εμπλοκής της Άγκυρας στην κυπριακή διαμάχη τόσο για θέματα εξωτερικής όσο και εσωτερικής πολιτικής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται: «Η τουρκική εμπλοκή ήταν επίσης προς όφελος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Από τη στιγμή που η Βρετανία επιθυμούσε να διατηρήσει την κυριαρχία της σε ένα τόσο στρατηγικό έδαφος, η Τουρκία και η Βρετανία είχαν κοινά συμφέροντα. Αυτός ήταν ο λόγος πίσω από την πρόσκληση των Βρετανών στην Τουρκία μαζί με την Ελλάδα για τη Διάσκεψη του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1955».
Η αναβάθμιση του Κυπριακού
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, οι αρμόδιες για την Κύπρο μονάδες στο τουρκικό ΥΠΕΞ επεκτάθηκαν όχι μόνο ως προς τον αριθμό του προσωπικού αλλά και ως προς το επίπεδο εξουσίας τους. Για πρώτη φορά το 1959 ιδρύθηκε διεύθυνση επιφορτισμένη με τo Κυπριακό και ήδη από το 1964 τα ζητήματα Κυπριακού διεκπεραιώνονταν πλέον μέσω γενικής διεύθυνσης. Το 1967, αυτή η Γενική Διεύθυνση κάλυπτε πλέον και τις σχέσεις με την Ελλάδα. Καθιερώθηκε, επίσης, εικοσιτετράωρο καθήκον φρουρού στο Υπουργείο μετά την κρίση του 1963 στην Κύπρο.
H αυξανόμενη σημασία του Κυπριακού για την τουρκική εξωτερική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα η ενασχόληση με το Κυπριακό να οδηγούσε συντομότερα σε εξαιρετική διπλωματική καριέρα στο υπουργείο. Ήδη από το 1959, η τουρκική πρεσβεία στη Λευκωσία, η οποία απασχολούσε μόνον έναν διπλωμάτη καριέρας, παρέδωσε σχεδόν δύο χιλιάδες τηλεγραφήματα στην Άγκυρα, καθιστώντας την ως την πιο πολυάσχολη αποστολή της τουρκικής διπλωματικής γραφειοκρατίας εκείνη τη χρονιά.
Η επιλογή εισβολής στο τραπέζι
Aπό το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, η τουρκική διπλωματική γραφειοκρατία αξιολόγησε τη στρατιωτική επιχείρηση ως πρωταρχική επιλογή για την επίλυση της κυπριακής διαφοράς. Από την αρχή, η Τουρκία ερμήνευσε το δικαίωμα παρέμβασης στην Κύπρο σε περίπτωση που θα αναδύονταν ορισμένες προβληματικές συνθήκες. Η πρώτη φορά που η Τουρκία σκέφτηκε να εισβάλει ήταν όταν κλιμακώθηκαν οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις τον Δεκέμβριο του 1963, αλλά η τουρκική απάντηση περιορίστηκε σε βομβαρδισμούς. Μετά την κρίση του 1963, όμως, η προοπτική μιας στρατιωτικής εμπλοκής τέθηκε αμετάκλητα στο διπλωματικό τραπέζι.
Η απόκρυψη των επιστολών Τζόνσον
Μόλις έξι μήνες αργότερα, ο Πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού κήρυξε την 6ην Ιουνίου 1964 ως ημερομηνία στρατιωτικής επιχείρησης της Τουρκίας στην Κύπρο. Σε αυτό το σημείο, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον προέτρεψε έντονα την Τουρκία να μην επιχειρήσει ανεξάρτητα για μια στρατιωτική δράση στην περίφημη «Επιστολή Τζόνσον».
Το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, ως τυπικός θεσμός του Ψυχρού Πολέμου, έπρεπε ν’ αναλάβει το έργο της πρόληψης της βραχυπρόθεσμης καταστροφικής επίδρασης της επιστολής. Ο Φεριντούν Τζεμάλ Ερκίν, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών και ένας βετεράνος διπλωμάτης καριέρας, διέταξαν τον Ερντέμ Ερνέρ, έναν κατώτερο Τούρκο διπλωμάτη, να κάνει δύο αντίγραφα των επιστολών αλλά όχι να τις καταθέσουν. Το Υπουργείο Εξωτερικών έκρινε ορθότερο να κρατήσει μυστική την «Επιστολή Τζόνσον», που όλοι γνώριζαν. Το περιεχόμενο της επιστολής, ωστόσο, διέρρευσε στο τουρκικό κοινό το 1966, από τον Ihsan Sabri Çağlayangil, τότε Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών.
Όπως σημειώνει το άρθρο, το 1967 το τουρκικό κοινοβούλιο εξουσιοδότησε την τουρκική κυβέρνηση για στρατιωτική επιχείρηση. Αυτό δεν οδήγησε σε μια δεύτερη επιστολή από τον Λευκό Οίκο, αλλά στην αποστολή του Cyrus Vance, μια «ζωντανή επιστολή Τζόνσον», όπως την χαρακτήρισε ο Τούρκος διπλωμάτης Zeki Kuneralp, που θα απέτρεπε την επέμβαση της Τουρκίας.
Πραξικόπημα: Το νομικό υπόβαθρο της εισβολής
Η κρίση του 1967 και οι συνέπειές της, ωστόσο, θα είχαν θέσει το νομικό υπόβαθρο της στρατιωτικής εισβολής το 1974. Όπως το θέτει ο İlter Türkmen, ο Τούρκος πρεσβευτής στη Σοβιετική Ένωση κατά την τουρκική στρατιωτική εισβολή τον Ιούλιο του 1974, αυτή η μεταγενέστερη κρίση θα άνοιγε τον δρόμο για το στρατιωτικό εγχείρημα του 1974. Η τουρκική διπλωματική γραφειοκρατία, από την άποψη αυτή, ερμήνευσε όλες σχεδόν τις εξελίξεις στην Κύπρο μεταξύ 1967 και 1974 υπέρ της αναγκαιότητας μιας στρατιωτικής επιχείρησης και αξιοποίησε την ισχύ της για λογαριασμό μιας στρατιωτικής λύσης αντί να αναζητήσει ειρηνικές εναλλακτικές λύσεις.
Στο άρθρο σημειώνεται πως το πρώτο τηλεγράφημα που παρέδωσε ο Τούρκος πρέσβης στη Λευκωσία, Asaf Inhan, μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, αποκαλύπτει μια σύγχυση σχετικά με το πώς να ερμηνευτεί η φύση των εξελίξεων εκείνο το πρωί
Όπως διαφαίνεται από το τηλεγράφημά του, ο Τούρκος πρέσβης ήταν σαφής όσον αφορά την τουρκική αντίδραση. «Όποια και αν ήταν η εξέλιξη των γεγονότων, γι' αυτόν, ήταν μια προσπάθεια Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία θα άφηνε μια στρατιωτική εκστρατεία ως μοναδική επιλογή για την τουρκική κυβέρνηση. Χρόνια μετά την παρέμβαση της Τουρκίας, ο Ινχάν ισχυρίστηκε ότι η έκθεσή του είχε δραματική επιρροή στην απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης», αναφέρει.
Όταν ο Ραούφ Ντενκτάς ενημέρωσε την κοινότητά του ότι το πραξικόπημα ήταν μια εσωτερική σύγκρουση της ελληνοκυπριακής κοινότητας, το τουρκικό ΥΠΕΞ εξέδωσε ένα επείγον τηλεγράφημα, σημειώνοντας ότι «οι εξελίξεις δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου, αλλά ως εξωτερική. Η παρέμβαση απαιτεί μια δεσμευμένη αντίδραση της Τουρκίας».
Σύμφωνα πάντως με έναν ισχυρισμό, η Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών της Τουρκίας (ΜΙΤ) είχε μέχρι τότε σταματήσει τη στενή παρακολούθηση των κυπριακών εξελίξεων. Λίγοι ήταν αυτοί που πίστευαν ότι η Άγκυρα ήταν καλά προετοιμασμένη για μια στρατιωτική πρωτοβουλία.
H αξιολόγηση του διεθνούς παράγοντα
Η Τουρκία ήταν μια μεσαία δύναμη από άποψη στρατιωτικής ικανότητας εκείνα τα χρόνια. Η κυβέρνηση και η διπλωματική γραφειοκρατία, κατά συνέπειαν, έπρεπε να είναι βέβαιες ότι όλες οι προϋποθέσεις για μια στρατιωτική επιχείρηση θα πληρούνταν. Αν και υπήρξαν σημαντικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, το Τουρκικό Γενικό Επιτελείο ήταν πιο προετοιμασμένο για στρατιωτική επέμβαση απ’ ό,τι κατά τη δεκαετία του 1960.
Ο Τούρκος Πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ αναφερόταν σε αυτές τις προετοιμασίες ενώ ηρεμούσε τον Ντενκτάς «να μην ανησυχεί» και τον διαβεβαίωνε ότι η κυβέρνηση δημιουργούσε το έδαφος για παρέμβαση. Το «έδαφος για παρέμβαση» δεν τέθηκε μόνο από στρατιωτικές προετοιμασίες, αλλά και από διπλωματικές προσπάθειες με επικεφαλής ορισμένους Τούρκους διπλωμάτες επιφορτισμένους με θέσεις σχετικά με την Κύπρο στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα και σε άλλες ενδιαφερόμενες πρωτεύουσες.
Η τουρκική διπλωματία είχε ουσιαστικά αξιολογήσει μια σειρά από παράγοντες, οι οποίοι κρίθηκαν ευνοϊκοί για την έκβαση μιας στρατιωτικής εισβολής. Αυτοί ήταν: α) Το Σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, και η αναποτελεσματική διπλωματική αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών. β) Η Σοβιετική Ένωση, γνωστή για τις στενές της σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, δεν θα ήταν αυστηρά επικριτική ενάντια σε μια τουρκική στρατιωτική επιχείρηση, που θα επέτρεπε κατά συνέπειαν την ανατροπή της νέας φιλοελληνικής χούντας στην Κύπρο. γ) Η στρατιωτική εξουσία στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα του 1967 βρισκόταν σε σοβαρή κρίση νομιμότητας από την εξέγερση του Πολυτεχνείου Αθηνών τον Νοέμβριο του 1973.
Ο ρόλος της Κυπριακής Συντονιστικής Επιτροπής
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών άρχισε να εργάζεται για μια επίσημη θέση που θα καθόριζε αργότερα τη στάση της Τουρκίας μεταξύ 15 και 20 Ιουλίου 1974, ένας συντονιστικός μηχανισμός με το όνομα Κυπριακή Συντονιστική Επιτροπή (δηλαδή Kıbrıs Koordinasyon Komitesi − 3K), αρμόδια για την αξιολόγηση των πολιτικών και διπλωματικών πτυχών μιας στρατιωτικής επιχείρησης, είχε ήδη καθιερωθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του Haluk Bayülken. Η Επιτροπή 3K δημιουργήθηκε χάρη στη στενή συνεργασία μεταξύ του Τμήματος Ελλαδο-κυπριακών Υποθέσεων και του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου. Η επιτροπή εξέτασε τις μεθόδους που θα ακολουθούσε η Τουρκία ενάντια σε κάθε είδους εξελίξεις που οδηγούν στην Ένωση, περνώντας αυτές ως ψηφίσματα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (MGK).
Οι άνθρωποι-κλειδιά
Σύμφωνα με τον Barutçu, επικεφαλής του Τμήματος Κύπρου-Ελλάδας του υπουργείου, η τουρκική κυβέρνηση ήταν καλά προετοιμασμένη. Η Επιτροπή 3Κ, η οποία συγκροτήθηκε και λειτούργησε με την πρόβλεψη μιας τέτοιας ημέρας, κλήθηκε σε συνεδρίαση για να αξιολογήσει τη κατάσταση. Ο Barutçu, μαζί με άλλους ανθρώπους-κλειδιά, έπαιξε κρίσιμο ρόλο στον τρόπο που οδήγησε στην τελική απόφαση μιας στρατιωτικής εισβολής.
Στο Β’ μέρος του άρθρου την επόμενη Κυριακή θα εστιάσουμε στις κρίσιμες ώρες πριν από την εισβολή και τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένη ομάδα Τούρκων διπλωματών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη λήψη της τελικής απόφασης από τον Πρωθυπουργό Ετζεβίτ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρόλος και η στάση που τηρούσε συγκεκριμένη ομάδα του Τουρκικού Επιτελείου Άμυνας εναντίον μιας στρατιωτικής επιχείρησης. Θα παρουσιαστεί επίσης, μέσα από το άρθρο, η τακτική που ακολούθησε το τουρκικό ΥΠΕΞ μετά την εισβολή για παγίωση των τετελεσμένων επί του εδάφους.
ΠΗΓΗ: Σημερινή