Ο διευθυντής του τουρκικού think tank EDAM (Κέντρο Ερευνών Οικονομικής και Εξωτερικής Πολιτικής) και πρώην διπλωμάτης Σινάν Ουλγκέν μιλά στο Capital.gr για την οικονομική κατάταση των Τούρκων πολιτών, το ενδεχόμενο αλλαγής κυβέρνησης στην Τουρκία, το νέο εκλογικό σκηνικό που πιθανώς να διαμορφωθεί, τη στάση της τουρκικής αντιπολίτευσης, τις σχέσεις της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, αλλά και την επόμενη μέρα στα ελληνοτουρκικά.
Τουρκία και Δύση
"Ναι πιστεύω ότι η Τουρκία αποστασιοποιείται από τη Δύση", λέει ο Τούρκος, πολύπειρος πρώην διπλωμάτης Σινάν Ουλγκέν, και υπογραμμίζει ότι αυτό δεν το θεωρεί "ατύχημα" αλλά "δομικό θέμα" του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Αναλύοντας τη θέση του επί του θέματος ο κ. Ουλγκέν αναφέρει πως "αυτό που έχουμε δει επί διακυβέρνησης ΑΚΡ είναι μία εκ νέου εννοιολόγηση της θέσης της Τουρκίας στον κόσμο. Προηγουμένως δεν ετίθεντο τέτοια ερωτήματα. Υπό προηγούμενες κυβερνήσεις δεν ετίθετο ερώτημα ως προς το πού θα έπρεπε να ανήκει η Τουρκία. Ήταν θέσφατο ότι η Τουρκία είναι μέρος της Δύσης και ότι θα έπρεπε να επιστρατεύσεις τους πόρους της στον σκοπό της ενδυνάμωσης της παρουσίας της στη Δύση. Με το ΑΚΡ αυτό άλλαξε. Το νέο αφήγημα θέλει την Τουρκία να μην είναι απαραιτήτως μέλος της Δύσης, μιας και έχει διαφορετική κληρονομιά, διαφορετική παράδοση και θα έπρεπε να επιδιώκει μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία. Αυτό ενδυναμώθηκε από το επιχείρημα πως η δυτική συμμαχία φθίνει, ότι η ισχύς μεταστρέφεται προς την Ασία και ως αποτέλεσμα αυτών η Τουρκία θα πρέπει να επανεκτιμήσει τη θέση της στον κόσμο και να επικεντρώσει τις δυνάμεις στη γεωγραφική περιοχή που περιλαμβανόταν στον οθωμανικό κόσμο, αυτό που ονομάζουμε νεο-οθωμανισμό, ιδεολογία που ήταν ιδιατέρως ισχυρή κατά την περιοδο που ήταν υπουργός Εξωτερικών ο Αχμέτ Νταβούτογλου".
Ωστόσο επισημαίνει ότι η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη: "Αυτό μπορεί να αλλάξει αν αλλάξει η κυβέρνηση στην Τουρκία, όπως ανακοίνωσαν (τα κόμματα της αντιπολίτευσης) μέσω του μανιφέστο τους. Αλλά ο βαθμός στον οποίο αυτή η προσέγγιση θα είναι επιτυχής εξαρτάται επίσης από το πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη στην προοπτική πολιτικής αλλαγής στην Τουρκία, δηλαδή αν θα μπορέσει να ανταποδώσει τις κινήσεις της Τουρκίας ώστε για να ενισχύσει αυτή τη σημαντική σχέση".
Το αν βέβαια η Τουρκία είναι πιο κοντά ή πιο μακριά από τη Δύση τον τελευταίο καιρό, ερώτημα που έχει γιγαντωθεί αφότου η χώρα και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άρχισαν όλο και πιο εμφανώς να τηρούν μία σχέση ίσων αποστάσεων απέναντι στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ, οδηγεί πολλές φορές στο ερώτημα αν η Τουρκία θα έπρεπε να αποβληθεί από τη Συμμαχία. Ο κ. Ουλγκέν αντιτίθεται επ' αυτού και προκρίνει τους δύο κύριους λόγους που καθορίζουν τη στάση του: "Προφανώς αυτό δεν είναι ρεαλιστικό και πιστεύω ότι το επιχείρημα δεν στηρίζεται στη σωστή βάση. Πρώτον δεν είναι ρεαλιστικό διότι δεν υπάρχει μηχανισμός για να αποβληθεί μία χώρα από τη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Και δεύτερον είναι άνευ σωστής βάσης, διότι ναι, η Τουρκία μπορεί να έχει διαφορετική οπτική γωνία σε κάποια θέματα, όπως θέματα ασφαλείας και ναι η σχέση με τη Ρωσία θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί με τρόπο που να μην επηρεάζει ή να μην υποσκάπτει τις σχέση με τη Δύση. Παρ' όλα αυτά, αν κοιτάξουμε πιο ανοιχτά την εικόνα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, η Τουρκία παραμένει ένας πολύτιμος σύμμαχος. Η Τουρκία έχει, πρωτίστως, τη δυνατότητα να συνεισφέρει στους στόχους ασφαλείας του ΝΑΤΟ, έχει τη στρατιωτική δυνατότητα, τη χρηματική δυνατότητα, έχει έμπειρο στρατιωτικό προσωπικό, έχει επίσης παρουσία σε μία γεωγραφική περιοχή που έχει σημασία για το ΝΑΤΟ. Οπως είδαμε και στον πόλεμο στην Ουκρανία, η Τουρκία συνεχίζει να προσφέρει στις αποστολές του ΝΑΤΟ. Έτσι, οι πολιτικές δυσκολίες μπορούν να επιλυθούν και δεν συνιστούν βάση για το επιχείρημα πως η Τουρκία θα πρέπει να αποβληθεί από το ΝΑΤΟ".
Η σχέση με τη Ρωσία
Ο διπλωμάτης εκφράζει την άποψη πως η Τουρκία θα πρέπει να τηρεί μία στάση εξισορρόπησης, λόγω και της γεωγραφικής της θέσης, όμως υπογραμμίζει ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην τίθεται εν αμφιβόλω ο δυτικός προσανατολισμός της Τουρκίας: "Πιστεύω ότι η Τουρκία θα πρέπει να επιδιώκει μία εξωτερική πολιτική εξισορρόπησης, δεδομένης και της γεωγραφικής της θέσης και των θεμάτων ασφαλείας που αντιμετωπίζει εξαιτίας αυτής ακριβώς της γεωγραφικής θέσης. Μιλάω για τη Μέση Ανατολή, μιλάω για τον Καύκασο, μιλάω για τον νότο της, τα σύνορα με το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία, όπου άλλοι παράγοντες αντί των συμμάχων της Τουρκίας είναι ενεργοί, ιδιαιτέρως η Ρωσία. Έτσι η Τουρκία πρέπει να έχει καλές και επικοδομητικές σχέσεις με τη Ρωσία. Μολαταύτα, και εδώ έγκειται η δυσμενής κριτική που εξαπολύει η αντιπολίτευση εναντίον της κυβέρνησης, ότι αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει χωρίς να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς το σε ποια πλευρά είναι αφοσιωμένη η Τουρκία.
Με άλλα λόγια, αυτή η πολιτκή εξισορρόπησης θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί με πιο έξυπνο τρόπο με περισσότερο τακτ και η Τουρκία έτσι θα μπορούσε να είχε εξηγήσει την κατάσταση στους συμμάχους της στη Δύση. Γιατί εκ των πραγμάτων η Τουρκία χρειάζεται τη Ρωσία σε αυτές τις περιοχές. Ωστόσο, αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει με τρόπο που να προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με τον στρατηγικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Ιδιαιτέρως η απόκτηση του αντιπυραυλικού συστήματος S-400 ήταν λανθασμένη απόφαση. Αυτό αποτέλεσε ορόσημο στην προσπάθεια της Τουρκίας να προσεγγίσει τη Ρωσία. Υπάρχουν κι άλλα θέματα, όπως το ότι αποδέχτηκε το σύστημα πληρωμών Mir, για Ρώσους τουρίστες".
Οι δέκα πληγές της οικονομίας
Με τις εκλογές στην Τουρκία να πλησιάζουν η εύλογη ερώτηση που ακολουθεί αφορά τα οικονομικά και τα δεινά που έχουν υποστεί και υπομένουν οι Τούρκοι πολίτες. Όπως σχολιάζει ο Ουλγκέν "αποτέλεσμα τούτου ήταν να διαβρωθεί η αγοραστική δύναμη των Τούρκων. Κατά τους τελευταίους μήνες του 2022 και κατά την έναρξη αυτής της χρονιάς, η κυβέρνηση υιοθέτησε λαϊκιστικά μέτρα που στόχο έχουν να βελτιώσουν το εισόδημα των πολιτών". Όπως λέει ο πρώην διπλωμάτης μπορεί μεν τα μέτρα του Ερντογάν να βοήθησαν με μια πρώτη ματιά τα νοικοκυριά, όμως "η θεμελιώδης μακροοικονομική τρωτότητα παραμένει. Δεν υπάρχει καθολική στάση απέναντι στον πληθωρισμό, ο οποίος συνεχίζει ραγδαίως να αυξάνεται, παρά την επίδραση βάσης, που οδήγησε σε φαινομενική μείωση. Αυτό έχει επιφέρει σημαντική μείωση της δημοτικότητας της κυβέρνησης (ΑΚΡ - ΜΗΡ)".
Οι δίδυμοι σεισμοί που ήρθαν να σκορπίσουν τον θάνατο στις επαρχίες της νότιας Τουρκίας, θα παίξουν μεγάλο ρόλο στην οικονομία κατά τον κ. Ουλγκέν: "Η επίπτωση του σεισμού θα είναι δριμεία. Υπάρχει ήδη αντίκτυπος στην κυβέρνηση, αλλά και στο οικονομικό πεδίο ο σεισμός θα έχει σημαντικές επιπτώσεις. Δεν ξέρουμε ακόμα τον αριθμό, αλλά θα είναι μεγάλος, κάτι που θα τον κατατάξει στους πέντε πολύνεκρους της ιστορίας. Αυτό ίσως αλλάξει τα σχέδια για κάποια άλλα μέτρα που πιθανώς να λαμβάνονταν ώστε να αυξήσουν τα εισοδήματα και να προκαλέσουν αύξηση κίνησης του χρήματος, ώστε αυτά τα κονδύλια να τεθούν στη διάθεση των πληγέντων".
Αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό
Ο κ. Ουλγκέν αναμένει αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό ακόμα κι αν εκλεγεί ο Ερντογάν. Όπως λέει "σήμερα, ο Ερντογάν έχει συγκεντρώσει έναν σημαντικό βαθμό δύναμης, αλλά αυτό τελεσφόρησε κυρίως διότι ήταν σε θέση να ελέγξει το κοινοβούλιο. Και το κοινοβούλιο δεν δρα πλέον ως μηχανισμός ελέγχου και εξισορρόπησης του συνταγματικού συστήματος". Όπως αναλύει "είναι πιθανό, ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση, να καταφέρουν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Τα μη κυβερνητικά κόμματα θα έχουν πλειοψηφία, αλλά αυτό σε συνδυασμό με το ποσοστό του κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP)". Αν αυτό συμβεί "το κοινοβούλιο θα μπορεί να δρα ως φορέας ελέγχου και εξισορρόπησης, όπως σχεδιάστηκε να είναι στο Σύνταγμα και η Τουρκία θα συστηθεί εκ νέου" με τις δυνάμεις της βουλής. Με τη σειρά του αυτό θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για τον Ερντογάν καθώς: "αυτό το σενάριο θα φέρει τον Ερντογάν σε σημείο να πρέπει να συνεργαστεί με το κοινοβούλιο, κάτι που θα αποτελεί κάτι νέο, ουσιαστικά θα είναι "αχαρτογράφητα νερά" για την τουρκική πολιτική. Θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει συστημικό κώλυμα, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει τον Ερντογάν να προσαρμοστεί σε αυτή την αλλαγή". Μπορεί να μην αλλάξουν οι επιδιώξεις του Τούρκου προέδρου επί της ουσίας, όμως κατά τον Ουλγκέν "αυτό θα εξιροσσοπηθεί σε ένα βαθμό από το γεγονός ότι η βουλή δεν θα είναι υπό τον έλεγχο του προέδρου. Αυτό θα αναγκάσει κάποιες από αυτές τις πολιτικές να τύχουν διαπραγμάτευσης, με το υπόλοιπο πολιτικό σώμα, πράγμα που σημαίνει ότι η κατάληξη θα είναι ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό σκηνικό".
Οι απειλές Ερντογάν, η πιθανότητα επεισοδίου και η διπλωματία των σεισμών
Ο Ουλγκέν διαφωνεί και με το πόση σημασία δίνεται στους λεονταρισμούς του Ερντογάν (προ σεισμού). Ως προς την επιθετική ρητορική ο Ουλγκέν επισημαίνει πως "πολλά από αυτά, τα οποία φοβόμαστε για τον Ερντογάν αυτές τις μέρες είναι μέρος της προεκλογικής πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει και τη ρητορική για την Ελλάδα". Αν και τονίζει ότι ο Ερντογάν δεν είναι ο μόνος καθώς "υπάρχει ομοφωνία ευρέως στην Τουρκία, αναφορικά με το ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική του κράτους. Αυτές οι διαφορές δεν σχετίζονται μόνο με τον Ερντογάν και το κόμμα του. Παρ' όλα αυτά ο Ερντογάν έχει υιοθετήσει μια πιο επιθετική ρητορική όσον αφορά αυτές τις απόψεις, κυρίως στο πλαίσιο του πολιτικού προεκλογικού αγώνα στην Τουρκία, ως μέσο για να ελέγξει την υποστήριξη από το εθνικιστικό μπλοκ και να προκαλέσει το φαινόμενο της συσπείρωσης γύρω από τη σημαία".
Ίσως οι σεισμοί παίξουν ρόλο στη "σύσφιξη των σχέσεων" εκτιμά ο πρώην διπλωμάτης: "Η τραγωδία του σεισμού, θα μπορούσε να επιταχύνει την επαναπροσέγγιση Τουρκίας - Ελλάδας. Είναι παρόμοιοι με αυτό που είδαμε το 1999, όταν η Ελλάδα χτυπήθηκε από σεισμό και η Τουρκία προσέφερε βοήθεια και στη συνέχεια στον σεισμό του Μαρμαρά η Ελλάδα έσπευσε σε βοήθεια και αυτό δημιούργησε σταθερές βάσεις για επαναπροσέγγιση μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας των τότε πρωθυπουργών Ισμαΐλ Τζεμ και Γιώργου Παπανδρέου".
Πάνω σε αυτό ο Ουλγκέν υπογράμμισε πως "δεν αποτελεί ρεαλιστική προσέγγιση το να φοβόμαστε ότι θα υπάρξει μεγάλης κλίμακας σύρραξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ και αυτό θα ήταν εξαιρετικά αποσταθεροποιητικό, όχι μόνο για τις δύο χώρες αλλά και για την ίδια τη Συμμαχία". Δεν αποκλείει βεβαίως ότι μπορεί να υπάρξει κάποιο συμβάν, όμως όπως αναλύει, κατά την άποψή του, αν κάτι τέτοιο συμβεί, στη χειρότερη περίπτωση "αυτό του οποίου θα μπορούσαμε να γίνουμε μάρτυρες είναι ένα γεγονός όπως τα Ίμια το 1996, όπου οι δύο χώρες ήρθαν μία ανάσα από τη στρατιωτική αντιπαράθεση" και συμπληρώνει πως "ακόμα και κάτι τέτοιο να συμβεί θα είναι περιορισμένης κλίμακας".
Αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία
Όμως κατά τον Σινάν Ουλγκέν, θετικό αντίκτυπο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα μπορούσε να έχει και μία αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία. Αφού αρχικώς επισημαίνει πως "πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν υπάρχουν διαφορές ως προς το πώς βλέπει η αντιπολίτευση τις διαμάχες της Τουρκίας με την Ελλάδα, από το πώς τις βλέπει η κυβέρνηση", ο Ουλγκέν επικαλείται το μανιφέστο που δημοσίευσε το "Τραπέζι των Έξι" της αντιπολίτευσης: "Η αντιπολίτευση τονίζει ότι η Τουρκία χρειάζεται καλές σχέσεις με την ΕΕ, με τους γείτονές της και ότι θα εργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή η προσέγγιση θα καθοριστεί από το τι θα κάνουν εντός συνόρων, δηλαδή δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, αναδόμηση του Κράτους Δικαίου, ενίσχυση θεμελιωδών ελευθεριών. Μια τέτοια ατμόσφαιρα θα αποφέρει περισσότερους καρπούς στο θέμα με τις διαμάχες μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και εδώ μπορούμε να βασιστούμε στην πρόσφατη διπλωματική μας ιστορία. Όντως έχουμε δει τα πάνω και τα κάτω στην πορεία των διμερών σχέσεων, είδαμε πώς το 1996 με την κρίση στα Ίμια, έφτασαν οι δύο χώρες κοντά στην πολεμική σύρραξη και τρία χρόνια μετά, μετά τους σεισμούς, πώς άρχισαν οι δύο χώρες να συνεργάζονται. Νομίζω ότι όντως θα πρέπει να περιμένουμε μία νέα περίοδο ανανεωμένης προσέγγισης, μετά τις εκλογές". Αν και υπάρχει η άποψη ότι το εν λόγω μανιφέστο θα μπορούσε να είναι προεκλογικό πυροτέχνημα, ο Ουλγκέν διαφωνεί: "πιστεύω ότι η αντιπολίτευση θα παραμείνει πιστή στο μανιφέστο που δημοσιεύθηκε στις 30 Ιανουαρίου και το οποίο προβλέπει στενότερες σχέσεις με τη Δύση, αλλά αυτό στη βάση του είναι μια πολιτική που επικρίνει τις επί σειρά ετών πολιτικές του ΑΚΡ, υπογραμμίζοντας ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν μια σειρά από δυσκολίες που δημιούργησαν την αίσθηση εκτός συνόρων ότι η Τουρκία έχει χάσει τον στρατηγικό της προσανατολισμό και θέλει να έχει στρατηγική αυτονομία αποστασιοποιούμενη από τη Δύση. Κατά την αντιπολίτευση αυτό είναι λάθος και η Τουρκία πρέπει να επιδιώξει εκ νέου την προσέγγιση με τη Δύση, ότι ανήκει στο δυτικό άρμα ακόμα κι αν επιδιώκει καλύτερες σχέσεις με χώρες της περιοχής όπως η Ρωσία ή ακόμη και με την Κίνα".