Στην Αθήνα, υπάρχουν φόβοι ότι οι εκλογές στην Τουρκία θα φέρουν περισσότερη αβεβαιότητα και ένταση, επισημαίνει η Αλεξία Κεφαλά, στην ανταπόκρισή της στην εφημερίδα Le Figaroμε τίτλο: “Οι Έλληνες εξετάζουν εξονυχιστικά τις εκλογές του Τούρκου γείτονά τους”.

Οι Έλληνες, όπως γράφει, παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον την προεκλογική εκστρατεία στην Τουρκία, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στην ευρεία κάλυψη της από τον ελληνικό Τύπο.

 

H Σία Κοσιώνη, παρουσιάστρια του δελτίου ειδήσεων στο ιδιωτικό κανάλι Σκάι, αναφέρει ότι στην Ελλάδα “με το ένα μάτι έχουμε τις ελληνικές εκλογές της 21ης Μαΐου και με το άλλο τις τουρκικές την ερχόμενη Κυριακή”. Η ίδια πιστεύει ότι “το πολιτικό μέλλον της Τουρκίας θα έχει άμεσες συνέπειες στην Ελλάδα“.

Η Ράνια Τζίμα, υπεύθυνη ενημερωτικής εκπομπής του ιδιωτικού καναλιού Mega, αρνείται να κάνει προβλέψεις. “Οι τουρκικές εκλογές είναι μια εξίσωση με πολλούς αγνώστους. [..] Κανείς δεν ξέρει πραγματικά τι θα συμβεί. Το πιο κρίσιμο σημείο είναι ίσως το μέλλον του μεταναστευτικού συμφώνου που υπεγράφη το 2016 μεταξύ της Τουρκίας και της Ε.Ε.. Θα τηρηθεί στο μέλλον ή θα δούμε μια μαζική αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη, όπως έχουμε δει στο παρελθόν;”. 

Ο φόβος αυτός έχει τροφοδοτηθεί τα τελευταία χρόνια από την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο γειτόνων, εξηγεί στη συνέχεια η ανταπόκριση.

Η Τουρκία είναι πλέον η υπ’ αριθμόν ένα εξωτερική απειλή για την Ελλάδα“, δηλώνει ο Κωνσταντίνος Φίλης, επικεφαλής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι εξωτερικές σχέσεις που πρέπει να διατηρηθούν με την Τουρκία είναι μεταξύ των πέντε πρώτων ανησυχιών των Ελλήνων.

Σε αυτό το ευαίσθητο θέμα, όπου η παραμικρή δήλωση μπορεί να ρίξει λάδι στη φωτιά, η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης είναι σημαντική. Και οι εξελίξεις στην επικαιρότητα εξετάζονται από την Αθήνα σε κάθε επίπεδο”, προσθέτει.

Όσο για το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών στην Τουρκία σχολιάζει:

Από τη μία πλευρά, μια αλλαγή καθεστώτος στην Τουρκία, με την ήττα του σημερινού προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μπορεί να φαίνεται θετική για την Ευρώπη και την Ελλάδα, επειδή η αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι θέλει επιστροφή στο κράτος δικαίου, την ελευθερία της έκφρασης και λέει ότι θέλει να έρθει πιο κοντά στην Ευρώπη μέσω μιας τελωνειακής ένωσης. Αλλά αν αναλύσει κανείς τις ομιλίες, έχει την εντύπωση ότι η συσκευασία μπορεί να αλλάξει, αλλά όχι το περιεχόμενο. Από την άλλη πλευρά, αν το καθεστώς δεν αλλάξει, θα είναι ακόμη πιο επιφυλακτικό από ό,τι πριν. Ή, αν αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και προκύψει εσωτερική κρίση, η Ελλάδα και η Κύπρος θα υποφέρουν και πάλι“.

Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και οι απειλητικές δηλώσεις που ακούγονται στον τουρκικό Τύπο, “όπως αυτή του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, του υποψήφιου των κεμαλιστών, ο οποίος αναρωτιέται γιατί να μην πάρει πέντε νησιά από την Ελλάδα“, προσθέτει η Ράνια Τζίμα. “Και η ένταση έχει χαλαρώσει κάπως μετά τον σεισμό στην Τουρκία”. 

Όμως, οι Έλληνες παραμένουν επιφυλακτικοί, ειδικά όταν οι άκαιρες δηλώσεις προστίθενται στις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου, συμπληρώνει η δημοσιογράφος.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του στο Mega, τόνισε ότι “η Ελλάδα δεν επιθυμεί να παρέμβει στα εσωτερικά της Τουρκίας και δεν θα στηρίξει κανέναν από τους δύο υποψηφίους, γιατί αν τα προεκλογικά προγράμματα διαφέρουν, υπάρχει κίνδυνος να συνεχιστεί ο τουρκικός αναθεωρητισμός”.

Ο επικεφαλής της ελληνικής κυβέρνησης δήλωσε ότι είναι ανοιχτός στο να παραπέμψει τη διαφορά με την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο “αποκλειστικά και μόνο για την οριοθέτηση της θαλασσίων ζωνών“.

Εντός του ΝΑΤΟ, ορισμένοι πιστεύουν ότι ο διάλογος θα μπορούσε να επαναληφθεί μεταξύ των δύο κληρονομικών εχθρών μετά από αυτή την προεκλογική περίοδο. Θα είναι όμως πραγματικά εφικτός και παραγωγικός;

Σε κάθε περίπτωση, πολλοί εμπειρογνώμονες πιέζουν για μεγαλύτερη συμμετοχή της Ελλάδας στις μελλοντικές συζητήσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας, δεδομένης της εύθραυστης σταθερότητας στην περιοχή, καταλήγει η ανταπόκριση.

ΠΗΓΗ: infognomonpolitics.gr