Αυτή τη φορά, ο –κυριολεκτικά- γιγάντιος αντίπαλος ξυπνάει δαίμονες από το παρελθόν του Ρόκι και του Κριντ, καθώς η ανάγκη για εκδίκηση-εξιλέωση πυροδοτεί έναν φορτισμένο αγώνα επιβίωσης μέσα και έξω από το ρινγκ.

Στη γεμάτη αγωνία και συναίσθημα ταινία, εμφανίζεται ο αξέχαστος χαρακτήρας του Ιβάν Ντράγκο, που άφησε το σημάδι του στο Ρόκι ΙV ως απίθανος κακός. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Στίβεν Κέιπλ Τζ. (The Land), ενώ το σενάριο συνυπογράφει ο Σιλβέστερ Σταλόνε με τον Τζούελ Τέιλορ.

Στο ΚΡΙΝΤ II, το κοινό θ’ ανακαλύψει ξανά όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν κάποιον πρωταθλητή και θα θυμηθεί ότι ανεξάρτητα από τον προορισμό, κανείς ποτέ δεν μπορεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του.

Σύνοψη

Η ζωή έχει γίνει ένας διαρκής αγώνας ισορροπίας για τον Άντονις Κρίντ. Εν μέσω προσωπικών υποχρεώσεων και προπόνησης για τον επόμενο μεγάλο αγώνα του, βρίσκεται απέναντι στη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του: αυτή τη φορά θα πρέπει να αντιμετωπίσει στο ρινγκ έναν αντίπαλο που έχει βλάψει την οικογένεια του. Ο Ρόκι Μπαλμπόα βρίσκεται στο πλευρό του και μαζί θα αντιμετωπίσουν το κοινό τους παρελθόν, θ’ αναρωτηθούν για εκείνα που αξίζει να αγωνίζεται κανείς και θ’ ανακαλύψουν ότι τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια.

 

Η συνέχεια και η επιστροφή στο παρελθόν

Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη ταινία το 2015, κοινό και κριτικοί την υποδέχτηκαν με μεγάλη θέρμη. Οι δημιουργοί κατάφεραν να μείνουν πιστοί στο ύφος και το πνεύμα των εμβληματικών ταινιών του Ρόκι που προηγήθηκαν, χαράζοντας το δικό τους μονοπάτι, όπως και ο Άντονις Κριντ βρήκε τον δρόμο του ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του.

Μέσα από τον Άντονις, η ταινία διεύρυνε το σύμπαν του Ρόκι. Η συναρπαστική ιστορία ενός νεαρού πυγμάχου που ψάχνει την ταυτότητα του και παλεύει να αποδείξει την αξία του έγινε μια ιστορία για τη νέα γενιά, που δεν είχε ακόμα γεννηθεί το 1976, όταν το Ροκι κυκλοφόρησε στα σινεμά, έγινε επιτυχία και κέρδισε τρία Όσκαρ, απογειώνοντας την καριέρα του άγνωστου μέχρι τότε Σιλβέστερ Σταλόνε.

Η νέα ταινία μπαίνει πιο βαθιά στο πώς ο Άντονις έρχεται αντιμέτωπος με αυτόν που ευθύνεται για τον θάνατο του πατέρα του, αλλά και με το τραύμα του Ρόκι που μετράει δεκαετίες. Ενώ έχει κατακτήσει τον τίτλο του πρωταθλητή, όπως και ο πατέρας του Απόλλο και ο μέντορας του Ρόκι, ο Άντονις παλεύει μέσα του για να βρει το νόημα αυτής της επιτυχίας. Παλεύει για τον εαυτό του, ή για τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ;

Την ίδια στιγμή, κάπου στην Ουκρανία, υπάρχει ένας άντρας που θα αναγκάσει τον Άντονις να αντιμετωπίσει το παρελθόν του: ο Ιβάν Ντράγκο, ο άνθρωπος που σκότωσε τον Απόλλο Κρίντ σε αγώνα, πριν χάσει από τον Ρόκι σε άλλο αγώνα. Όταν ο Ιβάν έχασε εκείνο τον αγώνα, έχασε τα πάντα και ο γιος του, ο Βίκτορ, αναγκάστηκε να μεγαλώσει μέσα στο μίσος, ενώ έκανε σκληρές προπονήσεις. Όταν ο Άντονις ανακηρύσσεται πρωταθλητής, ο Ιβάν και ο Βίκτορ Ντράγκο βρίσκουν την ευκαιρία και αποφασίζουν να τον νικήσουν για να εξιλεωθούν.

Ο Ρόκι προειδοποιεί τον Άντονις ενάντια στον αγώνα, αλλά ο Άντονις πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με την κληρονομιά του πατέρα του, αν θέλει να προχωρήσει και να γίνει καλύτερος άνθρωπος για αυτούς που αγαπά και για τον ίδιο. «Πιστεύω ότι η ζωή κάνει κύκλους» λέει ο Σταλόνε. «Όταν άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία της επόμενης ταινίας, σκέφτηκα ότι θα είχε να κάνει με τις αμαρτίες του πατέρα και ότι ο Άντονις είναι ο ένας γιος που μπορεί να αντέξει αυτό το βάρος. Οπότε αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν ο Ιβάν Ντράγκο είχε γιο. Τι κληρονομιά θα περνούσε σε αυτόν τον γιο;».

«Στο Κριντ ΙΙ, το παρελθόν του Ρόκι τον έχει ξαναβρεί και το ίδιο συμβαίνει με τον Άντονις, που ασχολείται γιατί πρόκειται για τον άντρα που σκότωσε τον πατέρα του» συνεχίζει ο Σταλόνε. «Είναι η πιο σκοτεινή στιγμή στη ζωή του Ρόκι, όταν ο Απόλλο τον αντικατέστησε στον αγώνα με τον Ιβάν και πέθανε. Οπότε τώρα, ο Άντονις νιώθει ότι μπορεί να παλέψει με τον γιο του Ιβάν, τον Βίκτορ, για να ισοφαρίσει για τον πατέρα του. Όσο για τον Ιβάν, αφού έχασε στον αγώνα με τον Ρόκι, έχασε τα πάντα και πέρασε χρόνια να ποτίζει τον γιο του με μίσος και δίψα για εκδίκηση. Ο Ιβάν επέστρεψε για να αποδείξει στον κόσμο ότι δεν είναι ένας χαμένος και χρησιμοποιεί τον Βίκτορ για να το καταφέρει αυτό, ενώ ο Ρόκι φοβάται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται».

Η ιδέα ότι ο Άντονις εκδικείται τον χαμό του πατέρα του στο ρινγκ παλεύοντας ενάντια στον γιο του Ιβάν Ντράγκο έμοιαζε μια φυσική, αν όχι αναπόφευκτη εξέλιξη αυτού του πολυσύνθετου χαρακτήρα, ένα μέρος της διαδρομής που θα τον φέρει σε επαφή με τον εαυτό του. «Μου φάνηκε ενδιαφέρον θέμα, κάπως σαιξπηρικό σε σχέση με τους χαρακτήρες» λέει ο Σταλόνε. «Φέρνει επίσης κοντά δύο διαφορετικές γενιές και αγαπημένους χαρακτήρες».

«Όλα άρχισαν να δένουν όταν ο Σλάι σκέφτηκε την ιστορία με τον Ντράγκο» λέει ο Τζόρνταν. «Ήταν φυσικό που ο Άντονις έγινε μποξέρ όπως ο Απόλλο και ότι ο Βίκτορ θα έπαιζε μποξ με τον ίδιο τρόπο με τον πατέρα του. Στον κόσμο της πυγμαχίας, οι γιοι των μποξέρ μεγαλώνουν μέσα στα γυμναστήριο βλέποντας τους πατεράδες τους και συχνά ακολουθούν τα χνάρια τους. Ήταν ευφυής ιδέα».

Η ταινία σηκώνει ψηλά τον πήχη για τους ήρωες της, ενώ προσφέρει στο κοινό συναρπαστικές σκηνές με αγώνες μποξ, όπως για παράδειγμα ο αγώνας μεταξύ του Άντονις και του Βίκτορ στο ολυμπιακό στάδιο της Μόσχας και το προπονητικό καμπ στο Death Valley της Καλιφόρνια, όπου ο Ρόκι πηγαίνει με τον Άντονις.

Πίσω από την κάμερα, συναντάμε τον βραβευμένο σεναριογράφο και σκηνοθέτη Στίβεν Κέιπλ Τζ. που με το ντεμπούτο του “The Land” αναγνωρίστηκε ως ένα από τα υποσχόμενα ταλέντα του Χόλιγουντ. Ο σκηνοθέτης ήταν μεγάλος θαυμαστής των ταινιών Ρόκι. «Είδα για πρώτη φορά τον Ρόκι, όταν ήμουν μικρός και το είδα ξανά πρόσφατα και μου έκανε την ίδια εντύπωση» λέει ο σκηνοθέτης. «Πάντα συμπαθείς τον περιθωριακό τύπο, συνδέεσαι με αυτόν που παλεύει για κάτι που τον παθιάζει. Όλες οι ταινίες του Ρόκι έχουν αυτό το στοιχείο και ο Άντονις Κριντ πήγε το σάγκα σε άλλο επίπεδο. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι να παραμείνεις πιστός σε όλο αυτόμ ενώ βάζεις τη δική σου σφραγίδα».

Στο Κριντ ΙΙ, ο Κέιπλ είχε την καταπληκτική ευκαιρία να χτίσει ένα κρίσιμο μέρος της μυθολογίας της σειράς με την επιστροφή του Ιβάν Ντράγκο και την εμφάνιση του Βίκτορ Ντράγκο. Στο Ρόκι IV, όταν ο πανύψηλος Ρώσσος πυγμάχος έσκυψε πάνω από τον αιμόφυρτο Απόλλο Κριντ και είπε χωρίς καμία τύψη το «αν πεθάνει, πέθανε», έγινε αυτόματα ένας από τους αξέχαστους κακούς στο σάγκα των ταινιών Ρόκι. Ο Κέιπλ ήταν αποφασισμένος να μην κάνει απλώς μία ταινία εκδίκησης, αλλά να διηγηθεί την ιστορία δύο γιων που τους συνδέει η ίδια τραγωδία.

«Ήθελα να σκαλίσω τους χαρακτήρες του Βίκτορ και του Ιβάν. Τι συνέβη μετά τον αγώνα του 1985; Ποια ήταν τα κίνητρα και ο πόνος που πέρασαν αυτοί οι χαρακτήρες που έζησαν στο περιθώριο μετά την ήττα του Ιβάν από τον Ρόκι; Δεν είχαμε δει τον Ιβάν για χρόνια, τι του συνέβη; Ήθελα να ξέρω πώς ήταν η ζωή τους. Είχε ενδιαφέρον να δούμε την ιστορία του Ντράγκο και να την ξαναζήσουμε με έναν τρόπο που μοιάζει καινούριος» λέει ο σκηνοθέτης.

Ο Κέιπλ γνώριζε πολύ καλά ότι ενώ η αντιπαλότητα του Κριντ με τον Ντράγκο προσφέρει ένα συναρπαστικό πλαίσιο για την ταινία, η πιο μεγάλη ένταση δραματουργικά προκύπτει από τη συναισθηματική ζωή αυτών των δύο πυγμάχων και των γύρω τους. «Πάντα επιστρέφουμε στο ερώτημα του τι αφορά αυτή η ιστορία. Γιατί ξέρουμε ότι δεν αφορά μόνο την πυγμαχία» λέει ο σκηνοθέτης. «Έχει να κάνει με τη σχέση των δύο ανθρώπων στο ρινγκ με αυτούς που κάθονται στις γωνίες, με το πλήθος, τους δημοσιογράφους και αυτό που εκπροσωπούν. Πώς μπαίνει αυτό στις ψυχές τους; Πώς μία αντίδραση στο ρινγκ επηρεάζει τους αγαπημένους που παρακολουθούν; Πάντα επιστρέφουμε στο σημείο πέρα από το ρινγκ για να επικεντρωθούμε σε αυτό που έχει πραγματική σημασία, στη διαδρομή των χαρακτήρων».

«Δεν χρειάζεται να ξέρεις από πυγμαχία για να απολαύσεις τον Ρόκι ή τον Κριντ. Έχει να κάνει με τη ζωή, όχι με την πυγμαχία. Και ο Κέιπλ πάει ακόμα πιο βαθιά» λέει ο Ντολφ Λούντγκρεν, που υποδύεται τον Ιβάν Ντράγκο.

Οικογένεια και ο αγώνας της ζωής τους

«Η οικογένεια είναι στον πυρήνα της ταινίας, όπως άλλωστε και στις ταινίες Ρόκι» λέει ο σκηνοθέτης. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έμαθε ο Ρόκι στον Άντονις είναι ότι στην πυγμαχία ο αντίπαλος δεν είναι ο άλλος στο ρινγκ, αλλά ο ίδιος ο εαυτός του. Στο Κριντ ΙΙ, παρά την επιτυχία του, ο Άντονις ακόμα παλεύει μ’ αυτό.

«Ο Άντονις νιώθει στο περιθώριο από τότε που έγινε πρωταθλητής» λέει ο Τζόρνταν για τον χαρακτήρα του. «Ποτέ δεν ένιωσε πρωταθλητής. Πότε δεν ένιωσε σίγουρος και αυτόν τον κάνει ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Θέλει πάντα να αποδείξει κάτι. Αναρωτιέται γιατί νιώθει κενός. Γιατί δεν είναι ολοκληρωμένος». Πριν απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να κοιτάξει στο παρελθόν. Ο Άντονις αναμετριέται με έναν θρύλο, ένα σύμβολο. «Από το πουθενά, το παρελθόν χτυπάει την πόρτα του και τον αναγκάζει να κατέβει στο σκοτάδι, να σκεφτεί γιατί αγωνίζεται και αν μπορεί να γίνει σπουδαίος πυγμάχος» λέει ο Τζόρνταν. «Η ταινία δείχνει ότι περνάς δια πυρός και σιδήρου για να καταλάβεις τι είναι σημαντικό» λέει ο Τζόρνταν.

Η Τέσα Τόμπσον ήταν ενθουσιασμένη που επέστρεψε στον ρόλο της τραγουδίστριας-συνθέτριας Μπιάνκα Τέιλορ για το Κριντ ΙΙ. «Ο Μάικλ κι εγώ απολαύσαμε αυτούς τους χαρακτήρες και διατηρήσαμε σχέσεις από την πρώτη ταινία» λέει η Τόμπσον. «Από τότε, έχουμε μείνει σε επαφή και είμαστε φίλοι. Είναι σαν μην έχει περάσει ο χρόνος. Σαν να έχουμε μεγαλώσει μαζί». Ο Τζόρνταν προσθέτει: «Με την Τέσα λέμε ότι ο Άντονις και η Μπιάνκα ενηλικιώνονται τώρα. Προφανώς, ήμασταν ενήλικες στην πρώτη ταινία, αλλά τρία χρόνια μετά, μοιάζει πιο φυσικό. Βλέπουμε τους εαυτούς μας σαν ανθρώπους με ευθύνες».

Στο Κριντ ΙΙ, ο Άντονις και η Μπιάνκα ψάχνουν την ισορροπία ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική τους ζωή. Ειδικά τώρα που η Μπιάνκα είναι έγκυος. «Σαν δύο άνθρωποι που ετοιμάζονται να ξεκινήσουν οικογένεια, έχουν περισσότερα να ρισκάρουν. Πρέπει πραγματικά να συντονιστούν» λέει η Τόμπσον.

Η Μπιάνκα ακολουθεί την καριέρα της μουσικού και της γίνεται πρόταση να πάει στο Λος Άντζελες, γεγονός που διαλύει τον Κριντ. Δεν θέλει να αφήσει τον προπονητή και μέντορα του Ρόκι. Καθώς η Μπιάνκα χάνει σταδιακά την ακοή της, ξέρει ότι δεν έχει τον χρόνο με το μέρος της. «Πρέπει να αποφασίσει άμεσα τι θα κάνει» λέει η ηθοποιός. «Θέλει να κάνει μουσική για όσο καιρό μπορεί».

Πατέρας και γιος παλεύουν για την εξιλέωση

Όσο ο Άντονις παλεύει με την κληρονομιά του πατέρα του, ένας άλλος νεαρός φιλόδοξος πυγμάχος, πολύ μακριά, ζει με αυτό που συνέβη στον πατέρα του τον Ιβάν, που έχασε τα πάντα, όταν έχασε από τον Ρόκι. «Ο Ιβάν ήταν ανίκητος, ένας ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης, ένας πολύ διάσημος άντρας. Τώρα έχει παρακμάσει στο σημείο του να δουλεύει πόρτα σε ένα κλαμπ στην Ουκρανία. Βλέπει τον γιο του σαν όχημα για να επιστέψει ένδοξα» λέει ο Λούντγκρεν που υποδύεται τον ξεπεσμένο πυγμάχο.

Με προπονητή τον Ιβάν, ο Βίκτορ έχει κατακτήσει πολλές νίκες στην πυγμαχία, αλλά είναι ποτισμένος από μίσος. «Ο Βίκτορ παλεύει για μία καλύτερη ζωή, αλλά αυτό που θέλει πραγματικά είναι μια οικογένεια και την αγάπη που ποτέ δεν πήρε» λέει ο Φλόριαν Μουντεάνου που υποδύεται τον ρόλο.

Το 1985, όταν ο Ντολφ Λούντγκρεν έπαιζε τον Ιβάν Ντράγκο, η καριέρα του απογειώθηκε. «Πήγα στην πρεμιέρα του Ρόκι IV και κανείς δεν ήξερε ποιος ήμουν» θυμάται ο Σουηδός ηθοποιός. «Όταν βγήκα από την πρεμιέρα, όλοι ήξεραν!».

Ο ηθοποιός, που έχει παίξει σε πολλές ταινίες από τότε, ενθουσιάστηκε με την προσέγγιση του σκηνοθέτη απέναντι στον ρόλο. «Ο Κέιπλ έχει ένα όραμα για τους χαρακτήρες και είναι καταπληκτικός στο να καταλαβαίνει τους ανθρώπους που βρίσκονται υπό πίεση. Είναι εντυπωσιακό που έχει τόση σοφία ως νεαρός καλλιτέχνης».

Μια ευκαιρία για τον τίτλο

Όταν οι δημιουργοί έψαχναν ποιος θα υποδυθεί τον γιο του Ντράγκο, Βίκτορ, έψαχναν κάποιον που θα έμοιαζε με τον επιβλητικό πατέρα, θα μπορούσε να πυγμαχεί και να παίζει. Μετά από μήνες, ο Σταλόνε εντόπισε τον τεράστιο 27χρονο πυγμάχο από τη Γερμανία που ακούει στο όνομα Φλόριαν Μουντεάνου. «Ήταν τελείως σουρεαλιστικό, έκανα οντισιόν μέσω Skype με τον Σταλόνε που ήταν ο παιδικός μου ήρωας» λέει ο Μουντεάνου. «Ως πυγμάχος, μεγάλωσα με ταινίες του Ρόκι. Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα που είχα όταν είδα τον Σταλόνε στην οθόνη του υπολογιστή και κατάλαβα τι γίνεται».

Ο Σταλόνε λέει ότι η διαδικασία του θύμισε τι πέρασε όταν έψαχναν τον Ιβάν Ντράγκο πριν από τριάντα χρόνια. «Ψάχναμε εννιά μήνες πριν βρούμε τον Ντολφ Λούντγκρεν» θυμάται ο δημιουργός. «Ο Ντολφ ήταν μοναδικός. Όμορφος, ψηλός, ξανθός και μπορούσε να πυγμαχήσει! Ήταν πρωταθλητής στο καράτε για χρόνια στη Σουηδία και την Ευρώπη, οπότε καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει. Ο Φλόριαν είναι έτσι. Ξέρει να παίζει μποξ. Επίσης είναι απίστευτα μεγαλόσωμος και μυώδης».

Ο Λούντγκρεν πέρασε πολύ χρόνο με τον Μουντεάνου πριν το γύρισμα. «Αποκτήσαμε σχέση πατέρα-γιου» λέει ο Ντολφ Λούντγκρεν. «Γυμναζόμασταν, πηγαίναμε για φαγητό, μιλούσαμε για ώρες για τους χαρακτήρες μας και την ταινία. Στο πανί, θα δείτε μία βαθιά σχέση μεταξύ μας».

Ο Τζόρνταν που πέρασε μήνες προπόνησης με τον Μουντεάνου είχε εντυπωσιαστεί με τις αγωνιστικές και τις υποκριτικές του ικανότητες. «Ο Φλόριαν είναι πολύ ταπεινός, έχει ζήλο και είχαμε καλή χημεία» λέει ο πρωταγωνιστής. «Ο Σλάι με βρήκε και ο Στίβεν Κέιπλ συνεργάστηκε μαζί μου για να μπορώ να παίξω και πέρασε χρόνο να με καθοδηγεί» λέει ο Μουντεάνου. «Με ενθάρρυνε να είμαι φυσικός μπροστά στην κάμερα. Πάντα μιλούσαμε πριν τις σκηνές».

Η εξάσκηση και η τελειοποίηση

Η προετοιμασία για μια ταινία με αγώνες μποξ παίρνει μήνες. Οι ηθοποιοί πρέπει να είναι σε φόρμα, να μάθουν τη χορογραφία, να ακολουθούν ευλαβικά καθημερινό πρόγραμμα, να γυμνάζονται σκληρά για ώρες, πολλές περισσότερες από μία κανονική ταινία. Ο Τζόρνταν, που είχε περάσει κάτι αντίστοιχο για την πρώτη ταινία, ήξερε ότι αυτή τη φορά θα έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του. «Στην πρώτη ταινία, δεν φανταζόμουν τι θα περάσω. Στη δεύτερη, ήταν ακόμα χειρότερα» λέει γελώντας ο ηθοποιός. «Γυμναζόμουν μέχρι να εξαντληθώ κάθε μέρα. Καμιά φορά δύο φορές την ημέρα, γύριζα με πρησμένες αρθρώσεις στα δάχτυλα».

Την πρώτη φορά που είδε τον Μουντεάνου, ο Τζόρνταν έμεινε άφωνος. «Είναι τεράστιος!» σκέφτηκε ο πρωταγωνιστής. Για την ακρίβεια, ο Τζόρνταν πήρε βάρος και ο Μουντεάνου χρειάστηκε να χάσει για να φαίνεται πιστευτό ότι θα μπορούσαν να αγωνιστούν στο ίδιο ρινγκ. «Είμαι πιο βαρύς από ποτέ» λέει ο Τζόρνταν. «Πιο βαρύς από την πρώτη ταινία ή το Black Panther».

Όσο για τον αντίπαλο του Κριντ, ο Μουντεάνου λέει: «Είμαι ο γιος του Ντράγκο, οπότε έπρεπε να είμαι απειλητικός στην όψη, ψηλότερος και πιο βαρύς από τον Άντονις. Τα κατάφερα και ποτέ δεν ήμουν σε καλύτερη φόρμα. Οι επαγγελματίες αθλητές πρέπει να είναι αποφασιστικοί, αφοσιωμένοι και να δουλεύουν σκληρά. Εσύ ο ίδιος αποφασίζεις πόσο καλός θα είσαι, πόση προσπάθεια θα κάνεις. Για αυτόν τον τύπο της ταινίας, πρέπει να παραμένεις συγκεντρωμένος. Ποτέ δεν έμεινα σε τέτοιο επίπεδο έντασης ξανά. Πρέπει να θυμάσαι τη χορογραφία, αλλά και να βάζεις συναίσθημα». Μία άλλη δυσκολία που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ότι για τις ανάγκες της ταινίας οι μπουνιές έπρεπε να κάνουν μεγαλύτερη τροχιά και να διαρκούν περισσότερο, σε αντίθεση με τις κοφτές κινήσεις της αληθινής πυγμαχίας. «Έχει να κάνει με την απόσταση» λέει ο Μουντεάνου. «Προφανώς, η απόσταση για την ταινία είναι διαφορετική από έναν αληθινό αγώνα, γιατί πρέπει να τοποθετηθείς έτσι ώστε να μην έχεις πραγματική επαφή. Πρέπει να αλλάξεις το στυλ σου».

«Χρειάστηκε να χτίσουμε έναν δεσμό και μία χημεία και να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον στο ρινγκ για να ρίχνουμε επικίνδυνες μπουνιές σε πολύ κοντινή απόσταση και να είμαστε σίγουροι ότι αυτές οι μπουνιές είναι στην ώρα τους και ότι θα γλιστρούσαμε και θα σκύβαμε όπως έπρεπε για να αντιδράσουμε στον αντίπαλο» λέει ο Τζόρνταν. «Γι’ αυτό χρειάστηκαν τρεις μήνες προετοιμασίας για να χτίσουμε εμπιστοσύνη. Θέλαμε να φαίνεται αληθινό. Έπρεπε να θυμόμαστε πολλά. Για να φαίνεται αληθινό έπρεπε να ρίχνω με όλη μου τη δύναμη, αλλά να χτυπάω στον αέρα, όχι πάνω στον Μάικλ».

Και ο Μουντεάνου τα κατάφερε, μέχρι που μία φορά χτύπησε τον Τζόρνταν στα αλήθεια σε μία συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή της ταινίας. Ο Μουντεάνου, που εκείνη τη στιγμή είχε μπει στο πετσί του ρόλου, ανέβηκε στο ρινγκ και έριξε μία αληθινή μπουνιά στον Τζόρνταν. «Τον κοίταξα στα μάτια» λέει ο Τζόρνταν. «Και σκέφτηκα ότι δεν ήταν εκεί, ότι δεν είναι ο εαυτός του. Στο μυαλό μου φώναζα «Φλόριαν εγώ είμαι, ο Μάικ». Αλλά έριξε την μπουνιά και την μπλόκαρα» λέει ο πρωταγωνιστής. «Δεν έχει σημασία αν την μπλόκαρα ή όχι, γιατί είναι τόσο δυνατός και μπουμ! Οπότε την ένιωσα μια χαρά. Ήξερα ότι ήταν μία πολύ συναισθηματική σκηνή για τον Φλόριαν. Είναι καινούριος ηθοποιός και βυθίστηκε στο συναίσθημα. Ξέρω πώς είναι αυτό. Είμαι πολύ περήφανος για αυτόν, γιατί ξέρω ότι μπήκε στη στιγμή».

Είναι πολύ δραματικό να βλέπεις δύο ανθρώπους να ρίχνονται ο ένας στον άλλον με τόσο πρωτόγονο τρόπο, αλλά έχει μία αδιαμφισβήτητη τεχνική. Αυτός ο μαγικός συνδυασμός είναι η πυγμαχία. «Είναι ένα συναρπαστικό θέαμα» λέει ο Λούντγκρεν. «Να βάζεις δύο τύπους στο ρινγκ είναι σαν να μεταφέρεσαι στο Κολοσσαίο στη Ρώμη. Όλοι συνδεόμαστε με τον αγώνα της επιβίωσης. Το μποξ είναι μια μεταφορά αυτού του αγώνα».

Όπως ο επισημαίνει ο Τζόρνταν, το Κριντ ΙΙ συμπυκνώνει όλα αυτά μαζί με τις ιστορίες των χαρακτήρων. «Η ιστορία αγάπης, η οικογένεια είναι ακόμα εκεί. Οι αγώνες μποξ είναι εκεί, όπως και η αίσθηση του να είσαι στο περιθώριο. Ο Άντονις ακόμα μαθαίνει να ωριμάζει, οπότε είναι μια κρίσιμη ταινία για τον χαρακτήρα. Είναι πολύ συναρπαστική».

Σκηνοθεσία: Στίβεν Κέιπλ Τζ.

Σενάριο: Τζούελ Τέιλορ, Σιλβέστερ Σταλόνε

Ηθοποιοί: Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, Σιλβέστερ Σταλόνε, Τέσα Τόμπσον, Ντολφ Λούντγκρεν, Φλόριαν Μουντεάνου, Γουντ Χάρις, Φιλίσια Ρασάντ, Άντριου Γαρντ, Ράσελ Χόρνσμπι

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Κράμερ Μόργκενταου

Σχεδιασμός Παραγωγής: Τζέιμς-Τζάκομο Καρμπόνε

Κοστούμια: Λιζ Γουλφ

Μουσική: Λούντβιχ Γκόρανσον

Ημερομηνία Εξόδου:  29 Νοεμβρίου 2018

Διάρκεια: 2 ώρες 10 λεπτά