Σκηνοθεσία: Τζον Σ. Μπέιρντ
Σενάριο: Τζεφ Πόουπ
Πρωταγωνιστούν: Τζον Σ. Ράιλι, Στιβ Κούγκαν, Σίρλεϊ Χέντερσον, Νίνα Αριάντα, Ντάνι Χιούστον
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Λόρι Ρόουζ BSC
Σχεδιασμός Παραγωγής: Τζον Πολ Κέλι
Κοστούμια: Γκάι Σπεράντζα
Μοντάζ: Ούνα Νι Ντονγκέιλ, Μπίλι Σέντον
Μουσική: Ρολφ Κεντ
Διάρκεια: 1 ώρα και 37 λεπτά
Οι εξαιρετικοί Τζον Σ. Ράιλι («Chicago») και Στιβ Κούγκαν («Philomena») ενσαρκώνουν ιδανικά τον Χοντρό και τον Λιγνό καθώς μεταμορφώνονται αριστοτεχνικά στο εμβληματικό κωμικό δίδυμο που έγραψε ιστορία από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 μέχρι τα τέλη του 1940. Η κινηματογραφική βιογραφία σε σενάριο του υποψήφιου για Όσκαρ Τζεφ Πόουπ («Philomena») και σκηνοθεσία του Τζον Σ. Μπέιρντ («Filth») παρουσιάζει ένα εύστοχο πορτρέτο της δυνατής -και τρικυμιώδους- φιλίας των δύο αντρών, ενώ αποτίνει έναν συγκινητικό φόρο τιμής σε αυτούς τους θρύλους της κωμωδίας.
Σύνοψη
Με τη χρυσή εποχή τους ως βασιλιάδες της κωμωδίας στο Χόλιγουντ να ανήκει στο παρελθόν, οι εμβληματικοί Σταν και Όλι περιοδεύουν στη Μεγάλη Βρετανία σε μία απεγνωσμένη απόπειρα να δώσουν νέα πνοή στην καριέρα τους. Μετά από μία συγκρατημένη αρχή, αυτή η κωμική δύναμη της φύσης συγκεντρώνει ορδές θαυμαστών, καινούριων και παλιών, που γοητεύονται από τις ξεκαρδιστικές ερμηνείες των δύο θρύλων. Όμως, καθώς η περιοδεία πλησιάζει στο μεγάλο φινάλε, το δίδυμο αντιμετωπίζει απειλητικά φαντάσματα του κοινού παρελθόντος. Οι δύο άντρες, που νιώθουν ότι το κύκνειο άσμα πλησιάζει, έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν ξανά πόση αγάπη τρέφει ο ένας για τον άλλον.
Οι άνθρωποι πίσω από τον θρύλο
Ο Σταν Λόρελ και ο Όλιβερ Χάρντι θεωρούνται ένα από τα σπουδαιότερα κωμικά δίδυμα στην ιστορία του κινηματογράφου. Ανάμεσα στο 1927 και το 1950 έκαναν πάνω από 107 κινηματογραφικές εμφανίσεις (32 βουβές ταινίες μικρού μήκους, 40 ταινίες μικρού μήκους με ήχο, 23 μεγάλου μήκους, 12 ανεπίσημες εμφανίσεις σε άλλες ταινίες), ορίζοντας την έννοια του κωμικού διδύμου με τη μεταδοτική χημεία τους και τα ξεκαρδιστικά νούμερα που έμοιαζαν αβίαστα, αλλά ήταν σχεδιασμένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Το δίδυμο ανήκε στους λίγους σταρ του βωβού κινηματογράφου που επιβίωσε και έλαμψε στην εποχή του ομιλούντος κινηματογράφου, με τη χρήση των λογοπαίγνιων στα έργα τους.
Η επιρροή τους πάει πέρα από τα νούμερα και τις αναλύσεις των ειδικών στα θέματα κινηματογράφου με ένα αφοσιωμένο διεθνές κοινό και τρία μουσεία προς τιμήν τους. Είναι αγαπητοί σε όλο τον κόσμο και θεωρούνται το διαβατήριο σε έναν κόσμο ξεκαρδιστικής ανεμελιάς και αιώνιας φιλίας. Είτε τους ξέρετε από επαναλήψεις στην τηλεόραση, από κινούμενα σχέδια ή από ένα giff στο Twitter, το ηχητικό σήμα κατατεθέν τους, το «Cuckoo Song”, είναι μία χρονομηχανή που σας στέλνει σε ένα πιο αθώο παρελθόν. Δεν υπάρχει κωμικός που δεν επηρεάστηκε από τον Χοντρό και τον Λιγνό.
Ο σεναριογράφος της ταινίας, Τζεφ Πόουπ, είχε μία συλλογή με τα έργα τους και ξεκίνησε να αναζητά την αλήθεια πίσω από τα ινδάλματα. Η έρευνα του αποκάλυψε μία ελάχιστα γνωστή πλευρά του Λόρελ και του Χάρντι: μία περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
«Έχουμε την υπέροχη εικόνα αυτών των δύο τύπων που ήταν γίγαντες στο είδος τους να φιλοξενούνται σε μικροσκοπικά σπίτια, να παίζουν σε μικρά θέατρα και να μην καταλαβαίνουν ότι το έκαναν γιατί αγαπούν ο ένας τον άλλον» λέει ο Πόουπ. «Αυτό με ενέπνευσε να γράψω όλη την ταινία. Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο άντρες».
Ο Στιβ Κούγκαν που παίζει τον Λόρελ και έχει συνεργαστεί με τον Πόουπ για το υποψήφιο για Όσκαρ σενάριο του «Philomenα» ανταποκρίθηκε κατευθείαν στην προσέγγιση του Πόουπ, ο οποίος ανέλυσε την 35χρονη σχέση τους μέσα από το πρίσμα της περιοδείας.
«Είναι πολύ έξυπνο που ο Τζεφ το έκανε, γιατί το λάθος συχνά είναι να προσπαθήσεις να κάνεις μία βιογραφία όπου αφηγείσαι τη χρονολογική ιστορία της ζωής κάποιου» λέει ο Κούγκαν. «Είναι καλύτερο να ρίξεις φως σε μία συγκεκριμένη όψη της ζωής τους και να μάθεις τα πάντα από αυτήν».
Η ταινία εξερευνά τους ανθρώπους πίσω από τους θρύλους. Το σενάριο του Πόουπ αποκαλύπτει αλήθειες πίσω από τις κινηματογραφικές περσόνες. Ενώ ο Χάρντι έπαιρνε τον έλεγχο μπροστά στον φακό, ο Λόρελ ήταν το δημιουργικό μυαλό που επέβλεπε κάθε όψη της παραγωγής. Μόλις τελείωνε το γύρισμα ο Χάρντι πήγαινε και έπαιζε γκολφ. Η ταινία δείχνει ότι, ενώ το δίδυμο στη δουλειά ήταν αχώριστο, εκτός φακού ήταν απλώς φιλικοί, όπως δύο συνάδελφοι. «Δεν ήταν ποτέ πραγματικά κοντά, μέχρι που ξεκίνησαν τις περιοδείες και ζούσαν με τα λιγοστά τους χρήματα. Η ταινία δείχνει πώς ήρθαν κοντά στη ζωή, όπως στις ταινίες τους» λέει ο σεναριογράφος.
«Ήξερα ότι η ταινία θα ήταν διεισδυτική και συναισθηματική, αλλά ήθελα να είναι και αστεία. Το κοινό γοητεύεται από την κωμωδία» λέει ο Κούγκαν.
Ενώ μεγάλο μέρος της κωμωδίας στην ταινία προέρχεται από τις σχολαστικές αναπαραστάσεις των σκετς που έκανε το δίδυμο, το σενάριο του Πόουπ, μάλιστα, κέντησε μερικά από τα πιο γνωστά τους νούμερα στον καμβά τις ίδιας τους της ζωής. Οπότε, οι απόπειρες τους να ανεβάσουν ένα μπαούλο στις σκάλες ενός σιδηροδρομικού σταθμού αντανακλά την αξέχαστη σκηνή με το πιάνο και τις σκάλες της ταινίας που κέρδισε το Όσκαρ, «The Music Box». «Όσο εξελισσόταν το σενάριο, κατάλαβα ότι υπήρχαν μερικά σημεία από το ένδοξο παρελθόν τους στα οποία θα έβγαζα το καπέλο μου» λέει ο Πόουπ. Αλλά για τον Κούγκαν, η μεταφορά των σκετς τους σε καθημερινές σκηνές λέει κάτι για τη φύση των κωμικών αυτών ηθοποιών.
«Όπως συμβαίνει με πολλούς κωμικούς, δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στον κωμικό χαρακτήρα που παίζουν και το ποιοι είναι στα αλήθεια, ειδικά αν είναι πολύ αναμεμειγμένοι στη δημιουργική διαδικασία» παρατηρεί ο Κούγκαν. «Υπάρχει μία αλληλεπικάλυψη και προσπαθούμε να επιτρέψουμε στο κοινό να το δει αυτό. Είμαστε πιστοί σ’ αυτό που είναι οι δύο χαρακτήρες».
Μία καθόλου συμβατική βιογραφία
Ο Τζεφ Πόουπ έστειλε το σενάριο στον Τζον. Σ. Μπέιρντ. Ο σκηνοθέτης θυμάται να βλέπει Χοντρό και Λιγνό όταν ήταν παιδί στη Σκωτία και να τους μιμείται. «Έχω ακόμα φωτογραφίες με έναν φίλο μου, όταν ντυθήκαμε Χοντρός και Λιγνός για μία σχολική εκδήλωση με μεταμφιέσεις» γελάει ο σκηνοθέτης.
Ο σκηνοθέτης ήθελε ξεκάθαρα να θέσει το ερώτημα γιατί ο Όλι αποφάσισε να κάνει ταινία χωρίς τον Σταν. «Ένας σαν ένας γάμος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που αγαπιούνται, αλλά κάποιος έχει απατήσει τον άλλον στο παρελθόν» λέει ο Μπέιρντ. «Μετά ο άλλος έχει την ευκαιρία να κάνει το ίδιο. Θα την αρπάξει;».
Ο Τζον Σ. Ρέιλι που παίζει τον Όλιβερ Χάρντι, λέει για τη συνεργασία με τον σκηνοθέτη: «Με έπεισε ότι μπορώ να το κάνω. Πίστευε πραγματικά, ήταν ένας αμετακίνητα αισιόδοξος τύπος».
Ο κινηματογραφικός δυναμισμός του Μπέιρντ παρουσιάζεται από την πρώτη στιγμή. Η ταινία ανοίγει με μία λήψη έξι λεπτών που ακολουθεί τον Σταν και τον Όλι από τα καμαρίνια τους σε ένα στούντιο του Χόλιγουντ μέχρι τον καβγά με τον επικεφαλής του στούντιο. «Έχει πίεση μία τέτοια λήψη» παραδέχεται ο Κούγκαν. «Σχεδόν δεν πρέπει να σε νοιάζει. Αν ήμασταν σε αναμμένα κάρβουνα μήπως τα θαλασσώσουμε, τότε η φυσικότητα δεν θα υπήρχε στη σκηνή. Οπότε ξεχνάς τη χορογραφία και σκέφτεσαι ότι δύο τύπου συζητάνε».
Η σκηνή οδηγεί σε μία εμβληματική στιγμή των δύο ηθοποιών: τη σκηνή χορού από την κλασική ταινία τους «Way Out West». «Χορέψαμε αυτό τον χορό τόσες πολλές φορές που το κάναμε στον ύπνο μας» λέει ο Κούγκαν. Φυσικά, η ταινία σφύζει από τα σκετς των δύο θρύλων, όπως τα ερμήνευαν ξανά και ξανά στις περιοδείες τους. «Λόγω της θεατρικής φύσης της περιοδείας τραβούσαμε τα σκετς με ζωντανό κοινό, οπότε δεν είχαμε μόνο την πίεση της ταινίας αλλά και των ανθρώπων που μας παρακολουθούσαν. Πάντα θα αγαπώ τον Στιβ για αυτό που περάσαμε μαζί» λέει ο Ρέιλι.
Δύο δύσκολοι ρόλοι
Το κλειδί στην επιτυχία της ταινίας ήταν να βρεθούν οι ηθοποιοί που θα μπορούσαν να ενσαρκώσουν και να ρίξουν φως στις προσωπικές ζωές των χαρακτήρων. Ο Στιβ Κούγκαν ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος στον οποίο μίλησε ο σκηνοθέτης για τον ρόλο του Σταν Λόρελ. Ο Κούγκαν γνώρισε τον Χοντρό και τον Λιγνό στη τηλεόραση. «Ήταν απόλυτα οικείοι στα μάτια ενός παιδιού» θυμάται ο Κούγκαν. «Μία αγνή κωμωδία που έχει να κάνει με τον χαρακτήρα και όχι με την κατάσταση. Δεν υπάρχουν πραγματικές συνέπειες. Είναι ένας χαρούμενος κόσμος».
«Πήγα για φαγητό με τον Στιβ και μιλούσαμε για τον Σταν Λόρελ. Χωρίς καμία προειδοποίηση μεταμορφώθηκε σε Σταν και άρχισε να τον μιμείται. Έριχνε την πετσέτα του, έσκυβε και χτύπαγε το κεφάλι του στο τραπέζι. Έσκασα στα γέλια. Ήξερα ότι ήταν πολύ έξυπνος, αλλά η λεπτομέρεια με την οποία ντύνει τη φωνή και την ερμηνεία δεν μου άφησαν περιθώριο ούτε πέντε λεπτά για να αποφασίσω».
«Είχα σπουδαίο σύντροφο στο πρόσωπο του Στιβ» λέει ο Τζον Σ. Ράιλι. «Καταλάβαμε από την αρχή ότι ο μόνος τρόπος να το κάνουμε ήταν να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον. Ήμασταν άγνωστοι, αλλά γίναμε φίλοι. Είναι από τους πιο αστείους ανθρώπους που έχω γνωρίσει».
Ο Τζον Σ. Ράιλι ένιωσε δέος στην προοπτική να υποδυθεί έναν θρύλο. «Με κάποιο τρόπο προσπάθησα να αποχωρήσω από την ταινία, γιατί ήταν τρομαχτικό» λέει ο Ράιλι. «Ζούμε στην εποχή του Google και της Wikipedia και οτιδήποτε θέλει να μάθει οποιοσδήποτε είναι διαθέσιμο αμέσως. Αλλά το ωραίο με αυτή την ιστορία είναι ότι εισχωρεί στη σχέση τους και δίνει μια εικόνα του τι σήμαινε αυτή η συνεργασία».
«Είναι φανταστικός ηθοποιός» λέει ο Κούγκαν. «Μπορεί να είναι ώριμος, διεισδυτικός και αληθινός και την ίδια στιγμή να καταλαβαίνει την τεχνική της κωμωδίας».
Ο Μπέιρντ θυμάται τη συνάντηση του με τον Ράιλι. «Αυτό που είπε ο Τζον ότι είναι τεράστια ευθύνη να παίξει τον χαρακτήρα, τον έκανε τον ήρωα μου». «Δεν μπορώ να αφήσω άλλον να παίξει αυτόν τον ρόλο. Είναι τρομαχτικό, αλλά δεν μπορώ να αφήσω κάποιον άλλον» είχε πει χαρακτηριστικά ο Ράιλι.
Οι σύζυγοι
Στον κόσμο του Χοντρού και του Λιγνού, οι σύζυγοι τους ήταν μάλλον γκρινιάρες. Στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο γυναίκες ήταν οι βράχοι στους οποίους στηρίζονταν. Δυνατές, έξυπνες γυναίκες για τις οποίες δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί οι εμβληματικοί άντρες χρειάζονταν δίπλα τους.
Τόσο ο Κούγκαν όσο και ο Ράιλι είχαν άποψη για το ποιες θα υποδύονταν τις συζύγους τους. Παρ΄όλο που η Σίρλεϊ Χέντερσον είχε συνεργαστεί με τον Μπέιρντ δύο φορές στο παρελθόν, ήταν ο Ράιλι αυτός που την πρότεινε να παίξει τη Λουσίλ, την τρίτη σύζυγο του Χάρντι. «Δεν ήταν εύκολος ρόλος για να τον πάρει κανείς. Έκανα τρεις οντισιόν!» λέει η Χέντερσον.
Αν η Λουσίλ είναι ήσυχη και διακριτική, η σύζυγος του Λόρελ, Ίντα, που υποδύεται η Νίνα Αριάντα, έχει τον μελοδραματισμό μέσα της. Ως χορεύτρια στο Χόλιγουντ, η Ίντα κατάλαβε τις δημιουργικές φιλοδοξίες του Σταν. «Ήταν καταπληκτική τόσο σε τρυφερότητα όσο και σε δύναμη» λέει η Αριάντα για τον ρόλο. «Τον λάτρευε. Αυτό που μου έκανε εντύπωση όταν έκανα έρευνα είναι ότι την τράβηξε η μοναχικότητα του. Το βρήκα συναρπαστικό».
Η μεταμόρφωση
«Προσέξαμε πολύ ώστε να μη σκεφτεί ο θεατής ότι το μακιγιάζ ήταν καταπληκτικό» εξηγεί ο Κούγκαν για τη διαδικασία μεταμόρφωσης που χρειάστηκε να περάσουν οι δύο ηθοποιοί. «Το κοινό πρέπει να χαθεί στην ερμηνεία, στην ιστορία. Οπότε δεν θέλαμε κάτι που να τραβάει την προσοχή».
Ο Κούγκαν φορούσε ψεύτικο πηγούνι, ψεύτικα δόντια και προσθετικά στις άκρες των αυτιών του για να ξεπετάγονται. Ο Κούγκαν έχει καστανά μάτια, ενώ χρειαζόταν μπλε, και ο Ράιλι έχει μπλε, ενώ χρειαζόταν καστανά, οπότε και οι δύο φόρεσαν χρωματιστούς φακούς επαφής.
Για να μεταμορφωθεί σε Όλι, ο Ράιλι περνούσε τέσσερις ώρες στην καρέκλα του μακιγιάζ. Ο ηθοποιός στη συνέχεια έπρεπε να φορέσει ρούχα με προσθετικά για να φαίνεται υπέρβαρος όπως ήταν ο Όλι. «Το παρατσούκλι του Όλιβερ Χάρντι ήταν «μωράκι» γιατί είχε το σχήμα και τις διαστάσεις ενός τεράστιου μωρού» λέει ο Ράιλι. «Μόνο το πρόσωπο μου και οι παλάμες μου ήταν εκτεθειμένα» λέει ο Ράιλι. «Το υπόλοιπο ήταν χωμένο μέσα στα προσθετικά. Οπότε ήταν σαν να φορούσα μία μάσκα σε όλο μου το σώμα».
Η Σίρλεϊ Χέντερσον θυμάται την πρώτη φορά που είδε τον Κούγκαν και τον Ράιλι ντυμένους και μακιγιαρισμένους. «Έχασα το μυαλό μου. Τους κοίταζα όλη μέρα και ήταν ο Χοντρός και ο Λιγνός. Ήταν απίστευτο. Τα προσθετικά μέρη, οι φωνές και οι κινήσεις ήταν άψογα, απίθανα».
Ο σκηνοθέτης θυμάται την πρώτη φορά που τους είδε. «Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Νόμιζα ότι κάτι πήγε λάθος. Αλλά δεν ήταν αυτό. Ο κόσμος είχε μείνει άναυδος από την εμφάνιση τους». Η Νίνα Αριάντα λέει σχετικά: «Ξέχασα που βρισκόμουν για λίγο. Ένιωσα ότι έβλεπα τον Χοντρό και τον Λιγνό. Σε εκείνο το δωμάτιο δεν μπορώ να περιγράψω πόσο μαγικά ήταν. Εκείνη την ημέρα ξέχασα τελείως τι έκανα».
Για τις ανάγκες της ταινίας, ο ενδυματολόγος Γκάι Σπεράντζα και η ομάδα του δημιούργησαν πάνω από 2000 κοστούμια που αναπαριστούν το Χόλιγουντ του ’30 και τη Μεγάλη Βρετανία του ’50. Αλλά υπάρχουν δύο στοιχεία που έκλεψαν την παράσταση, τα ημίψηλα καπέλα και τα κοστούμια που έδιναν το σχήμα στις εμβληματικές φιγούρες του Χοντρού και του Λιγνού.
«Ο καημένος» λέει ο Τζον Σ. Ράιλι για τον ενδυματολόγο. «Πρέπει να κατασκεύασε 20 διαφορετικά είδη καπέλων για να πετύχει το σωστό ύψος και πλάτος, γιατί δεν υπήρχε το περιθώριο να μην το έχουμε αυτό σωστά. Η εικόνα είναι εμβληματική».
Ο Σπεράντζα έκανε εκτενή έρευνα για την κάθε λεπτομέρεια. Ο Λόρελ πείραζε το γείσο του καπέλου ώστε να φαίνεται πιο ψιλόλιγνος. Το κουστούμι του Όλι είχε μόνο ένα κουμπί για να τονίζει το στομάχι του. Τα παπούτσια του Λόρελ δεν είχαν τακούνια για να φαίνεται πιο αστείος καθώς το παντελόνι φαινόταν πιο μακρύ.
Αγνό γέλιο
Η αγνή απόλαυση και χαρά είναι μία έννοια που συνοδεύει το δίδυμο. Για τον σεναριογράφο Τζεφ Πόουπ αυτή η απόλαυση είναι στην καρδιά του έργου τους. Δύο άντρες που απλώς υπάρχουν μαζί και χαίρονται κάθε στιγμή. Αυτή είναι η έμπνευση για την ταινία και ειδικά η σκηνή που χορεύουν στο «Way Out West».
«Απλώς κάθεσαι και γελάς με το πόσο χαίρονται και πώς απολαμβάνουν τα απλά πράγματα. Νομίζω ότι για αυτό τον λόγο είναι ακόμα τόσο αγαπητοί. Τους βλέπουμε και καταλαβαίνουμε ότι δεν χρειάζονται πολλά για να είμαστε χαρούμενοι. Τώρα πια το έχουμε κάνει πολύπλοκο το θέμα. Αλλά αν κοιτάξεις στο παρελθόν και τους δεις, είναι απλώς ευτυχισμένοι».