Σκηνοθεσία: Τομ ΝτεΝούτσι
Σενάριο: Μπ. Ντόλαν, Τομ Ντενούτσι
Πρωταγωνιστούν: Τσαζ Παλμιντέρι, Γουίλιαμ Φορσάιθ, Κλάιβ Στάντεν, Σαμίρα Γουάιλι, Θίο Ρόσι, Ντον Τζόνσον
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Σαμ Έιλερτσεν
Μοντάζ: Τζάρεντ Σάι
Μουσική: Μπ. Ντόλαν
Διάρκεια: 1 ώρα και 39 λεπτά
Μία συναρπαστική περιπέτεια, μία εξωφρενικά απλή στον σχεδιασμό της ληστεία, βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά, που διαδραματίστηκαν στο βουτηγμένο στο έγκλημα Ρόουτν Άιλαντ της δεκαετίας του ’70.
Σύνοψη
1975. Μία συμμορία από μικροεγκληματίες αποπειράται να κάνει τη μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία της Αμερικής, κλέβοντας πάνω από 30 εκατομμύρια δολάρια από τη μαφία στην πιο μικρή πολιτεία των ΗΠΑ, το Ρόουντ Άιλαντ.
Η προσέγγιση του σκηνοθέτη
Ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης Τομ ΝτεΝούτσι γεννήθηκε στο Ρόουντ Άιλαντ τη δεκαετία του ’80 και μελέτησε το οργανωμένο έγκλημα για χρόνια. «Είμαι ένας Ιταλοαμερικανός από το Κράνστον, μία περιοχή του Ρόουντ Άιλαντ, όπου ζουν κυρίως Ιταλοαμερικανοί, και από τη στιγμή που δεν είχαμε επαγγελματικές αθλητικές ομάδες, μεγαλώσαμε παρακολουθώντας τους γκάνγκστερς αντί τους αθλητές. Μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για αυτούς τους πληθωρικούς τύπους από τους θείους μου, τα ξαδέλφια μου και τα άλλα παιδιά. Αυτοί οι γκάνγκστερς ήταν σαν θρύλοι στη γειτονιά. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες, αλλά χωρίς καμία αμφιβολία αυτή η ληστεία ήταν η πιο θρυλική. Τόσο απλή. Τόσο επικερδής. Για να μην αναφέρω ότι οι πραγματικοί άνθρωποι της ιστορίας ήταν φοβεροί χαρακτήρες. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν μερικά από αυτά που συνέβησαν, γιατί ήταν εντελώς τρελά. Αλλά τότε το οργανωμένο έγκλημα ήταν μεγάλο ζήτημα στο Ρόουντ Άιλαντ. Ήταν σαν την Άγρια Δύση και για μένα αυτή είναι η πιο σπουδαία ιστορία εγκλήματος που έχει ειπωθεί, οπότε ήθελα να τη διηγηθώ κι εγώ.
Γερή μπάζα
Για την εποχή της, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη ένοπλη ληστεία στην ιστορία των ΗΠΑ, με κάποια στοιχεία να λένε ότι έκλεψαν πάνω από 30 εκατομμύρια δολάρια σε ρευστό, χρυσό, ασήμι και κοσμήματα. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσα χρήματα υπήρχαν στο θησαυροφυλάκιο. Μέχρι σήμερα, οι αρχές δεν έχουν ανακαλύψει την περιουσία που κλάπηκε εκείνο το ήσυχο πρωινό του καλοκαιριού του 1975.
Ντιούς & Τσάκι
«Αυτό που με τράβηξε στην ιστορία ήταν ότι δεν έχει να κάνει μόνο με τη μαφία, αλλά και τη σχέση ανάμεσα στον Ντιούς και τον Τσάκι. Το γεγονός ότι αυτοί οι δύο τύποι ήταν αδέλφια, που δούλευαν μαζί σχεδόν όλη τους τη ζωή και κατέληξαν να στραφούν ο ένας εναντίον του άλλου εξαιτίας της απληστίας και της παράνοιας και μετά ξεσπάνε σε κλάματα και αποφασίζουν να μη σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, δεν έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο. Δεν είχα ξανακούσει για γκάνγκστερ που παρακούει μία εντολή. Ήταν μία διαφορετική ιστορία για μένα» σχολιάζει ο δημιουργός για μία από τις πιο καταλυτικές στιγμές της ταινίας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές.
Το σύστημα των Μπάντι
Ο σκηνοθέτης Τομ Ντενούτσι μιλάει για τους Μπάντις, τους σκοτεινούς χαρακτήρες που συνεργάζονται με τον Ντιούς και τον Τσάκι και που για να προστατεύσουν o ένας τον άλλον, αποκαλούνται Μπάντι. «Μερικές φορές το πιο απλό σχέδιο είναι το καλύτερο. Η ληστεία αυτή είναι μια τέτοια περίπτωση. Παρακολούθησαν λίγο για να δυο πότε μπαίνει και βγαίνει κόσμος και μετά μπήκαν με όπλα, άνοιξαν το θησαυροφυλάκιο, πήραν τη λεία και έφυγαν. Είχαν τελειώσει σε μία ώρα. Δεν ήταν μία εκλεπτυσμένη, περίπλοκη ληστεία. Μία παλιομοδίτικη ένοπλη ληστεία ήταν. Ταίριαζε που οι τύποι αυτοί, οι Μπάντις, ήταν εξίσου απλοί. Ήταν σαν τους τύπου που απέρριψε η μαφία. Αλλά στο τέλος, παρά τις αδυναμίες τους, τα κατάφεραν ως ομάδα. Όλη την ώρα αναρωτιέσαι πότε κάτι θα πάει στραβά, αλλά τελικά θέλεις να κερδίσουν».
Περισσότερα χρήματα, περισσότερα προβλήματα
Ο σκηνοθέτης Τομ ΝτεΝούτσι μπαίνει στο μυαλό ενός γκάνγκστερ. «Η απληστία είναι πολύ δυνατή. Σε οδηγεί να κάνεις πράγματα για τα οποία δεν είσαι περήφανος, πράγματα που ξέρεις ότι δεν είναι καλή ιδέα, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορείς να σταματήσεις. Το βλέπεις αυτό στον Ντιούς και τον Τσάκι. Τίποτε δεν είναι εύκολο, όσο εξελίσσεται η ιστορία. Η σοβαρότητα των εγκλημάτων τους βαραίνει όλο και πιο πολύ. Δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους και τυφλώνονται από το χρήμα».
Πρόβιντενς Ροόντ Άιλαντ
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στην Προβιντένς στο Ρόουντ Άιλαντ, μόλις λίγα μέτρα μακριά από το σημείο που ο αρχιμαφιόζος Ρέιμοντ Πατριάρκα ασκούσε την εξουσία με πυγμή. Η Προβιντένς ήταν το νούμερο τρία στην οργάνωση της μαφίας, μετά το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη. Ο σκηνοθέτης και η ομάδα του είχαν συμβουλευτεί τους ιστορικούς της πόλης και τα αρχεία της αστυνομίας για να αναπαραστήσουν σωστά την εποχή.
Τα κουστούμια
Τα κουστούμια της ταινίας ντύνουν τους ρόλους με τον πληθωρικό χαρακτήρα της δεκαετίας του ’70. Η ενδυματολόγος και η ομάδα της πέρασε ώρες σε μαγαζιά με παλιά ρούχα και έψαξε σε ιδιωτικές συλλογές για να βρει τα κατάλληλα κομμάτια. Σε μερικές περιπτώσεις, η ομάδα χρησιμοποίησε παλιό ύφασμα για να ράψει ειδικά κουστούμια.