Αυτοί οι στίχοι μιλούν για την αυτοθυσία και το τέλος, ενός μεγάλου ήρωα και εθνομάρτυρα, του δημοσιογράφου και εκδότη, Νίκου Καπετανίδη, η φυσιογνωμία του οποίου συνεχίζει να συγκινεί μέχρι και σήμερα, αφού αποτελεί φωτεινό σύμβολο, όχι μόνο για τους Πόντιους αλλά και για όσους δεν έλκουν την καταγωγή του από τον Εύξεινο Πόντο.
Την Τρίτη 6 Ιουλίου 2021, τα λόγια ψυχής του δημοσιογράφου, Γιώργου Γεωργιάδη για τον ήρωα συνάδελφό του, έγιναν τραγούδι σε μουσική του Χρήστου Παπαδόπουλου, το οποίο ηχογραφήθηκε στα στούντιο Odeon (Λεωφ.Μεσογείων 253). Το κοινό θα μπορέσει να το απολαύσει στην παράσταση "Δέηση του Πόντου", στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, μία μέρα πριν τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατο του εθνομάρτυρα.
Σε αυτήν την προσπάθεια ένωσαν τις φωνές τους με τον βάρδο της ποντιακής μουσικής, Αλέξη Παρχαρίδη, δύο ιερά τέρατα της σύγχρονης έντεχνης ελληνικής μουσικής. Ο λόγος για τον Γιάννη Κότσιρα και την Ελένη Τσαλιγοπούλου, οι οποίοι με μεγάλο μεράκι, συγκίνηση, αλλά και απόλυτο επαγγελματισμό, οι τρεις ερμηνευτές προσεγγίσαν νοητικά το ιστορικό γεγονός και με την συνδρομή του ηχολήπτη, Ηλία Λάκκα «σκάλισαν» τις φωνές τους πάνω σε ένα μουσικό μνημείο για τον μεγάλο Καπετανίδη.
Χρήστος Παπαδόπουλος: «Ακούω και συγκινούμαι»
«Είναι ένα τραγούδι που το ακούω και συγκινούμαι. Μου σηκώνεται η τρίχα. Γιατί είναι αφιερωμένο σε έναν Πόντιο ήρωα. Ήταν ο πνευματικός πατέρας του μεγάλου συγγραφέα και δημοσιογράφου, Δημήτρη Ψαθά. Έτσι ως φόρος τιμής έγραψα τη μουσική σε στίχους του δημοσιογράφου της ΕΡΤ3, Γιώργου Γεωργιάδη. Είναι τιμή μου που το ερμήνευσε ο Γιάννης Κότσιρας, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και ο Αλέξης Παρχαρίδης», δήλωσε ο συνθέτης, Χρήστος Παπαδόπουλος, ο οποίος στην υπερσαραντάχρονη πορεία του στο πεντάγραμμο συμπεριλαμβάνονται και σταθμοί με ποντιακές δισκογραφικές δουλειές, όπως το «Αυτή η γη έχει φωνή» (2011) και «Ξενιτεμέντσα Παναΐα» (2012).
Παρχαρίδης: «Ανατριχίλα και δέος»
«Ηχογραφήσαμε ένα τραγούδι στη μνήμη του Νίκου Καπετανίδη, ενός εμβληματικού προσώπου για τον ποντιακό ελληνισμμό. Ένας δημοσιογράφος με δυναμική και στοχαστικότητα. Οδηγούσε το ποντιακό πνεύμα. Κρεμάστηκε από τους Τούρκους μαζί με άλλους Πόντιους πρόκριτους», λέει από την πλευρά του ο Αλέξης Παρχαρίδης, ο οποίος διατηρεί βιωματική σύνδεση με το θέμα της γενοκτονίας των Ποντίων, καθώς είχε πρωταγωνιστήσει στο ντοκιμαντέρ «Η μπάντα». Ο ίδιος παραδέχεται, ότι για να μπει στο ρόλο έπρεπε να βιώσει και να νιώσει στο πετσί του το γεγονός.
Το τραγούδι στη μνήμη του Νίκου Καπετανίδη όμως είναι κάτι διαφορετικό για τον μεγάλο Πόντιο καλλιτέχνη. «Θεωρώ, ότι επιτέλους γίνεται απόδοση τιμών σε έναν ήρωα. Γίνεται κάτι πολύ μεγάλο στη μνήμη του. Γίνεται η Δέηση Πόντου. Γίνεται το άγαλμά του. Εκπληρώνουμε το ηθικό χρέος που έχουμε απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο», επισημαίνει ο Παρχαρίδης, τα κύματα των φωνητικών χορδών του οποίου αναμένεται να προκαλέσουν ερμηνευτική θαλασσοταραχή δίπλα στις φωνές του Γιάννη Κότσιρα και της Ελένης Τσαλιγοπούλου, στις 20 του Σεπτέμβρη, στη Μονή Λαζαριστών, στη Θεσσαλονίκη, την ώρα που λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στον Δήμο Παύλου Μελά ετοιμάζεται να στηθεί ο ανδριάντας του εθνομάρτυρα.
«Είναι μία τεράστια εμπειρία. Είναι από τα μεγαλύτερα ονόματα στο ελληνικό τραγούδι. Ένιωσα ανατριχίλα και δέος», παραδέχεται ο Παρχαρίδης για τους συνάδελφούς του, οι οποίοι με τη συμμετοχή τους δεν τιμούν μόνο τον ποντιακό ελληνισμό, αλλά γίνονται και επίσημο μέλη και «κοινωνοί» του.
Ποιός ήταν ο Νίκος Καπετανίδης
Γεννήθηκε το 1889 στη Ριζούντα του Πόντου, σπούδασε σε ένα από τα μεγαλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής, το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, το οποίο αποκαλούσαν «Φάρο της Ανατολής». Ο Νίκος Καπετανίδης υπέγραφε αρχικά κείμενά του ως «Σίσυφος» και αργότερα ως «Σπύρος Φωτεινός». Όταν εισήχθη επαγγελματικά στο χώρο μέσω του περιοδικού του Φίλωνα Κτενίδη «Επιθεώρησις», άρχισε να υπογράφει κανονικά, ενώ στα έξι τελευταία από τα 24 τεύχη ανέλαβε τη διεύθυνση, λόγω αναχώρησης του Κτενίδη για σπουδές.
Χρονογραφήματα του Καπετανίδη θα βρούμε στην εφημερίδα «Φάρος της Ανατολής, ενώ παρουσία του υπάρχει και στην «Ηχώ του Πόντου». Το 1917 εξέδωσε την εφημερίδα «Σάλπιγξ» η οποία κυκλοφορούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής (1916-1918). Τον Οκτώβριο του 1918 με την αποχώρηση των Ρώσων και την ανακατάληψη της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, εξέδωσε την εφημερίδα «Εποχή», στην οποία για μία τριετία (1918-1921) η μαχητική του πένα έμελλε να αφήσει το ισχυρό αποτύπωμά της.
Ο Ψαθάς συνθέτει το πορτρέτο του
Τον χαρακτήρα του Καπετανίδη σκιαγραφεί στη «Γη του Πόντου» ένας από του πασίγνωστους πολυγραφότατους Έλληνες χρονογράφους, δημοσιογράφους και θεατρικούς συγγραφείς, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο οποίος εργάστηκε δίπλα σε αυτόν τον Άγιο της δημοσιογραφίας.
«Ήταν ένας νέος άνθρωπος, ο Νίκος Καπετανίδης, όλος ζωή και δράση, βίαιος, ορμητικός στα άρθρα του, γεμάτος από φλόγα πατριωτική και όνειρα για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα. Αγαπούσε με πάθος την Ελλάδα, είχε πολιτική τελείως αντίθετη με τους Σεράσηδες κι αντιμαχόταν με βιαιότητα τον «Φάρο της Ανατολής», αναφέρει.
Ο Καπετανίδης με θάρρος και αυταπάρνηση, έγραφε άφοβα για καθετί ελληνικό και καταδίκαζε, επωνύμως, τις θηριωδίες των Τούρκων εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών. «Σαν δημοσιογράφος, ο εκδότης της «Εποχής», θεωρούσε χρέος του να μάχεται ανοιχτά για όλα τα εθνικά θέματα με όλο τον ενθουσιασμό και την ορμή ενός γενναίου πολεμιστή, υμνώντας ακούραστα την δόξα της Ελλάδας και κρίνοντας βίαια τους Τούρκους. Μπορεί μέσα στην Τραπεζούντα να υπήρχε ησυχία και αρκετή ασφάλεια των Ελλήνων, αλλά ήξερε πολύ καλά ο Καπετανίδης το τι γινόταν στα χωριά και δεν δίσταζε καθόλου να το γράφη, όπως βλέπει κανείς ξεφυλλίζοντας την «Εποχή» του», προσθέτει ο Ψαθάς που στη «Γη του Πόντου», σε αυτήν τη Βίβλο που περιγράφεται η γενοκτονία και ο ποντιακός ξεριζωμός, μεταφέρει αποσπασματικά κτηνωδίες που είδαν το φως της δημοσιότητας στην εφημερίδα του Καπετανίδη.
Ενώπιος ενωπίω με τον Τοπάλ Οσμάν
Ο ίδιος παρέμεινε ατρόμητος και χωρίς φόβο μπροστά στον κίνδυνο που τον περικύκλωνε. Η μοίρα του είχε προεξοφληθεί αλλά αυτός δεν πτοήθηκε ούτε κατά την επίσκεψη του αιμοσταγή σφαγέα του Πόντου, Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος του έκανε συστάσεις και τον προέτρεψε να μην καταγράφει τα εγκλήματα εις βάρος της ανθρωπότητας που διέπραττε ως εκτελεστικό όργανο του Μουσταφά Κεμάλ με τη συμμορία του.
Εναντίον του δημίου του ελληνισμού από την Κερασούντα ο Καπετανίδης είχε πολλάκις καταφερθεί στα κείμενά του. «...Η κακούργος σπείρα η οποία ηδονικώς και με ανέκφραστον αγριότητα ερρόφησε το αίμα μας καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου, οι λησταί οι οποίοι παντοιοτρόπως μας εξεγύμνωσαν, οι δολοφόνοι οι οποίοι εσκότωσαν τόσα διαλεκτά παλληκάρια μας, οι κτηνάνθρωποι οι οποίοι δεν μας άφησαν κορίτσια και τιμήν, όλοι, τέλος, οι αισχροί εταίροι της Καμόρας, οι οποίοι έσπειραν εις την Κερασούντα τον όλεθρον, την ατιμίαν και τον θάνατον, ασυστόλως και προκλητικώτατα εξακολουθούν να επιβάλλωνται ακόμη επί των ταλαιπώρων Ελλήνων, εξακολουθούν να απειλούν, εξοπλίζουν τους διαφόρους κακούργους και τρομοκρατούν
τους ομογενείς», έγραφε μεταξύ άλλων, πολλών κατηγοριών.
Ο οιωνός του τέλους
Μετά την επιβολή λογοκρισίας το 1920, ο Καπετανίδης γνώριζε πολύ καλά ότι έσφιγγε ο κλοιός γύρω του. Ήξερε ότι εξέθετε τον εαυτό του σε κινδύνους με το πάθος του για την ανεξαρτητοποίηση του Πόντου. «... Νοιώθω πως εσύ στο μέτωπο διατρέχεις λιγώτερους κινδύνους από μένα. Να ξέρης ότι δεν στέκεται γερά το κεφάλι στους ώμους μου. Μα αυτό δεν σημαίνει... Κυττάχτε να κάνετε καλά τη δουλειά σας και δεν πειράζει αν λείψουν και μερικά κεφάλια σαν το δικό μου. Χαλάλι για την πατρίδα», ανέφερε σε γράμμα-οιωνό, του τέλους που θα ερχόταν, προς τον Πόντιο γιατρό και αργότερα ιδρυτή και διευθυντή της «Ποντιακής Εστίας», Φίλωνα Κτενίδη, την εποχή που ο τελευταίος υπηρετούσε ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού τη Μικρά Ασία.
Συνελήφθη το 1921 μετά από έρευνα στο σπίτι του όπου εντοπίστηκε επιστολή του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, του μεγάλου πατριώτη από τη Μασσαλία, ο οποίος αγωνιζόταν για τη δημιουργία ανεξάρτητου ποντιακού κράτους, μία καγορία που βάρυνε και αλλους 68 Έλληνες του Πόντου. Το τέλος του συγκλονίζει. Στη δίκη παρωδία που στήθηκε, όταν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας της Αμάσειας του απήγγειλε την κατηγορία, ο Καπετανίδης πετάχτηκε και αναφώνησε, πως δεν αγωνιζόταν μόνο για την ανεξαρτησία του Πόντου «αλλά και για την ένωσή του με την Ελλάδα».
Η κραυγή που προκαλεί ανατριχίλα
Η καταδίκη του ήταν φυσικό επακόλουθο της στάσης του. Εκείνος όμως, όπως οι άγιοι που μαρτύρησαν, δεν λύγισε ούτε στις έσχατες ώρες της ζωής του. «Θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ' εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή... Εν τούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί διότι σας αφήνω για πάντα... Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος... Γι' αυτό μη λυπηθήτε... Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τα στήθια σου και τ' όνομά σου με τον θάνατό μου... Ο θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει...», έγραφε στην οικογένειά του.
Απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 σε 32 χρονών. Η τελευταία του κραυγή πάνω στην αγχόνη προκαλεί ανατριχίλα. Φώναξε «Ζήτω η Ελλάς» πριν παραδώσει στον Δημιουργό του την ψυχή του, η οποία αναμένει σήμερα, από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το στεφάνι της αγιοποίησής του, όπως του αξίζει, μαζί με όλες τις άλλες χιλιάδες ψυχές χριστιανών που μαρτύρησαν!
Ο Ψαθάς περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο τον αντίκτυπο που είχε ο θάνατός του! «Η εκτέλεσή του όπως και των άλλων διαλεχτών Τραπεζουντίων, έκανε βαθύτατη αίσθηση ακόμα και στους Τούρκους της πόλης μας, σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε όταν ζητήθηκε απ' τα δικαστήρια της Αμάσειας να σταλούν εκεί κι όσοι άλλοι είχαν εργαστεί για την ανεξαρτησία του Πόντου ή ήσαν απλώς ύποπτοι, οι τούρκικες αρχές απάντησαν: «Δεν έχομε εδώ άλλους επαναστάτας».