Η Έλενα Φάκου δηλώνει πως απο τα γεγονότα της Μανωλάδας και μετά απέκτησε αλλεργία στο συγκεκριμένο προιόν, αλλά ιδιαίτερα στους συγκεκριμένους "αφέντες".
…Προσλαμβάνουνε δηλαδή εξαθλιωμένους λαθρομετανάστες να δουλέψουνε στα χωράφια τους, οι οποίοι ζούνε (;) κάτω από απαράδεκτες συνθήκες, τρώνε εκεί που χέζουν, δεν ξέρω μήπως τρώνε κι αυτά που χέζουν, δουλεύουν για πενιχρές αμοιβές κι όταν έρθει η ώρα να τις εισπράξουνε, τους τουφεκάνε κι από πάνω. Αυτός είναι ο ανώτερος Έλλην. Αυτό είναι το αφεντικό. Αυτός ο πονηρομπινές που παίρνει στις δουλειές του ανήμπορους παράνομους «μιας χρήσεως» εργάτες ώστε μόλις τους στίψει να τους λήξει και δεν τρέχει και τίποτα. Και μετά κάνει και το ρατσιστή. Όπως μας βολεύει.
Είναι τόσο περίπλοκο το θέμα της λαθρομετανάστευσης που δεν ξέρεις από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις. Ποιος φταίει, ποιος έχει δίκιο, ποιος άδικο, ποιος είναι το θύμα , ποιος ο θύτης, ποιος οφελείται, ποιος υποφέρει, δε μπορείς να πείς τίποτα με σιγουρίά. Από τη μια, οι λαθρομετανάστες, που γι αλλού ξεκίνησαν, αλλού βρέθηκαν. Από την άλλη οι ντόπιοι που τραβάτε με κι ας κλαίω ( παίρνω στη δουλειά μου τον αλλοδαπό χωρίς ασφάλεια και με ένα κομμάτι ψωμί, αλλά είμαι παράλληλα ξενοφοβικός και δηλώνω ότι θέλω να φύγει απ τη χώρα ). Έχουμε και τα τεράστια κυκλώματα λαθρεμπορίας που βγάζουν τα αντερά τους, έχουμε και τους πολιτικούς μας οι οποίοι σαφέστατα θα φάνε τη μερίδα του Λέοντος. Κι από κάτω, αναρχοαριστερούς με ακροδεξιούς να τσακώνονται με το μεταναστευτικό κίνημα παντιέρα αντιπαράθεσης. Μια ωραία ατμόσφαιρα.
Θέλω να είμαι ειλικρινής. Διαφωνώ ριζικά με το μουσουλμανισμό, όσον αφορά τις ιδέες του κυρίως για τη γυναίκα που δεν είναι άνθρωπος σε αυτή τη θρησκεία, αλλά πράγμα, και θεωρώ τους μουσουλμάνους μια σκληρή και οπισθοδρομική κατηγορία ανθρώπων. Βλέπω όλους αυτούς τους Πακιστανούς, Ιρακινούς, Συριους δεν ξέρω κι εγώ από πού αλλού έρχονται, πόσο παρακμιακές φιγούρες είναι έτσι όπως περιφέρονται στους δρόμους της πόλης και σοκάρομαι. Όταν δε, ακούω ότι τρώνε κατοικίδια ζώα εκεί βουρλίζεται ο εγκέφαλός μου, τρελένομαι πραγματικά. Είναι τόσο μεγάλες οι πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα σε εκείνους και εμάς – υποθετικά πάντα – που μοιάζουν αγεφύρωτες. Όσο κι αν έχω εξικοιωθεί με τον μετανάστη που θα έρθει να μου καθαρίσει τα τζάμια στο φανάρι ή θα είναι ζοσμένος με χαρτομάντηλα-φορτιστές-ανεμιστηράκια δεν παύει να αποτελεί για μενα προσωπικά ένα θλιβερό θέαμα.
Φεύγουν από τις πατρίδες τους για διαφόρους λόγους, πόλεμοι, φτώχια, ίσως και άσυλο. Θέλουν να πάνε προφανώς σε κάποια Ευρωπαική χώρα, η οποία δε νομίζω πως είναι η Ελλάδα. Μοιραία όμως, εξ αυτών προς την Ευρώπη, η πρώτη Ευρωπαική χώρα που συναντούν είναι η Ελλάδα. Εδώ έρχεται ο πονηρομπινές ο Έλληνας ο οποίος κάααατι υπέγραψε για να τους σταματάει στη χώρα μας, να βγάζει και κανένα φράγκο και να τα έχει και καλά με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που δεν τους θέλουν στα φινιρισμένα κράτη τους. Μια συνθήκη_λέμε τώρα_ η οποία «φροντίζει» και τα λεφτουδάκια για τους μετανάστες που έρχονται στη χώρα να εισπράττει και εάν πιαστούν έξω από την Ελλάδα ( ξαναλέμε τώρα- οτι ένας τετοιος χώθηκε σε μια νταλίκα να περάσει στην Ιταλία με το πλοίο ) να επιστρέψουν όχι στην χώρα τους, αλλά στην Ελλάδα, τη χώρα στην οποία πήραν στα χέρια τους ένα κωλόχαρτο προσωρινής παραμονής.
Όλα τα έχει σκεφτεί ο Έλληνας. Και πώς θα κονομήσει από τους λαθρομετανάστες (σε υψηλά κλιμάκια), και πως θα τους χρησιμοποιήσει στις δουλειές του αφου δουλεύουν με το απόλυτο τίποτα, και πώς θα τους βγάλει απ τη μέση αν του κάνουν και κουνήματα και πως θα βγεί να διαμαρτυρηθεί για τα προβλήματα που προκαλούν οι μετανάστες στη φιλήσυχη κοινωνία του και φυσικά μετά γκρινιάζει για την εγκληματικότητα, την οποία ο ίδιος τρέφει, δίνοντας δουλειά σε όλους αυτούς τους άμοιρους, για να χαμογελάσει η τσεπούλα του. Δεν υπάρχει πια χωράφι, σουβλατζήδικο και βενζινάδικο δίχως Πακιστανό. Αν προσωπικά δώ άλλη εθνικότητα να δουλεύει σε κάτι από τα παραπάνω, απορώ κι εξίσταμαι.
Και με αυτά και με κείνα, φτάνουμε στη Μανελλάδα, μάλλον Μανωλάδα, στην οποία ζητάς να πληρωθείς; Στεγνή εκτέλεση. Τραβάνε καραμπίνα και σε αφήνουνε μισό. Νταξ δε σε σκοτώνουνε κιόλας, σε σακατευουνε, ώστε μετά να περάσεις στο επίπεδο της επιβίωσης μέσω της επετείας. Ένα χέρι λιγότερο, ένα πόδι κοντύτερο, έτσι για να τους θυμάσαι. Πρίν λίγο καιρό, αναγκάστηκα να κάνω ευθανασία στο σκύλο μου. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Έκλαιγα κρατώντας τον αγκαλιά χωρίς να υπάρχει χθές, σημερα και αύριο. Μέσα στα αναφιλητά μου, ο κτηνίατρος μου έλεγε διάφορα για να με παρηγορήσει προσπαθώντας να μου εξηγήσει πως το σκυλάκι μου είχε ζήσει 16 χρόνια δίπλα μου και είχε πάρει αγάπη και φροντίδα, αυτά που θέλει κάθε ζώο και αυτά που οφείλει να προσφέρει κάθε «αφεντικό». Τότε ανάμεσα σε αυτά μου είπε την εξής ιστορία…
Ένας αγρότης, είχε ένα σκύλο να του φυλάει τα χωράφια. Ήταν ένα γερό, νεαρό λυκόσκυλο. Μια νύχτα ήπιε, μέθυσε και ήταν τόσο μαλ@@κας που έδεσε το σκυλί πίσω από το αγροτικό και το έσυρε μέχρι να το γδάρει. Παρόλα αυτά, το ζώο αν και σε άθλια κατάσταση,επέζησε. Κάποιοι γείτονες το είδαν και κάλεσαν κτηνίατρο. Ο γιατρός όταν το αντίκρυσε, κάλεσε άλλον ένα συνάδελφο ( το δικό μου κτηνίατρο ) γιατί δε μπορούσε να ράψει μόνος του το καημένο το σκυλί και οι δυο μαζί χειρουργούσαν ένα οκτάωρο, ενώ χρειάστηκαν 20 μέτρα ράμμα !!! για να ξαναδέσουν τις σάρκες του. Όταν η επέμβαση τελείωσε και ο σκύλος ήταν σε θέση να παραδοθεί πίσω στον ιδιοκτήτη του, πήγαν να τον βρούν στο καφενείο, μαζί με το ζώο που μόλις και στεκόταν στα πόδια του. Ο καράβλαχος έπινε στον καφενέ και όταν αντίκρισε τους δυο γιατρούς ρώτησε : «Και τι χρωστάω ρε γιατρέ;» Ο γιατρός απάντησε : «200 ευρώ», ποσό απίστευτα χαμηλό και για την αμοιβή δυο ανθρώπων, και για τα υλικά και για τη σοβαρότητα του περιστατικού. «Τι λες ρε γιατρέ;» απάντησε ο εγκληματίας και βγήκε έξω, πήρε την καραμπίνα από το αμάξι, μπήκε στο καφενείο και τίναξε τα μυαλά του σκύλου στον αέρα μπροστά σε τόσα μάτια που είχαν μείνει κάγκελο. Το τι επακολούθησε καλύτερα να μην το αναφέρουμε. Το παραπάνω περιστατικό, διαδραματίστηκε στα Μέγαρα. Μεγαρα , Μανωλάδα, δέκα σκάγια δρόμος.
Τα συμπεράσματα δικά σας. Περαστικά μας.