H Έλενα Φάκου γράφει για το φαινόμενο της πολιτικοκοινωνικής δυσχρωματοψίας.
Το καλοκαίρι του 1998 , ο πατέρας μου, μου έδωσε ένα κινητό τηλέφωνο. Το κοιτούσα με καχυποψία. Το θεωρούσα συσκευή εντοπισμού. Τώρα θα μπορούσε να με βρίσκει ανα πάσα στιγμή, όπου κι άν πήγαινα. Για να γλιτώσω από αυτή την καταδίωξη των πλήκτρων έφτασα μέχρι τη Γαύδο, το νοτιότερο σημείο της χώρας. Δεν είχε σήμα. Και πολλά άλλα δεν είχε, αλλά αυτά που είχε, δεν τα είχε πουθενά αλλού.
Η Ελλάδα το 1998 ήταν μια χώρα με απροβλημάτιστους πολίτες. Οι δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 είχαν σημαδέψει τη μνήμη μου με αυτοκίνητα που κόρναραν λυσσασμένα ανεμίζοντας σημαίες του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Αυτοί ήμασταν. Πανηγυρίζαμε που είχαμε εκλέξει αυτούς που μας κατάκλεβαν. Περήφανοι ως Έλληνες. Κι αυτές οι προεκλογικές συγκεντρώσεις. Ω, αυτές οι συγκεντρώσεις… Ο όχλος κατάκλυζε τις λεωφόρους και κουνούσε τις σημαίες σε κάθε ομιλία των κλεφτοκοτάδων που είχαν διορίσει ή ρουσφετώσει με τον οποιονδήποτε τρόπο τους ψηφοφόρους. Μην μπερδεύεστε, αυτός ο όχλος, είναι ο ίδιος που φέτος τρώει στα συσσίτια «μόνο για Έλληνες».
Α, τώρα που είπα μόνο για Έλληνες, θυμήθηκα κι αυτές τις ψυχές, τη Χρυσή Αυγή. Υπήρχε η Χρυσή Αυγή το 1998. Τουλάχιστον εκεί που κυκλοφορούσα εγώ, υπήρχαν κάποια ενεργά μέλη της-ένας μάλιστα σήμερα είναι και βουλευτής- και κυνηγούσανε κάτι «απροσάρμοστα» πιτσιρίκια που αράζανε σ’ένα διπλανό στέκι απ’το δικό τους. Ποτέ δεν πίστευα πως αυτοί οι μετρημένοι στα δάκτυλα μυστήριοι τύποι θα μπαίνανε στη Βουλή. Όχι ότι όσοι πέρασαν απ΄τη Βουλή ήταν καλύτεροι, απλά δεν πήγαινε το μυαλό μου πώς δεκαπέντε χρόνια μετά, θα έχουμε μέσα στο κοινοβούλιο εκτός από κλέφτες και αρματωλούς.
Περνάγαμε ωραία δεκαπέντε χρόνια πρίν. Διασκεδάζαμε μέχρι το πρωί, χορεύαμε, σκορπάγαμε λεφτά, κάναμε διακοπές, ζούσαμε το έξω, τους δρόμους, τις πλατείες, τα βουνά και τις παραλίες. Βέβαια τα λεφτά δεν ήταν δικά μας, αλλά δε μας ένοιαζε. Δεν ξέρω καν αν το είχαμε επεξεργαστεί καλά καλά ότι ζούμε με δανεικά.
Το 1998 επίσης,τα αγόρια έπρεπε να κάνουν και μια μικρή προσπάθεια για να βγάλουν γκόμενα, δεν καθόντουσταν στο laptop τους καυλαντίζοντας με καμμιά πενηνταριά γκόμενες αβίαστα, ακούραστα, αβάδιστα. Κι οι γκόμενες, ή ηταν όμορφες ή δεν ήταν. Τις έβλεπες στην πλατεία μ’ένα τζήν κι ένα φανελάκι, δεν υπήρχαν τόσες παροχές ομορφιάς όπως σήμερα. Επίσης, τραβούσαμε ακόμη φωτογραφίες με μηχανές που είχαν φίλμ. Κλίκ και κάτω. Η εκτύπωση ήταν μια έκπληξη. Περίμενες να φτάσει η εμφάνιση και να δείς τι έκανες…
Το 1998, τα βλέπαμε όλα άσπρα. Χτίζαμε αυθαίρετα, παίρναμε σκάφη, πηγαίναμε στη Χονολουλού, δίναμε Πανελλήνιες με όνειρα για το μέλλον, σηκώναμε δάνεια, ανοιγαμε πιστωτικές, αγοράζαμε ακριβά αυτοκίνητα, σπαταλούσαμε λεφτά σε καταχρήσεις, πουτάνες, καζίνο, ντυνόμασταν όσο πιο ακριβά μπορούσαμε και καταναλώναμε τα «πακέτα» με αβυσσαλέα λύσσα. Λές και τα χαρτονομίσματα τα έκοβε ο πάτος μας. Αυτές οι άσπρες μέρες είχαν αρχίσει πολύ πρίν το 1998 και έμελλαν να κρατήσουν και αρκετά χρόνια μετά. Τελείωσαν όμως. Και τώρα βρισκόμαστε σε μια «μαύρη» περίοδο. Διανύουμε μαυρες μέρες. Ήταν όμως όντως τόσο άσπρες οι μέρες που ζούσαμε τότε; Την απάντηση την δίνει η Κατερίνα Γώγου : « Άσπρη είναι η Αρία φυλή,τα λευκά κελιά,το ψύχος,το χιόνι, οι μπλούζες των γιατρών, τα νεκροσέντονα,η ηρωίνη…Αυτά λίγο πρόχειρα για την αποκατάσταση του μαύρου».
Τόσο «ασπρες» ήταν και οι μέρες από τη μεταπολίτευση μέχρι και την αρχή της κρίσης στην Ελλάδα.